9 Σεπ 2009
Ο μικρός θεός
Πηγή εικόνας
Ο μικρός θεός έκοψε ένα μικρό κομμάτι πλαστελίνης και άρχισε να το πλάθει ανάμεσα στα χέρια του. Πρώτα έφτιαξε μια μεγαλούτσικη μπάλα και την ακούμπησε πάνω στο διάφανο πάτωμα. Μετά έφτιαξε μια μικρότερη και την τοποθέτησε με προσοχή πάνω στην πρώτη. Για να βεβαιωθεί ότι θα κολλήσουν μεταξύ τους, τις ζούληξε ελαφρά με τον αντίχειρα. Κάτω από την πίεση, οι δύο μπάλες πήραν ένα μακρόστενο, ωοειδές σχήμα.
Ο μικρός θεός έκλεισε το ένα μάτι και περιεργάστηκε το δημιούργημά του από όλες τις πλευρές. Κάτι έλειπε. Πήρε λίγη πλαστελίνη και άρχισε να πειραματίζεται. Φυσικά ξεκίνησε φτιάχνοντας ένα μπαλάκι. Ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μετά, δοκίμασε να το κολλήσει σε διάφορα σημεία της κατασκευής, αλλά δε φαινόταν να ταιριάζει πουθενά. Εμφανώς απογοητευμένος πέταξε το μπαλάκι στο πάτωμα με δύναμη. Το μπαλάκι πήρε ένα παράξενο πλακουτσωτό σχήμα.
Ο μικρός θεός το είδε και του ήρθε μια ιδέα! Το πήρε και, βάζοντάς του λίγο σάλιο στη μια άκρη, το στερέωσε πάνω στην μπάλα που βρισκόταν στην κορυφή. Τώρα μάλιστα! Κάτι είχε αρχίσει να γίνεται. Αλλά δεν ήξερε πως να συνεχίσει. Έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο μπας και πάρει καμιά καλή ιδέα.
Η γαλάζια κούνια του στην άκρη του δωματίου, κατασκευασμένη από πουπουλένια σύννεφα βροχής και ουράνια τόξα, ήταν σίγουρα πολύ όμορφη, αλλά δε βοηθούσε. Όπως ούτε και το μεγάλο κρεμαστό παιχνίδι με αληθινούς πλανήτες και αστέρια που κρεμόταν από πάνω της. Έστρεψε την προσοχή στο μπαούλο με τα παλιά του παιχνίδια, αλλά του φάνηκαν πολύ βαρετά και παρωχημένα. Οχτώ βουνά με χιονισμένες κορυφές, πέντε ηφαίστεια (τρία μόνο ενεργά - τα άλλα δύο τα είχε χαλάσει), δυο ωκεανοί, εννιά θάλασσες, έξι παγόβουνα, καμιά δεκαριά ποτάμια κι εφτά λίμνες. Όλα φτιαγμένα από τον μπαμπά του. Όχι, όχι, αν ήθελε να δημιουργήσει κάτι καινούργιο έπρεπε να αναζητήσει αλλού την έμπνευση. Που όμως;
Έπιασε με τα δυο χέρια το δεξί του πόδι και το έφερε κοντά στο κεφάλι ώσπου η απαλή πατούσα του ακούμπησε στο ροδαλό του μάγουλο. Σκύβοντας ελαφρά, κατάφερε να βάλει στο στόμα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και άρχισε να το πιπιλά με βουλιμία. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά η στάση αυτή πάντα τον ηρεμούσε και τον βοηθούσε να σκεφτεί.
Καθώς ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, έδωσε κατά λάθος μια γερή δαγκωνιά στο δάχτυλό του. Και πόνεσε. Έκανε να κλάψει, αλλά σταμάτησε μονομιάς γιατί του ήρθε μια ιδέα! Και ήξερε ότι αν έκλαιγε, σύντομα θα έρχονταν οι μεγάλοι - και κανείς δεν τους θέλει στα πόδια του όταν έχει μια ιδέα...
Εξέτασε με προσοχή το πονεμένο του δάχτυλο που είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Ύστερα κοίταξε ολόκληρη την πατούσα του, καθώς και αυτή του αριστερού του ποδιού. Στηρίχθηκε στα χέρια και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη για να σηκωθεί όρθιος. Η πρώτη του προσπάθεια δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αφού σχεδόν αμέσως έσκασε με φόρα στο πάτωμα. Ευτυχώς το τροφαντό του πωπουδάκι ήταν τυλιγμένο σε μια μαλακή πάνα από πρωινή πάχνη. Η δεύτερη προσπάθεια όμως είχε αποτέλεσμα. Για να μην διακινδυνεύσει μια νέα πτώση, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και, καλού-κακού, κρατήθηκε από ένα δέντρο (που κατά διαβολική σύμπτωση φάνηκε να φύτρωσε στο σημείο αυτό μόλις εκείνη τη στιγμή) στα κλαδιά του οποίου κρεμόταν ένα μοναδικό μήλο.
Μόλις κατάφερε να ισορροπήσει με σιγουριά, σήκωσε το ένα πόδι. Λύγισε το γόνατο, τίναξε τον αστράγαλο και κλώτσησε δυνατά στον αέρα. Για να βεβαιωθεί, έκανε ακριβώς τα ίδια και με το άλλο πόδι. Μετά, έκανε μερικά βηματάκια επί τόπου, μην τολμώντας να εγκαταλείψει την ασφάλεια του δέντρου. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και τελικά το αποφάσισε. Άνοιξε τα δάχτυλα του χεριού που έσφιγγαν το χρυσό κορμό, έσφιξε τα δόντια και τους μυς των ποδιών και πήδηξε ψηλά – τόσο ψηλά που σχεδόν άγγιξε τον ουράνιο θόλο που σκέπαζε το δωμάτιο. Και φυσικά μετά, άρχισε να πέφτει. Αλλά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όχι με ταχύτητα. Αιωρούταν με χάρη στον αέρα, σαν ένα ροδαλό φουσκωμένο μπαλόνι.
Ο μικρός θεός δίπλωσε τα πόδια του στη στάση του λωτού και λικνίστηκε πέρα δώθε απολαμβάνοντας κάθε στιγμή της καθόδου του. Λίγο πριν ακουμπήσει στο πάτωμα σταμάτησε και έμεινε εκεί. Ένα χαμόγελο ευτυχίας σχηματίστηκε στα χείλη του. Τώρα ήξερε! Με ένα νεύμα, δυο μικρά κομμάτια πλαστελίνης ξεπρόβαλαν από το κουβαδάκι του και πέταξαν κοντά του. Αυτός, πήρε ένα σε κάθε χέρι και, τρίβοντάς τα ανάμεσα στα δάχτυλα, τους έδωσε ένα λεπτό επίμηκες σχήμα. Αφού σιγουρεύτηκε ότι είχαν το ίδιο μήκος, τα τοποθέτησε στη βάση της κατασκευής του. Α, τώρα μάλιστα! Ήταν πραγματικά πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του! Όλα ήταν στη θέση τους.
Πήρε το κουτί με τις μπογιές και βάλθηκε να χρωματίζει το δημιούργημά του. Στην αρχή, το έβαψε ολόκληρο κίτρινο. Του άρεσε πολύ αυτό το χρώμα. Μια φορά, ο μπαμπάς του είχε φτιάξει έναν πανέμορφο κίτρινο ήλιο. Όταν όμως ο μικρός θεός πήγε να τον αγγίξει, έκαψε τα χέρια του, και η μαμά του, έβαλε τις φωνές στον μπαμπά και του είπε ότι είναι ανεύθυνος και άλλα πολλά ακόμα κι έτσι ο μπαμπάς του αναγκάστηκε να τον πετάξει κάπου πολύ μακριά – ποιος ξέρει που – για να μην τον ξαναπιάσει κατά λάθος στα χέρια του ο μικρός θεός.
Ο μικρός θεός κοίταξε ξανά το κατασκεύασμά του. Δυστυχώς, έτσι όπως ήταν όλα κίτρινα, τα μικρότερα κομμάτια δεν ξεχώριζαν καθόλου. Κάτι έπρεπε να κάνει για να τα τονίσει. Στο κάτω-κάτω, αυτά ήταν τα πιο δύσκολα και τα πιο σημαντικά. Τι χρώμα να διάλεγε όμως; Μετά το κίτρινο, όλα τα άλλα χρώματα τα αγαπούσε το ίδιο. Μια λύση υπήρχε. Έκλεισε τα μάτια και βούτηξε το πινέλο του στην τύχη. Μόλις τα άνοιξε, είδε ότι είχε βαφτεί κόκκινο. «Καθόλου άσχημα», σκέφτηκε.
Επειδή είχε αρχίσει να ψιλοβαριέται, πέρασε βιαστικά ένα χέρι κόκκινο χρώμα το πλακουτσωτό κομμάτι στην κορυφή και τα δυο μακρόστενα στη βάση. Καθώς αυτά ήταν όμως ήδη κίτρινα, πήραν τελικά μια σκούρα πορτοκαλί απόχρωση.
Ο μικρός θεός παραξενεύτηκε από το αποτέλεσμα, αλλά δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Ίσα, ίσα. Ήταν ευχαριστημένος που επιτέλους είχε τελειώσει, αλλά και πολύ περήφανος για το δημιούργημά του. Ήταν τόσο διαφορετικό – καμία σχέση με αυτά που έφτιαχνε ο μπαμπάς του. Έπρεπε να πάει να του το δείξει αμέσως!
Έκανε να το πιάσει, μα η μπογιά ήταν ακόμη νωπή και τα χέρια του βάφτηκαν κίτρινα. Α, όχι δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένει μέχρι να στεγνώσει! Έσκυψε με ανυπομονησία πάνω από την πλαστελίνη και άρχισε να φυσά με όλη του τη δύναμη.
Και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο! Τα χρώματα μετατράπηκαν σε πούπουλα και δέρμα, η πλαστελίνη έγινε σάρκα και οστά. Το δημιούργημα αναπήδησε στον αέρα καθώς η Ζωή τρύπωσε μέσα του.
Ο μικρός θεός τρόμαξε και τινάχτηκε ενστικτωδώς πίσω, πέφτοντας ανάσκελα στο πάτωμα. Καθώς όμως η περιέργεια του ήταν μεγαλύτερη από την τρομάρα του, πλησίασε μπουσουλώντας το παράξενο πλάσμα. Άπλωσε το χέρι διερευνητικά. Το απαλό φτέρωμα τού γαργάλισε τα ακροδάκτυλα. Παίρνοντας θάρρος, χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά του πλάσματος. «Κουάκ, κουάκ!» αποκρίθηκε αυτό.
Ο μικρός θεός ενθουσιάστηκε! Αυτό ήταν πέρα από κάθε προσδοκία! Έπρεπε να εξερευνήσει όλες τις δυνατότητες του δημιουργήματός του. Το έσπρωξε ελαφρά κι αυτό άρχισε να προχωρά με αδέξια βήματα, μπαλαντζάρωντας δεξιά-αριστερά, μέχρι που κουτούλησε σε ένα χιονισμένο βουνό που ήταν παρατημένο λίγο παραπέρα. Ο μικρός θεός χτύπησε με τη βάση της παλάμης το μέτωπό του, αντιλαμβανόμενος το λάθος του. Βούτηξε αμέσως το πινέλο του στη λευκή μπογιά και ζωγράφισε πάνω στο κεφάλι του πλάσματος δυο μεγάλα ολοστρόγγυλα μάτια. Το πλάσμα, τα ανοιγόκλεισε μερικές φορές ώσπου να συνηθίσει το φως. «Κουάκ, κουάκ!» έκραξε κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη το δημιουργό του. «Κουάκ, κουάκ!» αποκρίθηκε αυτός προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί του.
Ο μικρός θεός αποφάσισε να συνεχίσει τα πειράματά του. Έπιασε το πλάσμα ανάμεσα στις παλάμες του, το πέταξε ψηλά και μετά απογειώθηκε κι αυτός πετώντας δίπλα του. Όταν όμως το πλάσμα έφτασε στο ψηλότερο σημείο της τροχιάς του, άρχισε να πέφτει με μεγάλη ταχύτητα. Ο μικρός θεός (που δεν περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο) ευτυχώς αντέδρασε εγκαίρως και, διαγράφοντας έναν αόρατο κύκλο στον αέρα με το δάχτυλο, πρόλαβε να γλυτώσει το πλάσμα λίγο πριν συντριβεί στο πάτωμα. Δίχως καθυστέρηση, πέταξε κοντά του, πήρε δυο κομμάτια πλαστελίνη, τα έπλασε, τα έβαψε κίτρινα και τα στερέωσε στα πλευρά του. Κι αυτά έγιναν φτερά! Το πλάσμα τα ανεβοκατέβασε μερικές φορές, ώσπου κατάφερε να σηκωθεί λίγα μόλις εκατοστά πάνω από το πάτωμα. «Κουάκ, κουάκ!» έκραξε εγκρίνοντας το νέο του απόκτημα. «Κουάκ, κουάκ!» έκανε και ο μικρός θεός και του χάιδεψε με στοργή το κεφάλι.
Ο μικρός θεός δεν κρατιόταν άλλο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δείξει το κατόρθωμά του στον μπαμπά του – τον μεγάλο θεό. Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε. Ακούστηκε ένα δυνατό μπουμπουνητό κι ένα γκρίζο σύννεφο καπνού σχηματίστηκε από το πουθενά. Σιγά-σιγά το σύννεφο άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός ηλικιωμένου – αλλά ιδιαιτέρα γεροδεμένου άντρα – με μακριά λευκά μαλλιά με πλούσιες μπούκλες και παχιά γενειάδα.
«Με κάλεσες;» είπε ο μεγάλος θεός με φωνή τόσο βροντερή που το δωμάτιο ολόκληρο σείστηκε πέρα-δώθε.
Αντί για απάντηση, ο μικρός θεός, πήρε το κίτρινο πλάσμα στα χέρια του και απλώνοντας τα, του το έδειξε με υπερηφάνεια.
«Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησε ο μεγάλος θεός με απορία και έκανε να το πιάσει. Μα τα χέρια του ήταν ροζιασμένα και σκληρά, πράγμα φυσικό, αφού ολόκληρη τη ζωή του, έφτιαχνε μόνο χοντροκομμένα, σκληροτράχηλα, πράγματα - πλανήτες, βουνά, θάλασσες και άλλα τέτοια. Έτσι, δίχως να το θέλει, έσφιξε το πλάσμα λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε. «Κουαααααααααααακ!» έβγαλε αυτό μια απελπισμένη κραυγή λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.
«Ωχ!» έκανε ο μεγάλος θεός που κατάλαβε τη γκάφα του.
Ο μικρός θεός έμεινε για μια στιγμή ασάλευτος και βουβός μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά μετά αποφάσισε ότι δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο για να κάνει κάτι τέτοιο. Άνοιξε το στόμα του διάπλατα και άρχισε να τσιρίζει με όλη του τη δύναμη. Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα. Τόσα πολλά που το δωμάτιο γέμισε ως τη μέση!
Ένα κοκκινωπό σύννεφο σχηματίστηκε στο δωμάτιο. Μόλις ο μεγάλος θεός το είδε κράτησε το κεφάλι του με απόγνωση.
Η μεγάλη θεά αιωρήθηκε πάνω από τη στάθμη του νερού προσέχοντας να μην βραχεί το μακρύ, αιθέριο, φόρεμά της.
«Τι έκανες πάλι βρε μπουνταλά στο παιδί και κλαίει;» ρώτησε αυστηρά τον μεγάλο θεό, ενώ μικροσκοπικοί κεραυνοί πετάγονταν από τα μάτια της.
«Ε-ε-εγώ,...» ψέλλισε αυτός προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει μια καλή δικαιολογία.
«Δε με νοιάζει!» το έκοψε η μεγάλη θεά. «Κάνε κάτι να σταματήσει. ΤΩΡΑ!»
Ο μεγάλος θεός, χαμήλωσε το κεφάλι και ψαχούλεψε αμήχανα την τσέπη του μανδύα του. Από μέσα της έβγαλε ένα άμορφο κομμάτι πηλού – πάντα είχε λίγο μαζί του, ήταν βλέπετε το χόμπι του – και άρχισε να τον πλάθει όπως-όπως, προσπαθώντας να ξαναφτιάξει το πλάσμα του μικρού θεού. Επειδή όμως, δεν ήταν και πολύ καλός στις λεπτοδουλειές, δεν του βγήκε ακριβώς το ίδιο. Το σώμα ήταν πιο μακρόστενο, τα φτερά έμοιαζαν πολύ με τα πόδια και δεν είχε κι εκείνο το πλακουτσωτό πράγμα στο πρόσωπο (γιατί βασικά δε μπορούσε να καταλάβει πως στο καλό να το φτιάξει). Μόλις το τελείωσε, το ακούμπησε στην παλάμη του και το έδειξε στο μικρό θεό.
«Λοιπόν, πως σου φαίνεται;» ρώτησε με αγωνία, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος της γυναίκας του.
Ο μικρός θεός σταμάτησε το κλάμα και πήρε την πήλινη κούκλα στα χέρια του. Όχι, όχι, αυτό το κατασκεύασμα σίγουρα δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό του. Στρογγυλό κεφάλι, δυο χέρια, δυο πόδια... Θα ‘πρεπε τώρα να τα ξανασκεφτεί όλα από την αρχή...
25 Αυγ 2009
Έρωτας κεραυνοβόλος
Πηγή εικόνας
Η φωτιά διέσχισε ξυπόλυτη το δάσος τρέχοντας λες και κάποιος την κυνηγούσε. Όχι γιατί βιαζόταν. Απλώς βαριόταν αφόρητα. Μια ακαταμάχητη δύναμη μέσα της την έσπρωχνε να εξαπλωθεί ολοένα και πιο μακριά. Ήθελε να δει νέα πράγματα, να ζήσει καινούργιες εμπειρίες.
Περνώντας από δέντρο σε δέντρο συνέχισε την ξέφρενη πορεία της, μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα ξέφωτο. Τα δέντρα απέναντί της ήταν πολύ μακριά για να τα φτάσει με μια δρασκελιά και το χορτάρι που την χώριζε από αυτά ήταν ακόμα μουσκεμένο από την πρωινή πάχνη. Έκανε να στρίψει προς την ανατολή, μα βράχια ψηλά κι απότομα ορθώνονταν σαν αδιαπέραστο τοίχος. Πίσω δε μπορούσε να γυρίσει αφού είχε ήδη καταβροχθίσει αχόρταγα οτιδήποτε είχε βρεθεί στο διάβα της. Μοναδική διέξοδος ήταν προς τη δύση, μέσα από τα πυκνά βάτα.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι οι ταπεινοί θάμνοι δεν άρμοζαν σε μια φωτιά της τάξης της, αλλά έτσι όπως τα είχε καταφέρει δεν της είχαν μείνει κι άλλες επιλογές. Έκλεισε τη μύτη της επιδεικτικά για να μην εισπνέει την αποκρουστική μυρωδιά κι άρχισε να περπατά πάνω στις μύτες των ροδαλών ποδιών της, προσπαθώντας (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία) να αποφεύγει τα σουβλερά αγκάθια. Σε κάθε της βήμα, δεκάδες μικροσκοπικές βελόνες βυθίζονταν στις μαλακές πατούσες της αφήνοντας πάνω τους μικρά κόκκινα σημαδάκια.
Καλομαθημένη καθώς ήταν, δεν άντεξε για πολύ το μαρτύριο αυτό. Με το που βρήκε λίγα ξερά στάχια κατέβηκε από τα βάτα κι άρχισε να σέρνεται πάνω τους σαν ένα πελώριο κόκκινο φίδι. Η απόσταση που τη χώριζε πια από το χώμα δεν ήταν παρά λίγα εκατοστά.
Το χώμα το μισούσε και το φοβόταν συνάμα. Ήξερε πολύ καλά πως η παραμικρή επαφή μαζί του θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Μαζεύτηκε λοιπόν όσο περισσότερο γινόταν και προσπάθησε να κρατηθεί στις κορφές από τα ξανθά κλωναράκια. Καθώς περνούσε από μίσχο σε μίσχο, έκανε ν’ ανθίσει πάνω του ένα πορφυρόχρυσο λουλουδάκι που γρήγορα χανόταν κι άφηνε στη θέση του μόνο λίγη γκρίζα σκόνη.
Η όρεξη της φωτιάς όμως ήταν μεγάλη και τα στάχια λιγοστά. Το στομάχι της άρχισε να γουργουρίζει. Αχ, πόσο πολύ λαχταρούσε ένα νόστιμο δεντράκι. Κατά προτίμηση κάποιο γέρικο, χωρίς πολλούς χυμούς, που θα παραδινόταν δίχως ιδιαίτερη αντίσταση στο άγγιγμά της. Μα από εκεί χαμηλά που βρισκόταν δε μπορούσε να δει και πολλά πράγματα. Συνέχισε λοιπόν το δρόμο της, παραστρατίζοντας ελαφρά πότε από τη μια και πότε από την άλλη με την ελπίδα ότι όλο και κάτι θα έβρισκε τελικά.
Ο χειμωνιάτικος ήλιος χασμουρήθηκε βαριεστημένα και – αν και ήταν σχετικά νωρίς ακόμα – πήρε σιγά-σιγά το δρόμο της επιστροφής. Αυτές τι κρύες μέρες δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στη γλυκιά θαλπωρή του σπιτιού του. Αχ πως περίμενε τη στιγμή που θα φορούσε τις μαλακές του παντόφλες και θ’ άραζε μπροστά στο αναμμένο τζάκι χαζεύοντας από το φεγγίτη τα αστέρια να ταξιδεύουν στον ουρανό συντροφιά με την πολυαγαπημένη του Σελήνη.
Η φωτιά είδε τον ήλιο να βυθίζεται στον μακρινό ορίζοντα και σκέφτηκε πως θα έπρεπε να βιαστεί, αλλιώς κινδύνευε να περάσει τη νύχτα πάνω στο χώμα. Και κάτι τέτοιο σίγουρα δεν ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να της συμβεί.
«Τι τα ’θελα μωρέ αυτά τα μακρινά ταξίδια;» αναλογίστηκε και τα έβαλε με τον εαυτό της. «Καλά δεν ήμουν εκεί πίσω στο δάσος μου; Μεγάλη, δυνατή, περήφανη. Και τώρα κοίτα τα χάλια μου...» είπε κοιτώντας με παράπονο τις μικροσκοπικές φλογίτσες της που μόλις διακρίνονταν στο αχνό φως του δειλινού. Δυο-τρία πύρινα δάκρια έσταξαν στο χώμα και χάθηκαν μονομιάς αφήνοντας πίσω τους ένα πνιχτό σφύριγμα.
Οι ελπίδες της φωτιάς άρχισαν να σβήνουν. Μαζί τους κι αυτή. Σκέφτηκε να τα παρατήσει και ν’ αφεθεί στη μοίρα της. Μα κάτι μέσα της δεν την άφηνε. «Όχι, δε μπορεί. Δεν πρέπει να τελειώσω έτσι,» μονολόγησε. Μάζεψε τις τελευταίες της δυνάμεις, έσφιξε τα δόντια κι ανασηκώθηκε στον αέρα όσο πιο ψηλά μπορούσε, με κίνδυνο να μην μπορέσει να επιστρέψει ξανά πίσω στα στάχυα που την κρατούσαν στη ζωή.
Και τότε το είδε! Ένα τεράστιο πεύκο. Τα κλαδιά του απλώνονταν σα μια τεράστια πράσινη ομπρέλα πάνω από ένα ποτάμι. Λαχταριστό ρετσίνι χρύσιζε πάνω στον πανύψηλο κορμό του. Δίχως δεύτερη σκέψη, η φωτιά χίμηξε καταπάνω του σαν πεινασμένο αγρίμι και το έσφιξε βίαια στην αγκαλιά της. Το δέντρο λαμπάδιασε μονομιάς καθώς το σώμα του ενώθηκε με το δικό της.
Μόλις η φωτιά χόρτασε την πείνα της, ένιωσε ένα κύμα ευφορίας να την πλημυρίζει. Ξέχασε μονομιάς το πάθημά της και νάσου άρχισε να ονειρεύεται πάλι μακρινά ταξίδια και καινούργιες περιπέτειες. Δίχως να το πολυσκεφτεί, σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό κλαδί του πεύκου για να χαράξει την νέα της πορεία.
Στην απέναντι όχθη του ποταμού διέκρινε μια τροφαντή συστάδα δέντρων κι ένιωσε την πείνα της να ξαναφουντώνει! Μα πως θα έφτανε ως εκεί; Έριξε μια ματιά προς τα κάτω κι είδε ένα μεγάλο κλαδί που κρεμόταν σα γέφυρα πάνω από το ποτάμι. Μάζεψε τις φλόγες της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
Ισορρόπησε σαν ακροβάτης του τσίρκου πάνω στο κλαδί και με μικρά προσεκτικά βηματάκια άρχισε να το περνά με χάρη. Ψηλά, πάνω από το κεφάλι της, είχαν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν τα πρώτα αστέρια. Η φωτιά κοντοστάθηκε λίγο για να τα χαζέψει. Της άρεσαν τόσο πολύ τα αστέρια! Εκεί, ανάμεσά τους, είδε και τη Σελήνη να δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στον Ήλιο καθώς έπαιρνε τη θέση του στον ουρανό. Και τότε, ένιωσε ένα τσιμπηματάκι στην καρδιά! Για πρώτη φορά στη ζωή της, συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη. Πάντα ήταν μόνη. «Τι να την κάνεις τη φλόγα, αν δεν έχεις κάποιον για να ζεστάνεις; Τι να το κάνεις τόσο φως, αν δε μπορείς να φωτίσεις κάποιον που αγαπάς;» μονολόγησε με παράπονο.
«Εμένα πάντως με φωτίζεις μια χαρά,» της απάντησε μια κελαριστή φωνή από κάτω της. Η φωτιά σάστισε τόσο πολύ από την απρόσμενη απάντηση, που παρά λίγο να πέσει από το δέντρο. Την τελευταία στιγμή όμως άρπαξε γερά το κλαρί κι αυτό φούντωσε ακόμα περισσότερο.
«Μα, ποιος μίλησε;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια.
«Εδώ, εδώ κάτω, ο ποταμός είμαι» ακούστηκε πάλι η φωνή από χαμηλά κι η επιφάνεια του νερού σκίστηκε στα δυο, σχηματίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο.
Η φωτιά έσκυψε λίγο για να δει καλύτερα κι αντίκρισε τη λάμψη της να καθρεφτίζεται πάνω στο νερό. Αμέτρητα αστέρια τρεμόσβηναν ανάμεσα στα ανθισμένα νούφαρα και τα λευκά βοτσαλάκια. Η εικόνα αυτή τη μάγεψε!
«Αυτό είναι υπέροχο!» αναφώνησε με θαυμασμό.
«Ευχαριστώ! Και συ δεν πας πίσω…» την πείραξε ο ποταμός.
Το βραδινό αεράκι φύσηξε παιχνιδιάρικα κι ανασήκωσε ελαφρά το πορφυρό φουστάνι της φωτιάς, κάνοντάς την να κοκκινίσει ακόμα πιο πολύ. Με κάποια δόση αμηχανίας πήρε λίγη στάχτη από το κλαδί και την άπλωσε πάνω στα μαγουλά της για να κρύψει το κοκκίνισμά τους.
«Είσαι ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ!» άρχισε να τη φλερτάρει ο ποταμός που είχε τώρα σταματήσει για λίγο να κυλά. Η φωτιά ήξερε ότι της έλεγε αλήθεια, αφού μπορούσε να δει μια χαρά πώς φαινόταν μέσα από τα μάτια του.
«Πρώτη φορά μου λέει κάποιος τρυφερά λόγια,» είπε η φωτιά συνεσταλμένα. «Συνήθως με φοβούνται ή με μισούν γιατί καταστρέφω ότι βρω στο πέρασμά μου. Μα δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Έτσι είναι η φύση μου. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς.»
«Μη στεναχωριέσαι, σε καταλαβαίνω,» της είπε με συμπόνια ο ποταμός. «Παρόλο που όλα τα πλάσματα έρχονται σ’ εμένα για να σβήσουν τη δίψα τους, όταν φουσκώνω απ’ τη βροχή και γίνομαι ορμητικός με καταριούνται και με πολεμούν ξεχνώντας ότι κάποτε τα είχα ευεργετήσει. Μα εγώ δεν τα κακίζω.»
«Πόσο θα ‘θελα να σ’ αγγίξω, μα φοβάμαι,» είπε διστακτικά η φωτιά.
Ο ποταμός αντί να πει κάτι σήκωσε ψηλά ένα κυματάκι που έφτασε σχεδόν ίσαμε το κλαδί. Η φωτιά άπλωσε διστακτικά μια φλογίτσα της κι ακούμπησε το δροσερό νερό. Αμέσως, ακούστηκε ένα αδύναμο «φσστ» κι ένα μικρό συννεφάκι ατμού σχηματίστηκε στον αέρα. Η φωτιά τραβήχτηκε πίσω τρομαγμένη. «Ωχ! Συγγνώμη, σε πόνεσα;» απολογήθηκε.
«Όχι, όχι, μη φοβάσαι» απάντησε γελώντας ο ποταμός. «Δε μου έκανες κάποιο κακό. Απλά η φλόγα σου ενώθηκε με το νερό μου και μαζί έγιναν ατμός, σύννεφο δηλαδή.»
«Μα αυτό είναι μαγικό! Πρώτη φορά δημιουργώ κάτι στη ζωή μου. Συνήθως μόνο καταστρέφω. Τι υπέροχο συναίσθημα!»
Ξάφνου ο ποταμός άρχισε ν’ αναριγεί.
«Τι σου συμβαίνει; Είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχη η φωτιά.
«Ναι, μια χαρά! Απλά το ρεύμα μου άρχισε και πάλι να με σπρώχνει. Δε θα μπορέσω να κρατηθώ για πολύ ακόμα, αν και θα’ θελα τόσο πολύ να μείνω μαζί σου.»
«Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ αν μείνω κι άλλο εδώ κινδυνεύω να σβήσω,» συμφώνησε η φωτιά.
«Τι κρίμα,» είπε λυπημένος ο ποταμός. «Ακόμα δε βρεθήκαμε και πρέπει να χωρίσουμε γνωρίζοντας ότι δε θα μπορέσουμε να βρεθούμε ποτέ ξανά. Όμως φοβάμαι πως δε μπορώ πια να ζω χωρίς εσένα. Ή κι αν μπορώ, δεν θέ….» Ο ποταμός δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει την τελευταία του πρόταση κι άρχισε να κυλά με μεγάλη ταχύτητα.
Η φωτιά πανικοβλήθηκε μόλις είδε τον ποταμό να χάνεται έτσι ξαφνικά μπροστά από τα μάτια της, και, δίχως να το πολυσκεφτεί, άφησε το κλαδί που τη βαστούσε στη ζωή και βούτηξε στο παγωμένο νερό.
Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του πάθους τους, που μόλις ενώθηκαν, η φωτιά έσβησε κι ο ποταμός ολάκερος άδειασε μονομιάς. Στη θέση τους απέμεινε μόνο ένα αφράτο λευκό σύννεφο που άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό σαν ένα τεράστιο πουπουλένιο μαξιλάρι.
Το σύννεφο ανέβηκε ψηλά, πολύ ψηλά. Εκεί συνάντησε κι άλλα σύννεφα - ποιος ξέρει ποιοι έρωτες τα είχαν φτιάσει. Μόλις γνωριστήκανε μεταξύ τους και ξεθάρρεψε λίγο, το σύννεφο τους διηγήθηκε την ιστορία του. Αυτά τότε θυμηθήκαν τις δικές τους ιστορίες, συγκινήθηκαν κι άρχισαν να κλαίνε. Ένα μετά το άλλο τα δάκρυά τους έπεφταν σα βροχή.
Η βροχή πότισε την ξεραμένη γη σχηματίζοντας μικρά ρυάκια, λεπτές φλέβες νερού που μπλέκονταν η μια με την άλλη δημιουργώντας μεγαλύτερες φλέβες που τελικά κατέληγαν στην αδειανή κοίτη του ποταμού.
Όταν κόπασε η βροχή, ο ποταμός είχε ξαναγεμίσει. Φρέσκος και ξανανιωμένος άρχισε να κυλάει φουριόζος στα παλιά του λημέρια γνέφοντας χαρούμενα στα σύννεφα που στριμώχνονταν από πάνω του για να τον καμαρώσουν.
Καθώς όμως κοίταζε εκεί ψηλά, πήρε το μάτι του το σύννεφο της φωτιάς να τον κοιτάζει με ένα γλυκό μα συνάμα και παραπονεμένο βλέμμα. Και, παρόλο που τώρα πια ήταν ένας νέος ποταμός, δίχως θύμισες από την προηγουμένη ζωή του, ένιωσε έναν πόνο δυνατό λες και κάποιος του τρυπούσε την καρδιά που έκανε το γλυκό του χαμόγελο να σβήσει μονομιάς από το πρόσωπό του.
Τα υπόλοιπα σύννεφα κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Αμέσως, βάλανε λοιπόν στη μέση το σύννεφο της φωτιάς κι άρχισαν να το αγκαλιάζουν όλα μαζί σφιχτά – πολύ σφιχτά. Το καημένο το σύννεφο κατατρόμαξε, γιατί δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Προσπάθησε να ξεφύγει αλλά ήταν περικυκλωμένο.
Όσο πιο πολύ το πίεζαν τα άλλα σύννεφα, τόσο πιο πολύ μίκραινε αυτό. Μέχρι που πίστεψε πως είχε φτάσει το τέλος. Μα έκανε λάθος, γιατί αυτό δεν ήταν παρά μόνο μια καινούργια αρχή. Γιατί όταν το σύννεφο απέμεινε τοσοδά μικρό, όχι πιο μεγάλο από ένα γινωμένο καρύδι, έγινε κάτι μαγικό! Μια εκτυφλωτική λάμψη άστραψε στον ουρανό λες κι ο Θεός προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφία ολόκληρη τη γη. Ένας δυνατός κρότος έσκισε τον αέρα σα μια τεράστια στρακαστρούκα! Το σύννεφο είχε γίνει κεραυνός! Ένα μακρύ πύρινο φίδι που διέσχιζε ξέφρενα το νυχτερινό τοπίο. Και, λίγο πριν πέσει στο χώμα και χαθεί για πάντα, πρόφτασε να απλώσει μια φλόγα και να πιαστεί από ένα μισοκαμένο πεύκο, δίπλα στην κοίτη του ποταμού.
«Αυτό είναι ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ!», είπε μια κελαριστή φωνή την ώρα που η νεογέννητη φωτιά άπλωνε το κορμί της πάνω στο δέντρο για να ξεπιαστεί από το μακρύ ταξίδι. Η φωτιά σάστισε λιγάκι κι έσκυψε προς τα κάτω για να δει ποιος της μιλούσε. Τότε, αντίκρισε τη λάμψη της που καθρεφτιζόταν μέσα στο νερό. Και είδε αμέτρητα αστέρια να τρεμοσβήνουν ανάμεσα στα ανθισμένα νούφαρα και τα λευκά βοτσαλάκια. Και η εικόνα αυτή τη μάγεψε!
4 Ιουν 2009
Το υπόγειο που ονειρευόταν
Πηγή εικόνας
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό υπόγειο. Μόνο που το υπόγειο αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Το υπόγειο αυτό ονειρευόταν. Μα, θα μου πείτε τώρα, τι μπορεί να ονειρεύεται ένα υπόγειο; Ε, λοιπόν, πολλά και διάφορα. Αλλά για να καταλάβετε καλύτερα τα όνειρά του, θα πρέπει μάλλον να σας πω πρώτα δυο-τρία πραγματάκια γι’ αυτό.
Το υπόγειο της ιστορίας μας ήταν ένα μικρό – όχι πάνω από είκοσι τετραγωνικά – δωματιάκι, στη βάση μιας παλιάς, πενταόροφης πολυκατοικίας στην πιο κακόφημη συνοικία της πόλης. Για να είμαι ακριβής, ήταν ένα ημι-υπόγειο, ή τουλάχιστον έτσι το διαφήμιζαν οι ιδιοκτήτες του στις μικρές αγγελίες, αφού ψηλά, εκεί όπου ένας από τους τέσσερις γκρίζους τοίχους του συναντούσε το ταβάνι, υπήρχε ένα μακρόστενο παραθυράκι με κοντούλικα σκουριασμένα κάγκελα. Στην είσοδό του, μια ηλικιωμένη πόρτα κρατιόταν με το ζόρι στους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες της, και, σαν ιδιότροπη γεροντοκόρη, φρόντιζε να κρατά καλά τις αποστάσεις της από το βρώμικο τσιμεντένιο πάτωμα, αφήνοντας ένα κενό τουλάχιστον δέκα εκατοστών. Εδώ ίσως πρέπει να αναφέρω ότι το πάτωμα δεν είχε πάντοτε αυτά τα χάλια. Στα νιάτα του ήταν καλυμμένο από πολύχρωμα πλαστικά πλακάκια, μα τώρα είχαν ξεκολλήσει τόσα πολλά που έμοιαζε με παράξενη σκακιέρα σχεδιασμένη από κάποιον μοντέρνο καλλιτέχνη. Σε μια γωνιά, απέναντι από την πόρτα, ήταν στριμωγμένο το μπάνιο. Ένα τετράγωνο κουτί από γυψοσανίδα, όχι πολύ μεγαλύτερο από μια δίφυλλη ντουλάπα. Εκεί βρισκόταν και η μοναδική – για όλες τις χρήσεις – βρύση του δωματίου, αφού κουζίνα δεν υπήρχε. Ο νεροχύτης, ο οποίος είχε προ πολλού εγκαταλείψει άνανδρα το πόστο του, είχε αντικατασταθεί από έναν στραβοκομμένο γκαζοτενεκέ που κρεμόταν πάνω από την πάλαι ποτέ λευκή και νυν κιτρινισμένη γυμνή λεκάνη της τουαλέτας.
Άθλιο, θλιβερό, χάλια, απαίσιο… Αυτές είναι μόνο λίγες από τις λέξεις που αναφωνούσαν μόλις το έβλεπαν οι υποψήφιοι ενοικιαστές. Πολύ το πλήγωναν το μικρό υπόγειο όλες αυτές οι άσχημες κουβέντες. Πιο πολύ κι από το σαράκι που του κατέτρωγε μέρα με τη μέρα τα σωθικά κι από τα βρωμερά ποντίκια που τρυπούσαν κάθε τόσο τα ντουβάρια του για να φτιάξουν τις φωλιές του.
Κι επειδή ήταν έτσι όπως ήταν, τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε ολομόναχο. Σπάνια βρισκόταν κάποιος που θα έμενε, έστω και για κάνα-δυο μήνες, μέσα του για να του κάνει λίγη παρέα. Στην πρώτη ευκαιρία, ή μόλις έφτιαχνε έστω και λίγο ο καιρός, όλοι έφευγαν. Έτσι, το υπόγειο είχε πολύ ησυχία – που εδώ που τα λέμε δεν του άρεσε καθόλου – και όλο τον απαραίτητο χρόνο στη διάθεσή του για να ονειρεύεται. Και δε χρειαζόταν καν να κλείσει τα μάτια του. Ήταν τόσο σκοτεινό και ανήλιαγο που συνήθως δε μπορούσε να δει ούτε τη μύτη του. Μόνο λίγες φορές, σπάνια – πολύ σπάνια, ξεθάρρευε κάποια περίεργη ηλιαχτίδα κι έμπαινε στο εσωτερικό του. Τότε, μόλις το υπόγειο φωτιζόταν, έβλεπε τα χάλια του και μελαγχολούσε για μέρες. Μελαγχολούσε τόσο πολύ που ξεχνούσε ακόμα και να ονειρευτεί.
Τα πρώτα χρόνια, του άρεσε να ονειρεύεται ότι ήταν ρετιρέ. Ένα μεγάλο διαμπερές ρετιρέ στον εικοστό πρώτο όροφο μιας πανάκριβης πολυκατοικίας, στα δυτικά προάστια. Μέσα του έμενε κάποιος πολύ διάσημος ζωγράφος και είχε γεμίσει τους τοίχους του με υπέροχους πίνακες, ή μια ντίβα του κινηματογράφου που το είχε στολίσει με καλλιτεχνικές φωτογραφίες της και χρυσά βραβεία, ή , καμιά φορά, και οι δυο μαζί γιατί είχαν στο μεταξύ γνωριστεί και είχαν γίνει ζευγάρι.
Μετά από μερικά χρόνια όμως, το μικρό υπόγειο βαρέθηκε αυτό το όνειρο κι έψαξε να βρει άλλα. Άρχισε λοιπόν να παρακολουθεί μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου τα παπούτσια των λιγοστών περαστικών που περνούσαν από το σπασμένο πεζοδρόμιο. Συνήθως βέβαια τα παπούτσια ήταν λερωμένα και φθαρμένα κι αυτό δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια για ονειροπολήσεις. Που και που όμως περνούσε κάποιο καλογυαλισμένο ζευγάρι ανδρικά σκαρπίνια ή τίποτα ολοκαίνουργα γυναικεία γοβάκια που έκαναν τη φαντασία του να οργιάζει. Τι δεξιώσεις, τι γκαλά, τι απίστευτα πάρτι γινόταν στα όνειρά του. Πότε είχε σαλόνι με πάτωμα από σπάνιο μάρμαρο και πιάνο με ουρά, πότε αίθουσα χορού με ξύλινο παρκέ και πότε βεράντα με θέα τη θάλασσα, το πάρκο ή την κεντρική πλατεία. Μια φορά, είχε σταθεί έξω από το παράθυρο ένας μικρός ζητιάνος που γρατζουνούσε αδέξια ένα μισοδιαλυμένου βιολί. Εκείνο το βράδυ το υπόγειο είχε μετατραπεί σε υπέρλαμπρο θέατρο με αμέτρητα λαμπιόνια που σειόταν από το βροντερό χειροκρότημα των θεατών.
Κάποιον χειμώνα, ένα γέρικο καναρίνι το ‘σκασε από το κλουβί του και βρήκε καταφύγιο στο υπόγειο. Για τρεις ολόκληρες μέρες, κάθε φορά που άκουγε το κελάηδημα του πουλιού, το υπόγειο γινόταν λιβάδι καταπράσινο, πνιγμένο από πολύχρωμα λουλούδια και ψηλά δέντρα γεμάτα ζωή και λαχταριστούς καρπούς. Την τέταρτη μέρα όμως, το καναρίνι έπαψε να κελαηδά και να πεταρίζει και ν’ ανασαίνει. Και το υπόγειο πέρασε όλον τον υπόλοιπο χειμώνα δίχως ούτε ένα τοσοδά ονειράκι.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, το υπόγειο έμαθε να χρειάζεται όλο και πιο λίγα για να ονειρευτεί. Έτσι, όταν η υγρασία ζωγράφιζε περίεργα σχέδια στους τοίχους, αυτό ονειρευόταν ότι είχε έρθει ένα τσούρμο παιδιά με κόκκινα μάγουλα γεμάτα φακίδες και χαμογελαστά πρόσωπα και με τα κέρινα κραγιόνια τους το στόλισαν για να του δείξουν την αγάπη τους. Ακόμη και τότε που χάλασε η βρύση κι άρχισε να στάζει ρυθμικά πάνω στο γκαζοτενεκέ, πολύ το είχε ευχαριστηθεί. Φανταζόταν ότι χτυπούσε αδιάκοπα κόσμος την πόρτα του, που στο όνειρό του ήταν στιβαρή και βαριά, φτιαγμένη από μασίφ δρύινο ξύλο με όμορφες σκαλισμένες φιγούρες. Γιατί, μόνο μια τέτοια πόρτα άρμοζε σ’ ένα σημαντικό δωμάτιο σαν κι αυτό – δεν ήταν και πολύ σίγουρο βέβαια τι ακριβώς ήταν, αλλά μάλλον κάποιο υπουργείο ή ίσως και το σπίτι του Δημάρχου, αφού ο κόσμος έκανε ατελείωτες ουρές, λαχταρώντας πως και πως να περάσει στο εσωτερικό του.
Τέλος, υπήρχε το όνειρο της Κυριακής! Κάποιες Κυριακές, όταν είχε τα κέφια του, το υπόγειο φορούσε τα καλά του και γινόταν ένας μεγαλοπρεπής ναός – όχι πάντα της ίδιας θρησκείας, μερικές φορές και πολλών διαφορετικών ταυτόχρονα! Οι πολυάριθμοι πιστοί προσέρχονταν με ευλάβεια κι έμπαιναν μέσα του με χαμηλωμένο το κεφάλι, ψιθυρίζοντας προσευχές, παρακλήσεις και συγνώμες. Κάποιοι έβγαζαν πρώτα τα παπούτσια τους, κάποιοι άλλοι έκαναν το σταυρό τους, μερικοί κάθονταν σε περίεργες στάσεις πάνω στο ξύλινο πάτωμα, ενώ άλλοι έφερναν μαζί τους πολύτιμα δώρα κι αφιερώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τους πηχτούς αρωματισμένους καπνούς και τα ζεστά χνώτα του πλήθους. Το καθαρό χρυσάφι στις τοιχογραφίες, τα εικονίσματα ή τα αγάλματα, ανάλογα με την περίσταση, λαμπύριζε σα χιλιάδες αστέρια στο αντιφέγγισμα των αμέτρητων κεριών.
Βέβαια, όπως σας είπα και πιο πριν, το υπόγειο δεν ήταν πάντα μόνο του. Ορισμένες – λίγες – φορές, υπήρχαν άνθρωποι που έμεναν εκεί. Μόνο που αυτοί δεν το έκαναν ποτέ να ονειρεύεται. Ποιος ξέρει άραγε γιατί. Ίσως επειδή ήταν βρώμικοι και άσχημοι. Ή ίσως πάλι γιατί ήταν ταλαιπωρημένοι – πιο πολύ και από το ίδιο. Ή ακόμη κι επειδή συνήθως δεν ήθελαν να το βλέπουν. Κι έτσι δεν ήθελε να τους βλέπει ούτε κι αυτό. Ναι, ναι αυτό ήταν βέβαιο. Προτιμούσε να είναι μόνο του.
Έτσι λοιπόν πάνω-κάτω περνούσαν τα χρόνια του. Πότε γεμάτα όνειρα, πότε βουτηγμένα στη μελαγχολία και πότε εντελώς κενά. Όπως περίπου περνάν και τα χρόνια των ανθρώπων.
Μέχρι εκείνη τη μέρα. Τη μέρα που η πόρτα του γκρεμίστηκε μονομιάς κι έπεσε στο πάτωμα σηκώνοντας ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης. Το υπόγειο ούρλιαξε από πόνο καθώς ένιωσε ένα κομμάτι του να ξεριζώνεται. Με ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και οργής είδε δυο πλάσματα – που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί – να περνάνε το κατώφλι του. Ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – μα όχι σαν αυτά που συνήθιζαν να μένουν εκεί. Ήταν νέα και όμορφα, πολύ όμορφα και ,καθώς ξεπρόβαλαν μέσα από το σύννεφο, έμοιαζαν με αγγελούδια που κατέβηκαν για λίγο στη Γη. Το δωμάτιο τσιμπήθηκε για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν. Όχι, όχι ήταν αλήθεια. Και δεν ήταν και Κυριακή.
«Τώρα γιατί το έκανες αυτό ρε μαλάκα; Κάποιος μπορεί να μας άκουσε,» είπε θυμωμένο το κορίτσι.
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, το έχω ψάξει. Το κτίριο είναι εγκαταλειμμένο εδώ και χρόνια» απάντησε το αγόρι κι άναψε ένα κλεφτοφάναρο.
«Εδώ λοιπόν θα ζήσουμε το όνειρό μας!» είπε χαρούμενα το κορίτσι εξετάζοντας τον άδειο χώρο στο μισοσκόταδο.
Το υπόγειο δε μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Πρώτη φορά μιλούσε κάποιος με τρυφερά λόγια γι’ αυτό. Αυτό ήταν αρκετό για ν’ αρχίσει να ονειρεύεται, μα το καθυστερούσε όσο πιο πολύ γινόταν, γιατί – για πρώτη φορά στη ζωή του – δεν ήθελε να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα.
Το κορίτσι ξεκούμπωσε νωχελικά την μπλούζα του, μένοντας γυμνό από τη μέση και πάνω. Το αγόρι έβγαλε το μπουφάν του και το άπλωσε στο πάτωμα. Το κορίτσι κάθισε πάνω κι ακούμπησε την πλάτη του στον κρύο τοίχο. Το υπόγειο αναρίγησε στο άγγιγμα της μαλακής επιδερμίδας. Το αγόρι κάθισε δίπλα στο κορίτσι και το πήρε αγκαλιά. «Είσαι έτοιμη για το ταξίδι μας;» του ψιθύρισε στ’ αυτί. Το κορίτσι έγνεψε ναι και φιλήθηκαν στο στόμα. Ύστερα, το αγόρι ψηλάφισε την τσέπη του μπουφάν κι έβγαλε κάτι από μέσα. Το υπόγειο δεν ήξερε τι ήταν αυτό, μα είδε καθαρά ότι το κάρφωσε πρώτα στο χέρι του κοριτσιού κι ύστερα στο δικό του. Και μετά έγινε σιωπή.
«Πετάω, μωρό μου, πετάω! Με βλέπεις;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε το αγόρι.
«Ναι αγάπη μου, δίπλα σου είμαι! Και είναι υπέροχα! Για κοίτα… Κοίτα πόσο όμορφα είναι όλα από εδώ ψηλά! Σαν όνειρο, το δικό μας όνειρο!» απάντησε εκστασιασμένο το κορίτσι.
«Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Ονειρεύονται!» σκέφτηκε ενθουσιασμένο το υπόγειο. «Επιτέλους από εδώ και μπρος δε θα ονειρεύομαι μόνο.» Έκλεισε λοιπόν κι αυτό τα μάτια και τους ακολούθησε στ’ όνειρό τους.
Εκείνο το βράδυ, οι τρεις τους ταξίδεψαν σε απίστευτα μέρη, όπου το δωμάτιο άλλαζε συνεχώς μορφή και σχήμα, σαν τις πολύχρωμες εικόνες στα καλειδοσκόπια των μικρών παιδιών. Πότε γινόταν παλάτι, πότε παραδεισένιο νησί, πότε έναστρος ουρανός, μέχρι και διαστημόπλοιο έγινε!
Το επόμενο πρωί, το δωμάτιο ξύπνησε πρώτο. Όταν αντίκρισε τα δυο παιδιά να κοιμούνται αγκαλιασμένα πάνω στο μπουφάν, δάκρυσε από συγκίνηση. Τι νύχτα κι αυτή! Τώρα πια, δεν έβλεπε την ώρα που θα ξυπνούσαν, για να ονειρευτεί ξανά μαζί τους. Μέχρι και το μικρό του παραθυράκι του προσπάθησε να τεντώσει όσο πιο πολύ μπορούσε μπας και τρύπωνε καμιά ηλιαχτίδα να τους ξυπνήσει μια ώρα αρχύτερα. Η μέρα όμως έξω ήταν μουντή και μαύρη. Έτσι λοιπόν, δεν είχε άλλη επιλογή από το να περιμένει.
«ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΚΚΕΝΩΣΤΕ ΑΜΕΣΑ ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ!» ακούστηκε να ουρλιάζει μια βραχνή φωνή μέσα από μια ντουντούκα. «ΣΕ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ!»
Το υπόγειο δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει και του φώναζαν έτσι άγρια πρωί-πρωί, αλλά στην αρχή χάρηκε γιατί σκέφτηκε ότι η φασαρία θα ξυπνούσε τα παιδιά.
«ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ!», ακούστηκε ξανά η φωνή.
Τα παιδιά παρέμειναν ασάλευτα στη θέση τους.
«ΕΞΗΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ!», στρίγκλισε η ντουντούκα.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το υπόγειο θυμήθηκε ξαφνικά το καναρίνι κι αισθάνθηκε ένα κόμπο να του δένει το λαιμό.
«ΠΕΝΤΕ… ΤΕΣΣΕΡΑ…ΤΡΙΑ…ΔΥΟ…ΕΝΑ!»
Η σιδερένια μπάλα χτύπησε με δύναμη την πολυκατοικία. Το υπόγειο ένιωσε τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Ακολούθησε κι άλλο χτύπημα. Ένας μεγάλος σωρός από μπάζα έπεσε με φόρα πάνω στην πλάτη του. Το υπόγειο έβαλε τα δυνατά του για να τα κρατήσει μακριά από τα παιδιά, αλλά τα χρόνια του δε βοηθούσαν. Στο τρίτο χτύπημα ένιωσε τις δυνάμεις του να το εγκαταλείπουν. Έκλεισε λοιπόν τα μάτια κι αφέθηκε στη μοίρα του…
Το επόμενο χτύπημα μετέτρεψε το υπόγειο σε μια άμορφη μάζα που άρχισε να πέφτει σαν γκρίζα βροχή πάνω στα σώματα των παιδιών. Μα, καθώς έπεφτε, το υπόγειο άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σε μιαν απέραντη αγκαλιά κι έκρυψε βαθιά μέσα στα στήθη του τα δυο παιδιά. Και τότε, προς μεγάλη του έκπληξη, ανακάλυψε ότι αυτό ήταν τελικά που ονειρευόταν πραγματικά να γίνει σε όλη του τη ζωή!
Ετικέτες
παραμύθι
24 Απρ 2009
Ο Συλλέκτης
Πηγή εικόνας
Ο σερ Χάρντινγκ κοιτάχτηκε στον κρυστάλλινο καθρέφτη με τη χρυσή σκαλιστή κορνίζα. Σήμερα φορούσε το αγαπημένο του τουΐντ κοστούμι που είχε κάποτε αγοράσει στην Μποντ Στριτ. Αυτό το κοστούμι έβαζε πάντα όταν επρόκειτο να συμβεί κάτι σημαντικό. Δίπλωσε ένα φρεσκοπλυμένο μεταξωτό μαντιλάκι στην τσέπη του πέτου και στράβωσε επιτηδευμένα το παπιγιόν του – ένα σωστό παπιγιόν ποτέ δεν είναι τέλειο. Έστριψε τις άκρες από το παχύ λευκό μουστάκι του και χαμογέλασε με αυταρέσκεια. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις φόρεσε πρώτα τη γκρίζα καμπαρντίνα του και μετά ακούμπησε το τσόχινο καπέλο στο κεφάλι του, προσέχοντας να μη χαλάσει το άψογο χτένισμά του. Ύστερα, διάλεξε μια από τις μαύρες ομπρέλες που στέκονταν παραταγμένες σα στρατιωτάκια δίπλα στον καθρέφτη. Πήρε το δερμάτινο χαρτοφύλακα του από το δρύινο γραφείο, έβαλε μέσα ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι και μια εφημερίδα και βγήκε στον πολύβουο δρόμο.
Ο Τζωρτζ πέταξε την τσαλακωμένη εφημερίδα στο πάτωμα και ήπιε βιαστικά δυο γουλιές κρύου καφέ, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα να δέσει την ξεθωριασμένη γραβάτα του. Βούτηξε ένα ξεδοντιασμένο χτένι στο ποτήρι με το νερό και επιχείρησε να στρώσει όπως-όπως το λιγδιασμένο μαλλί του που όμως δεν έλεγε με τίποτα να συνεργαστεί. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα ακούστηκε και δυο φρυγανιές πετάχτηκαν ψηλά στον αέρα. Ο Τζωρτζ, δίχως να σηκωθεί από την καρέκλα, άπλωσε το χέρι του όσο περισσότερο μπορούσε ελπίζοντας να σώσει έστω τη μία, αλλά το μόνο που κατάφερε, ήταν να σκουντήσει την κούπα με τον καφέ και να μουσκέψει το παντελόνι του. Καθώς όλα τα υπόλοιπα ρούχα του βρίσκονταν εδώ και μέρες μέσα στο πλυντήριο, έσκισε την πρώτη σελίδα από την εφημερίδα και την παράχωσε στο παντελόνι για να σταματήσει την υγρασία πριν φτάσει στο εσώρουχο. Αγχωμένος, κοίταξε το πλαστικό ρολόι στον τοίχο. Δώδεκα παρά τρία λεπτά. Αν δεν ήθελε να καθυστερήσει, έπρεπε να φύγει αμέσως. Μάζεψε μια φρυγανιά από το βρώμικο πάτωμα και τη φύσηξε δυο-τρις φορές. Δάγκωσε μια μπουκιά, άνοιξε την πόρτα και, με το στόμα ακόμα μπουκωμένο, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Το ασανσέρ ήταν πάλι χαλασμένο.
Ο σερ Χάρντινγκ διέσχισε με αργό βήμα την Μπράουνινγκ Στριτ. Δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Όλα ήταν προγραμματισμένα στην εντέλεια. Η καμπάνα του Σαιντ Τζέημς κτύπησε δώδεκα φορές. Ο σερ Χάρντινγκ έβγαλε το χρυσό ρολόι από το τσεπάκι του γιλέκου του για να βεβαιωθεί ότι πήγαινε σωστά. Το ξαναφύλαξε ικανοποιημένος κι ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του. Η διάθεσή του ήταν εξαιρετική. Σε ολόκληρη τη διαδρομή χαιρετούσε διακριτικά τις όμορφες δεσποινίδες ακουμπώντας με την άκρη των δακτύλων το γείσο του καπέλου του και σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι.
Ο Τζωρτζ άνοιξε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του σκουριασμένου αυτοκινήτου και κάθισε στη θέση του οδηγού. Ένα ελατήριο ξεπετάχτηκε από το φθαρμένο κάθισμα και καρφώθηκε στο γοφό του, ανοίγοντας μια μικρή τρύπα στο δεξί του μπατζάκι. Ο Τζωρτζ πέταξε το υπόλοιπο της φρυγανιάς στο ντουλαπάκι που έχασκε ορθάνοιχτο και προσπάθησε να βάλει μπροστά. Η μηχανή γουργούρισε ξεψυχισμένα και, αφήνοντας έναν δραματικό ασθματικό ρόγχο, έσβησε. Ο Τζωρτζ γύρισε βλαστημώντας το κλειδί με τόση δύναμη που κόντεψε να το σπάσει στα δύο. Η μηχανή ξερόβηξε μια δυο φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Τζωρτζ χτύπησε απελπισμένος το κεφάλι του πάνω στο τιμόνι. Έκλεισε τα μάτια και ψέλλισε κάτι ανάμεσα σε κατάρα και προσευχή. Ότι κι αν ήταν αυτό πάντως έπιασε, αφού στην επόμενη προσπάθεια του, η μηχανή πήρε τελικά μπρος. Ο Τζωρτζ χάιδεψε τρυφερά το τιμόνι, σαν να ήταν κάποιο κατοικίδιο που το επιβράβευε για την υπακοή του.
Ο σερ Χάρντινγκ σταμάτησε μπροστά στη μεγαλόπρεπη είσοδο του Σαιντ Τζέημς Καφέ, αλλά δεν την άνοιξε. Ένας πραγματικός ευγενής δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Μόλις τον αντιλήφθηκε ο ξερακιανός σερβιτόρος της πρωινής βάρδιας, παράτησε τον στρογγυλό δίσκο που κρατούσε στο πρώτο άδειο τραπέζι και έτρεξε να του ανοίξει. Καθώς ο σερ Χάρντινγκ περνούσε στο ζεστό εσωτερικό του Καφέ, ο σερβιτόρος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και η μακριά γαμψή μύτη του άγγιξε την παχιά κόκκινη μοκέτα. Αυτή την ώρα το καφέ ήταν σχεδόν άδειο. Ο σερ Χάρντινγκ κατευθύνθηκε σε ένα τραπέζι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε προς στην Σαιντ Τζέημς Στριτ. Το γκαρσόνι, πάντα σκυμμένο, πήρε την καμπαρντίνα, το καπέλο και την ομπρέλα του σερ Χάρντινγκ και, με αυτιά ορθάνοιχτα και μάτια γουρλωμένα, περίμενε υπομονετικά να ακούσει την επιθυμία του επιφανούς πελάτη. Ο σερ Χάρντινγκ αποφάσισε να το ρίξει λίγο έξω κι έτσι αντί για το καθιερωμένο του μαύρο τσάι με δυο φυλλαράκια μέντας, ζήτησε ένα παλαιωμένο σέρυ κι ένα πούρο Αβάνας.
Ο Τζωρτζ ψηλάφισε με το αριστερό του χέρι το χώρο κάτω από το κάθισμα αναζητώντας απεγνωσμένα ένα τσιγάρο. Ανάμεσα σε ένα σωρό από τσαλακωμένα άδεια πακέτα, μουχλιασμένα ψίχουλα, χρησιμοποιημένα μπουκάλια αναψυκτικών και κέρματα μικρής αξίας, τα δάχτυλα του ανακάλυψαν ένα μισοτελειωμένο αποτσίγαρο. Ο Τζωρτζ δίχως τον παραμικρό δισταγμό το έβαλε στο στόμα του και πάτησε με τον αντίχειρα τον ηλεκτρικό αναπτήρα. Ένας αδύναμος κρότος ακούστηκε, συνοδευόμενος από ένα μικρό συννεφάκι καπνού. Ο Τζωρτζ έφτυσε το αποτσίγαρο στο πάτωμα και κατέβασε με φόρα τη γροθιά του στη βραχνιασμένη κόρνα, βλαστημώντας κάποιον απροσδιόριστο θεό. Το ρολόι του αυτοκινήτου του, έδειξε και τέταρτο. Σκέτο και τέταρτο. Ο ωροδείκτης είχε εγκαταλείψει τη θέση του πριν από τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Ο σερ Χάρντινγκ στερέωσε το μονόκλ στο δεξί του μάτι, άνοιξε τον χαρτοφύλακα κι έβγαλε από μέσα τον Κυριακάτικο Κήρυκα. Το γεγονός αυτό ίσως να μην ήταν άξιο λόγου, αν δεν ήταν ακόμη Σάββατο. Όχι, δεν επρόκειτο για το φύλλο της προηγούμενης Κυριακής, αλλά γι’ αυτό της επόμενης ημέρας. Αυτό ήταν ένα μικρό προνόμιο που του εξασφάλιζε μια ιδιαίτερη συμφωνία που είχε συνάψει με το Διάβολο πριν από πολλά χρόνια. Οι όροι της, σχετικά απλοί. Ο σερ Χάρντινγκ ήταν Συλλέκτης. Δουλειά του ήταν να βρίσκει ετοιμοθάνατους και, τη στιγμή που η ψυχή εγκατέλειπε το σώμα τους να την παγιδεύει μέσα σε ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι. Για κάθε κρυστάλλινο μπουκαλάκι που παρέδιδε στο «αφεντικό» του, ο σερ Χάρντινγκ κέρδιζε ως αντάλλαγμα έναν επιπλέον μήνα ζωής. Και την εφημερίδα της επόμενης ημέρας. Αυτή η μικρή πολυτέλεια τον είχε βοηθήσει να κάνει τη ζωή του πολύ πιο εύκολη. Και μεγαλύτερη. Σε μια βδομάδα θα έκλεινε τα εκατόν τριάντα έξι!
Ο Τζωρτζ κατέβασε το πόδι του πάνω στο γκάζι. Τα φθαρμένα λάστιχα στρίγκλισαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Ο κρύος αέρας που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο σε συνδυασμό με τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό του, του προκάλεσε ένα έντονο ρίγος. Γύρισε το διακόπτη της θέρμανσης και μια έντονη μπόχα πλημύρισε το αυτοκίνητο. «Αν όλα πάνε καλά,» μονολόγησε, «το πρώτο πράγμα που θα κάνω αύριο, είναι να πάρω καινούργιο αυτοκίνητο. Αρκεί μόνο να προλάβω.» Παρόλο που η λιωμένη σόλα του παπουτσιού του ήδη ακουμπούσε το πάτωμα, ο Τζωρτζ πάτησε το γκάζι με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Αν το κοντέρ λειτουργούσε, θα έβλεπε ότι είχε ξεπεράσει κατά πολύ το όριο ταχύτητας.
Ο σερ Χάρντινγκ άνοιξε την εφημερίδα κατευθείαν στην προτελευταία σελίδα. Στις ειδήσεις της τελευταίας στιγμής. Εκεί κρύβονταν οι πραγματικές ευκαιρίες. Τα τρανταχτά πρωτοσέλιδα τον άφηναν παγερά αδιάφορο. Εκεί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, ενώ με τα ψιλά γράμματα δεν ασχολούνταν κανείς. Αυτή ήταν η τακτική του. Και ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Ο σερ Χάρντινγκ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο μεγαλύτερος Συλλέκτης του Νόουτιτζ. Αν δεν υπήρχε ο Γύπας φυσικά. Ο πρωταθλητής των θανάτων της πρώτης σελίδας. Ο ροκ σταρ των Συλλεκτών. Κανείς δε γνώριζε την ταυτότητά του. Όλοι όμως τον θαύμαζαν για τον απαράμιλλο επαγγελματισμό και το άψογο στυλ του. Ίχνη δεν άφηνε πίσω του ποτέ, παρά μόνο ένα μαύρο πούπουλο ως υπογραφή. Ο σερ Χάρντινγκ τον μισούσε θανάσιμα αυτόν το τύπο, γιατί κατάφερνε πάντα να βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από αυτόν.
Ο Τζωρτζ άνοιξε το ραδιόφωνο. Έλπιζε να πετύχει κάποιο εύθυμο τραγουδάκι που θα τον βοηθούσε να χαλαρώσει λίγο. Στο ραδιοφωνικό σταθμό που είχε προ πολλού κολλήσει η βελόνα, έπαιζε ειδήσεις. «Λόγω της πρωινής βροχόπτωσης οι δρόμοι σήμερα θα είναι ιδιαίτερα ολισθηροί. Οι φίλοι οδηγοί καλούνται να είναι πολύ προσεκτικοί καθώς ο κίνδυνος ατυχήματος είναι μεγάλος» ανακοινώσε με επίσημο τόνο μια βραχνή γυναικεία φωνή. Αγνοώντας παντελώς τις νουθεσίες της εκφωνήτριας ο Τζωρτζ μπήκε με μεγάλη ταχύτητα στη στροφή, περνώντας ξυστά από τον αυλόγυρο του Σαιντ Τζέημς. Ένα κοπάδι τρομαγμένα περιστέρια σκόρπισαν στον ουρανό. Οι ειδήσεις τελείωσαν αφήνοντας τη θέση τους στο «Ροκ Μπλοκ». Ανάμεσα σε παρεμβολές και παράσιτα, ακούστηκε – στο βάθος, λες και το ραδιόφωνο ήταν χωμένο στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου – το «Ιν δε ντεθκαρ» του Ίγκι Ποπ. Ο Τζωρτζ σιγοντάρισε τη μελωδία σφυρίζοντας απελπιστικά φάλτσα.
Ο σερ Χάρντινγκ διάβασε από μέσα του, κουνώντας ταυτόχρονα ασυναίσθητα τα χείλη, την είδηση που ήταν σημειωμένη μέσα σ’ έναν κόκκινο κύκλο. «Συγκλονιστικό ατύχημα συνέβη χτες στις 12:37 μμ στην αρχή της οδού Σαιντ Τζέημς. Πιθανότατα λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, νεαρός οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και προσέκρουσε στη τζαμαρία του Σαιντ Τζέημς Ρέστοραντ. Το αυτοκίνητο μέσα σε λίγα λεπτά τυλίχθηκε στις φλόγες. Από τα συντρίμμια ανασύρθηκε ένα απανθρακωμένο σώμα, τα στοιχεία του οποίου δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί. Αναλυτικότερο ρεπορτάζ για το ατυχές συμβάν στο αυριανό φύλλο.» Ο σερ Χάρντινγκ χάιδεψε μέσα στο χαρτοφύλακα το κρυστάλλινο μπουκαλάκι για να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν ακόμα στη θέση του και χαρούμενος ετοιμάστηκε ν’ ανάψει το πούρο του.
Ο Τζωρτζ κοίταξε με την άκρη του ματιού του τη μεταλλική πινακίδα στον τοίχο του κτιρίου. «Σαιντ Τζέημς Στριτ. Ωραία, εδώ είμαστε» σκέφτηκε και κατέβασε στιγμιαία το βλέμμα του στον πλαστικό λεπτοδείκτη. «Και τριάντα έξι. Ουφ! Είμαι στην ώρα μου. Τα κατάφερα!» σκέφτηκε γεμάτος ικανοποίηση. Καθώς όμως ξανασήκωσε τα μάτια, αντίκρισε ένα παιδάκι που μόλις είχε πεταχτεί στη μέση του δρόμου κυνηγώντας ανέμελα μια δερμάτινη κόκκινη μπάλα. «Γαμώ, γαμώτη μου, γαμώ» φώναξε αλαφιασμένος. Έκοψε απότομα όλο το τιμόνι δεξιά δίχως να πατήσει το φρένο για να μην σπινιάρουν οι ρόδες πάνω στο βρεγμένο δρόμο. Ένας εκκωφαντικός μεταλλικός θόρυβος διατάραξε τη μακαριότητα του Σαββατιάτικου πρωινού, καθώς το ακυβέρνητο αυτοκίνητο καρφώθηκε με φόρα στην τζαμαρία του Σαιντ Τζέημς Καφέ.
Όλα έγιναν μέσα σε μια στιγμή. Ο σερ Χάρντινγκ που είχε στραμμένη την προσοχή του στο Σαιντ Τζέημς Ρέστοραντ, δεν κατάλαβε καν πως βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε ένα σωρό από μπάζα, πλακωμένος κάτω από τις ρόδες ενός μισοδιαλυμένου αυτοκινήτου. Ένα μικρό ρυάκι αίμα σχηματίστηκε στο μέτωπό του και κύλησε αργά πάνω στις άψογα σχηματισμένες φαβορίτες του. Το σώμα του άρχισε να μουδιάζει. Το πούρο Αβάνας, που δεν πρόλαβε ποτέ ν’ ανάψει, κρεμόταν ακόμη από τα χείλη του. Μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο σκόνης, διέκρινε μια αχνή φιγούρα να σέρνεται έξω από το θρυμματισμένο παρμπρίζ και να πλησιάζει παραπατώντας προς το μέρος του. Από εκεί που βρισκόταν δε μπορούσε να δει και πολλά πράγματα, μα του έκανε εντύπωση ένας μεγάλος λεκές πάνω στο παντελόνι του αγνώστου, καθώς αυτός έσκυψε και ακούμπησε κάτι δίπλα στο κεφάλι του. Έκπληκτος, ανακάλυψε ότι ήταν ένα άδειο πλαστικό μπουκαλάκι αναψυκτικού.
Ο Τζωρτζ βίδωσε σφιχτά το καπάκι στο πλαστικό μπουκάλι και το έχωσε στην τσέπη του ταλαιπωρημένου σακακιού του. Πονούσε παντού, αλλά αυτό δεν είχε την παραμικρή σημασία. Όλα, για άλλη μια φορά, είχαν πάει μια χαρά. Ένιωσε πως όφειλε να το γιορτάσει. Έσκυψε και πήρε το πούρο από τα πετρωμένα χείλη του σερ Χάρντινγκ. Το σκούπισε πάνω στο μανίκι του και το δάγκωσε μαλακά ανάμεσα στα πλαϊνά του δόντια. Χρησιμοποίησε τις φλόγες που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν από τη μηχανή του αυτοκινήτου για να το ανάψει και τράβηξε λαίμαργα δυο τρεις ρουφηξιές. Μέχρι να καταφθάσουν οι πρώτοι περίεργοι και η αστυνομία, ο Τζωρτζ είχε ήδη εξαφανιστεί. Πίσω του είχε αφήσει μόνο ένα μαύρο πούπουλο και μια σελίδα εφημερίδας που ξεγλίστρησε από το μπατζάκι του καθώς απομακρυνόταν κουτσαίνοντας. Ήταν το πρωτοσέλιδο του Κήρυκα της Δευτέρας. «Τραγικό ατύχημα με έναν νεκρό στο κέντρο του Νόουτιτζ» έγραφε με έντονα μεγάλα γράμματα. Κάπου χαμηλότερα, μέσα σε ένα μικρό ένθετο γκρι κουτάκι με πλάγια γραμματοσειρά, υπήρχε η απολογία του Αρχισυντάκτη, ο οποίος ζητούσε ταπεινά συγγνώμη από τους αξιότιμους αναγνώστες της εφημερίδας για οποιαδήποτε αναστάτωση μπορεί να επέφερε το λάθος στο φύλλο της Κυριακής, όπου, εκ παραδρομής, είχε αναφερθεί πως το ατύχημα συνέβη στο Σαιντ Τζέημς Ρέστοραντ αντί του Σαιντ Τζέημς Καφέ. Ως βασικός υπαίτιος για το συμβάν υποδεικνυόταν, ως είθισται, ο γνωστός δαίμων του Τυπογραφείου…
Ετικέτες
διήγημα
22 Μαρ 2009
Χέρια
Τα μικροκαμωμένα χεράκια πετάρισαν παιχνιδιάρικα λες και προσπαθούσαν να διευθύνουν μιαν αόρατη ορχήστρα. Ο βιαστικός Βοριάς σκόνταψε πάνω στην απρόσμενα τραχιά επιφάνειά τους και καθώς περνούσε ανάμεσα στα μαυριδερά τους δάχτυλα, άφησε ένα μακρόσυρτο παραπονεμένο σφύριγμα. Οι παλάμες κοίταξαν προς τον ουρανό. Μια ηλιαχτίδα από τη μακρινή Ανατολή τις είδε από ψηλά και, γεμάτη περιέργεια, βούτηξε κατά πάνω τους κι άρχισε να τις εξερευνά. Σύντομη η γραμμή της ζωής, μα με πολλά παρακλάδια. Τ’ όρος του Ερμή έντονα χαραγμένο – μυαλό που κόβει κι αγάπη για ταξίδι. Η πρώτη φάλαγγα τ’ αντίχειρα μακρόστενη, πράγμα που φανερώνει μεγάλη φαντασία.
Τα χέρια προσγειώθηκαν στη γη. Άρπαξαν μια σαραβαλιασμένη κούκλα μ’ ένα πόδι και δυο άδειες τρύπες στις θέσεις των ματιών. Της χάιδεψαν τρυφερά το κεφάλι. Τα φαγωμένα βρώμικα νυχάκια τους μπλέχτηκαν ανάμεσα στα λιγοστά πλαστικά μαλλιά.
Το χάδι δεν κράτησε πολύ. Τα χέρια παραπέταξαν την κούκλα στην άκρη του δρόμου και καταπιάστηκαν μ’ ένα μυρμήγκι που κουβάλαγε στην πλάτη του έναν σπόρο. Ήθελαν μόνο να το βοηθήσουν. Μα άτσαλα και παγωμένα καθώς ήταν, το έλιωσαν το δόλιο κι απόμεινε πάνω τους μονάχα ένας τοσοδά μαύρος λεκές. Τα χέρια μαζεύτηκαν μεμιάς και σφίχτηκαν σε γροθιές προσπαθώντας να κρύψουν τη ντροπή τους.
Μετά από λίγο, το ένα ξεδιπλώθηκε δειλά. Το μικρό δαχτυλάκι τρύπωσε σ’ ένα βουλωμένο ρουθούνι. Βγαίνοντας, προσέφερε στον αντίχειρα ένα δωράκι. Μαζί, έπλασαν την άμορφη μάζα μέχρι που έγινε ένα ολοστρόγγυλο μπαλάκι. Το μικρό δαχτυλάκι το κλώτσησε παιχνιδιάρικα σημαδεύοντας έναν φανταστικό στόχο. Το μπαλάκι έπεσε δίπλα σε μια κίτρινη μαργαρίτα που είχε φυτρώσει σε μια σχισμή του πεζοδρομίου. Τα χέρια την έκοψαν προσεκτικά κι άρχισαν να μαδούν τα πέταλά της ένα-ένα. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά», ψιθύριζαν με μια κρυφή λαχτάρα. «Μ’ αγαπά!» ήταν η τελική ετυμηγορία κι ένα κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε τα χέρια.
Μια αντανάκλαση πάνω σ’ ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού τράβηξε την προσοχή τους. Το σήκωσαν από χάμω και προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν το δαχτυλίδι του με τη βία. Αυτό όμως αντιστάθηκε σθεναρά και η κοφτερή του λεπίδα χάραξε στον δείκτη του χεριού ένα λεπτό κόκκινο αυλάκι. Το δάχτυλο κλαψούρισε και βούτηξε ανάμεσα σε δυο σκασμένα ροζ χειλάκια γυρεύοντας παρηγοριά. Μια αλμυρή σταγόνα κύλησε στο κατακόκκινο μάγουλο και ήρθε να το συναντήσει. Όταν το δάχτυλο αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του, στολίστηκε με το τενεκεδένιο λάφυρο και το μοστράρισε με περηφάνια, σα να ‘ταν κάποιο παράσημο που μαρτυρούσε την αντρειοσύνη που έδειξε στη μάχη.
Μια μηχανή αυτοκινήτου γουργούρισε δίπλα τους. Το δεξί χέρι κυμάτισε στον αέρα σα λερωμένο ιπτάμενο χαλί κι αιωρήθηκε για λίγο πάνω-κάτω. Τη στιγμή που έκανε να μαζευτεί, ένα ασημένιο κέρμα έπεσε μέσα του. Ο αντίχειρας το ξάπλωσε στην πλάτη του και το τίναξε με δύναμη ψηλά. Το κέρμα στριφογύρισε σα σβούρα στον αέρα κι ύστερα προσγειώθηκε απαλά στη ροζιασμένη παλάμη που πήγε αμέσως να το δείξει στην αδερφή της. Σαν κουκούλι το ‘κλεισαν οι δυο ανάμεσά τους κι έτσι όπως ήταν ενωμένες, άρχισαν να κουνιόνται πέρα δώθε. Το κέρμα χοροπηδούσε ρυθμικά μέσα στη αγκαλιά τους βγάζοντας αστείες κραυγούλες όπως μωρό που γελά. Κι αυτές αναριγούσαν σε κάθε άγγιγμά του.
Αν μπορούσε ποτέ κανείς να ξέρει πότε τα χέρια χαμογελούν, τότε θα καταλάβαινε ότι αυτά τα δυο ήταν ευτυχισμένα…
Τα χέρια προσγειώθηκαν στη γη. Άρπαξαν μια σαραβαλιασμένη κούκλα μ’ ένα πόδι και δυο άδειες τρύπες στις θέσεις των ματιών. Της χάιδεψαν τρυφερά το κεφάλι. Τα φαγωμένα βρώμικα νυχάκια τους μπλέχτηκαν ανάμεσα στα λιγοστά πλαστικά μαλλιά.
Το χάδι δεν κράτησε πολύ. Τα χέρια παραπέταξαν την κούκλα στην άκρη του δρόμου και καταπιάστηκαν μ’ ένα μυρμήγκι που κουβάλαγε στην πλάτη του έναν σπόρο. Ήθελαν μόνο να το βοηθήσουν. Μα άτσαλα και παγωμένα καθώς ήταν, το έλιωσαν το δόλιο κι απόμεινε πάνω τους μονάχα ένας τοσοδά μαύρος λεκές. Τα χέρια μαζεύτηκαν μεμιάς και σφίχτηκαν σε γροθιές προσπαθώντας να κρύψουν τη ντροπή τους.
Μετά από λίγο, το ένα ξεδιπλώθηκε δειλά. Το μικρό δαχτυλάκι τρύπωσε σ’ ένα βουλωμένο ρουθούνι. Βγαίνοντας, προσέφερε στον αντίχειρα ένα δωράκι. Μαζί, έπλασαν την άμορφη μάζα μέχρι που έγινε ένα ολοστρόγγυλο μπαλάκι. Το μικρό δαχτυλάκι το κλώτσησε παιχνιδιάρικα σημαδεύοντας έναν φανταστικό στόχο. Το μπαλάκι έπεσε δίπλα σε μια κίτρινη μαργαρίτα που είχε φυτρώσει σε μια σχισμή του πεζοδρομίου. Τα χέρια την έκοψαν προσεκτικά κι άρχισαν να μαδούν τα πέταλά της ένα-ένα. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά», ψιθύριζαν με μια κρυφή λαχτάρα. «Μ’ αγαπά!» ήταν η τελική ετυμηγορία κι ένα κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε τα χέρια.
Μια αντανάκλαση πάνω σ’ ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού τράβηξε την προσοχή τους. Το σήκωσαν από χάμω και προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν το δαχτυλίδι του με τη βία. Αυτό όμως αντιστάθηκε σθεναρά και η κοφτερή του λεπίδα χάραξε στον δείκτη του χεριού ένα λεπτό κόκκινο αυλάκι. Το δάχτυλο κλαψούρισε και βούτηξε ανάμεσα σε δυο σκασμένα ροζ χειλάκια γυρεύοντας παρηγοριά. Μια αλμυρή σταγόνα κύλησε στο κατακόκκινο μάγουλο και ήρθε να το συναντήσει. Όταν το δάχτυλο αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του, στολίστηκε με το τενεκεδένιο λάφυρο και το μοστράρισε με περηφάνια, σα να ‘ταν κάποιο παράσημο που μαρτυρούσε την αντρειοσύνη που έδειξε στη μάχη.
Μια μηχανή αυτοκινήτου γουργούρισε δίπλα τους. Το δεξί χέρι κυμάτισε στον αέρα σα λερωμένο ιπτάμενο χαλί κι αιωρήθηκε για λίγο πάνω-κάτω. Τη στιγμή που έκανε να μαζευτεί, ένα ασημένιο κέρμα έπεσε μέσα του. Ο αντίχειρας το ξάπλωσε στην πλάτη του και το τίναξε με δύναμη ψηλά. Το κέρμα στριφογύρισε σα σβούρα στον αέρα κι ύστερα προσγειώθηκε απαλά στη ροζιασμένη παλάμη που πήγε αμέσως να το δείξει στην αδερφή της. Σαν κουκούλι το ‘κλεισαν οι δυο ανάμεσά τους κι έτσι όπως ήταν ενωμένες, άρχισαν να κουνιόνται πέρα δώθε. Το κέρμα χοροπηδούσε ρυθμικά μέσα στη αγκαλιά τους βγάζοντας αστείες κραυγούλες όπως μωρό που γελά. Κι αυτές αναριγούσαν σε κάθε άγγιγμά του.
Αν μπορούσε ποτέ κανείς να ξέρει πότε τα χέρια χαμογελούν, τότε θα καταλάβαινε ότι αυτά τα δυο ήταν ευτυχισμένα…
Ετικέτες
διήγημα
9 Μαρ 2009
Κόκκινη κλωστή δεμένη…
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη… Έτσι ξεκινούσε η γιαγιά μου όλα της τα παραμύθια. Κι ύστερα, έπαιρνε το κουβάρι με την κόκκινη κλωστή από το καλάθι με τα ραφτικά και μου έδενε ένα φιογκάκι στο δείκτη του δεξιού χεριού. Όταν το παραμύθι τελείωνε, τραβούσε τη μιαν άκρη της κλωστής κι ο κόμπος λυνόταν αμέσως. Αυτό σήμαινε ότι ήταν ώρα για ύπνο. Είχε κάτι το μαγικό εκείνο το λύσιμο. Σα να έλυνε και το μυαλό μου μαζί. Χαλάρωνα κι όλες οι αστείες παιδικές μου σκοτούρες έσβηναν μονομιάς. Τα βλέφαρα μου έσμιγαν γλυκά, σαν πρωτοερωτευμένο ζευγαράκι κι έβλεπα όνειρα όμορφα, από αυτά που εύχεσαι ποτέ να μην ξυπνήσεις.
Μια κόκκινη κλωστή έδεσα στο δάχτυλο μου πάλι χτες βράδυ, μετά από πολλά χρόνια.
Ήμουν στο πανεπιστήμιο όταν χτύπησε το κινητό. Ανάμεσα σε αναφιλητά, η μητέρα μού ανακοίνωσε το θάνατο της γιαγιάς. Να μην έρθω μου είπε. Δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρηθώ. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβαινα την κηδεία. Θα γινόταν νωρίς το πρωί κι εγώ έπρεπε να πάρω δυο πτήσεις. Εγώ φυσικά δεν την άκουσα. Πήρα ένα ταξί, άφησα τα βιβλία στο σπίτι, στοίβαξα μερικά σκούρα ρούχα σ’ ένα σακβουαγιάζ και πήγα στο αεροδρόμιο. Εισιτήριο όμως δε μπόρεσα να βρω για το βράδυ. Μπήκα λοιπόν στη λίστα αναμονής για την πρωινή πτήση. Έτσι, αναγκάστηκα να περάσω ολόκληρη τη νύχτα πάνω στις άβολες πλαστικές καρέκλες της αίθουσας αναμονής.
Ήμουν τρομερά κουρασμένος, αλλά ήταν αδύνατον να κοιμηθώ. Μέχρι που, βάζοντας το χέρι στην τσέπη του μπουφάν για να ζεσταθώ, ανακάλυψα τυχαία μια ξηλωμένη κλωστή. Μια κόκκινη κλωστή! Την τύλιξα όπως-όπως γύρω από το δάχτυλό μου κι έκλεισα τα μάτια. Ο ύπνος ήρθε απρόσμενα, χωρίς να τον καταλάβω, σα χαμένος φίλος από τα παλιά που σ’ επισκέπτεται ξαφνικά μετά από χρόνια.
Φτάνοντας στην Αθήνα, μου ανακοίνωσαν ότι η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Προσωπικού Ασφαλείας Ελλάδος είχε κηρύξει δωδεκάωρη απεργία. Όταν επιτέλους προσγειώθηκε η πτήση μου στην Κέρκυρα ήταν πλέον σούρουπο. Δεν πέρασα από το σπίτι. Ούτε καν τους τηλεφώνησα. Εξάλλου δεν ήρθα γι’ αυτούς.
Σ’ ένα χαντάκι έξω από το αεροδρόμιο είχαν φυτρώσει άγρια κυκλάμινα. Η γιαγιά λάτρευε τα κυκλάμινα. Κάτω από το αδιάφορο βλέμμα μερικών περαστικών σκάλισα με τα χέρια μου το νωπό χώμα. Έβγαλα προσεκτικά μια ρίζα μαζί με τα λουλούδια και την τύλιξα στο μαντίλι μου. Σκοπεύω να τη φυτέψω στον τάφο της γιαγιάς. Είμαι σίγουρος ότι θα της αρέσει αυτό. Μια φορά είχα πάει μαζί της στο νεκροταφείο για να επισκεφτούμε τον παππού και μου είχε κάνει εντύπωση ότι δεν κρατούσε μαζί της λουλούδια, όπως κάνει όλος ο κόσμος. Όταν την ρώτησα γιατί, αυτή μου χαμογέλασε πονηρά κι έβγαλε από την τσέπη της ένα πλαστικό σακουλάκι γεμάτο σπόρους. «Οι ποθαμένοι λαχταράνε τη ζωή κι όχι το θάνατο», μου είπε. «Από δαύτονε έχουνε μπόλικο. Κι οι νιοράντιδες οι ανθρώποι πάνε και τσου αφήνουνε τσέτο, ένα μάτσο ψόφια φιόρια. Ετούτοι οι σπόροι πάλε, είναι άλλο πράμα. Από το θάνατο του πάππου σου θ’ ανατραφούνε, θα κάμουνε το θάνατο ζωή. Κι άμα ξεβλασταρώσουνε με το καλό, μέσα από τσου χυμούς τους θα σκαρφαλώνει τσι ξάστερες νυχτιές ο πάππους και θα σουλατσάρει πάνω στη γης, ν’ αγναντεύγει ο δόλιος μια ολιά το φεγγάρι που τόσο πολύ αγαπούσε.»
Αυτή πάνω-κάτω ήταν η ιστορία που διηγήθηκα στο γέρο φύλακα του νεκροταφείου για να μ’ αφήσει να μπω μέσα, παρόλο που ήταν ήδη αργά. Δε μπορούσα να περιμένω μέχρι το επόμενο πρωί. Αυτός, ανασήκωσε πρώτα το γκρίζο του κασκέτο για να με δει καλύτερα. Αφού με περιεργάστηκε για λίγο δίχως να μιλήσει, έσπρωξε τη σκουριασμένη καγκελόπορτα και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έδειχνε πολύ γέρος, περπάταγε με βήμα ανάλαφρο και γοργό.
Το νεκροταφείο ήταν κακοφωτισμένο, μα εκείνο το βράδυ είχε μια τεράστια πανσέληνο που έκανε τη νύχτα μέρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται τα νεκροταφεία. Ιδιαίτερα τη νύχτα. Εγώ όχι. Κι αυτό κληρονομιά της γιαγιάς. Ένα βράδυ, μικρός, όταν της είπα ότι φοβάμαι τα φαντάσματα, μου χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι και μου είπε χαμογελώντας: «Τσου ζωντανούς να σκιάζεσαι τζόγια μου κι όχι τσ’ αποθαμένους. Αυτοί πάει, σχωρέθηκαν πια από τα κρίματα και τα πάθη τσου και σβουντσουρίζουνε αντέσο σα τσι λευτερίδες τσι ρούγες τ’ ουρανού. Λαβόρο άλλο δεν έχουνε θαρρείς παρά να κουπάρονται μ’ ελόου σου;»
Μπροστά ο φύλακας και ξωπίσω του εγώ, περπατούσαμε σιωπηλοί ανάμεσα στα πετροστρωμένα μονοπάτια. Κάποια στιγμή, ο φύλακας στάθηκε μπροστά σ’ ένα παρτέρι με τριανταφυλλιές. Δίπλα, το χώμα ήταν φρεσκοσκαμμένο. Ο φύλακας άναψε ένα κλεφτοφάναρο κι έριξε τη δέσμη του στον πέτρινο σταυρό. Όταν αντίκρισα τη θολή, ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα μάτια μου βούρκωσαν. Έκανα το σταυρό μου και γονάτισα. Έβγαλα από την τσέπη το μαντήλι και παράχωσα τη ρίζα στο χώμα.
Μόλις σηκώθηκα, ο φύλακας έριξε τη δέσμη του φακού του στις τριανταφυλλιές. Ανάμεσα στα φύλλα και τ’ ανθισμένα λουλούδια μόλις που διακρινόταν μια μαρμάρινη πλάκα. Τότε κατάλαβα. Δεν ήταν παρτέρι. Ήταν ο τάφος του παππού. Οι σπόροι της γιαγιάς είχαν γίνει πια ολόκληρος θάμνος.
«Δεν ήθελε να μπει στο ίδιο μνήμα με τον πάππου σου,» είπε ο φύλακας σπάζοντας απρόσμενα τη σιωπή του. «Γιατί θα τήνε βάζανε από πάνω του. Και δεν θα ‘τανε πρέπον. Η θέση της έλεγε ήταν δίπλα του, γιατί έτσι είχε ορκιστεί στο Θεό όταν τον παντρεύτηκε.»
Εγώ γύρισα και τον κοίταξα απορημένος.
«Ήμουν πολύ φίλος και με τους δυο τους,» σα να δικαιολογήθηκε. «Από παλιά. Εσύ τον πάππου σου δεν πρέπει να τον γνώρισες, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, πέθανε πριν γεννηθώ,» απάντησα. «Μόνο σ’ ένα κάδρο στο σαλόνι τον έχω δει, αλλά η μαμά λέει πως δεν του μοιάζει καθόλου. Σας ευχαριστώ πάντως πάρα πολύ που με αφήσατε να μπω τέτοια ώρα. Μου κάνατε μεγάλη χάρη!»
«Όχι, μάτια μου, δεν την έκανα σ’ εσένα. Σ’ αυτήνε την έκανα,» είπε κι έδειξε τον τάφο της γιαγιάς. «Σ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Το ’ξερε ότι θα την επισκεπτόσουν κάποτε εδώ. Γι’ αυτό μου εμπιστεύτηκε ετούτο, να στο δώσω όποτε θα ‘ρχόσουν,» συμπλήρωσε κι έβγαλε κάτι από την τσέπη της μάλλινης ζακέτας του και μου το έδωσε.
Το χέρι του ίσα που άγγιξε το δικό μου, μα θυμάμαι πως ήταν πολύ κρύο, παγωμένο. Κρύο ήταν και το αντικείμενο που άφησε πάνω στην παλάμη μου. Σήκωσα το χέρι ψηλά για να δω καλύτερα κάτω από το φεγγαρόφωτο. Ήταν ένα μικρό χρυσό μήλο, περασμένο σε μια λεπτή αλυσίδα που είχε κουλουριαστεί σα φίδι πάνω στο χέρι μου.
«Αυτό το μήλο το ‘χε χαρίσει ο πάππους στη γιαγιά σου, όταν της έκανε πρόταση γάμου,» μου είπε ο φύλακας. «Ήξερε βλέπεις ότι της αρέσανε πολύ τα παραμύθια, και της το ‘δωκε για να της δείξει ότι γι’ αυτόν, ήταν η πιο έμορφη γυναίκα του κόσμου. Άμα το κοιτάξεις στο φως θα δεις πως γράφει πάνω «τῇ καλλιστῇ» σαν το μήλο της Έριδος, που έδωκε ο Πάρις στη θεά Αφροδίτη. Η γιαγιά σου ήθελε σαν φύγει να το κλερονομήσεις εσύ, που αγαπάς σαν κι αυτήν τα παραμύθια, για να το δώκεις κάποτε στη δική σου Αφροδίτη…»
Φεύγοντας από το νεκροταφείο ευχαρίστησα ακόμα μια φορά τον φύλακα και περπάτησα ως το σπίτι. Δεν ήταν ιδιαίτερα κοντά, αλλά ένιωθα πως είχα πολύ ανάγκη να βρεθώ για λίγο μόνος.
Όταν η μητέρα μου, άνοιξε την πόρτα και με είδε να στέκομαι στο κατώφλι με το σακβουαγιάζ στο χέρι, ξαφνιάστηκε. Έμπηξε μια τόσο δυνατή κραυγή που ο πατέρας και τ’ αδέρφια μου ήρθαν τρέχοντας για να δουν τι είχε συμβεί. Η έκπληξή της όμως ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν της διηγήθηκα τη νυχτερινή επίσκεψή μου στο νεκροταφείο κι ανέφερα τη συνάντησή μου με το γέρο φύλακα.
«Αγόρι μου,» μου είπε με κάποια δόση δυσπιστίας, «στο νεκροταφείο δεν υπάρχει νυχτοφύλακας εδώ και πολλά χρόνια. Ο τελευταίος νυχτοφύλακας ήταν ο παππούς σου. Μετά απ’ αυτόν, δε βρέθηκε κανείς άλλος που να θέλει να περνά τα βράδια του μαζί με τους νεκρούς.»
Τότε εγώ έβγαλα από την τσέπη μου το χρυσό μήλο και της το έδειξα. Κι αυτή έγινε άσπρη σαν το πανί και σωριάστηκε μεμιάς πάνω στο χαλί.
Όταν καταφέραμε να τη συνεφέρουμε, έσφιξε στη γροθιά της το μήλο για να βεβαιωθεί ότι τα μάτια της δεν τη ξεγελούσαν και μου είπε με φωνή που έτρεμε – από φόβο ή συγκίνηση δε γνωρίζω: «Αυτήν την καδένα την πέρασα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια στο λαιμό της μάνας μου σήμερα το πρωί. Ήταν η αγαπημένη της βλέπεις κι ήμουνα σίγουρη πως θα ‘θελε να την πάρει μαζί της…»
Ετικέτες
διήγημα
28 Φεβ 2009
Ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι
Πηγή εικόνας
– Μαμά, μαμά! Ένα αστέρι έπεσε στην αυλή μας!
– Ριιιίκο, ακόμα ξύπνιος είσαι; Δε σου είπα να πας για ύπνο εδώ και μια ώρα;
– Μα, μαμά…
– Μαμούνια! Γύρνα αμέσως στο κρεβάτι σου κακομοίρη μου, αλλιώς αύριο δε θα σε αφήσω να πας να παίξεις με τους φίλους σου.
– Δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς δε θέλω να πάω. Συνέχεια με κοροϊδεύουνε γιατί φοράω γυαλιά και γιατί από πάνω με λένε και Φρειδερίκο! Τι σου έφταιξα και μ’ έβγαλες Φρειδερίκο, μου λες;
– Σου το ‘χω πει χίλιες φορές. Αυτό ήταν το όνομα του μακαρίτη του παππού σου. Του πατέρα του πατέρα σου.
– Αφού ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε. Γιατί δε με βάφτισες με το όνομα του πατέρα σου που τον λένε Μπάμπη κι είναι μια χαρά όνομα και κανένα παιδί δε θα κορόιδευε ποτέ έναν Μπάμπη.
– Γιατί πρώτα σε βαφτίσαμε και μετά μας εγκατέλειψε ο προκομμένος ο πατέρας σου.
– Δε με νοιάζει. Ας με ξαναβάφτιζες μετά.
– Άσε τις κουταμάρες και βουρ στο κρεβάτι.
– Δεν πάω πουθενά αν δε μ’ αφήσεις πρώτα να μαζέψω το αστέρι που έπεσε στην αυλή μας.
– Ουφ! Δε βγάζω άκρη μαζί σου. Τέλος πάντων. Άναψε το φώτα του κήπου και βγες μέχρι την εξώπορτα. Αλλά ως εκεί, μ’ ακούς; Βήμα παραπέρα. Και μη λερώσεις τις καθαρές σου πιτζάμες, γιατί μαύρο φίδι που σ’ έφαγε.
Πριν προλάβει να τελειώσει η μητέρα του τη φράση της, ο Ρίκος είχε ήδη φτάσει στην πόρτα κι έτρεχε προς τον κήπο. «Ριιιικο. Σου είπα να μη βγεις έξω. Γύρνα αμέσως πίσω», ούρλιαξε αυτή.
Όμως ο Ρίκος δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει το αστέρι. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί όλη τη μέρα έβρεχε κι ο κήπος ήταν γεμάτος λάσπες. Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του για να συνηθίσει στο σκοτάδι κι άρχισε να ψάχνει.
Στην αρχή νόμισε ότι το είχε δει να πέφτει πάνω στο πλακοστρωμένο δρομάκι. Το περπάτησε δυο-τρεις φορές πάνω-κάτω, αλλά δε βρήκε τίποτα. Μετά, είδε κάτι να γυαλίζει μέσα στο παρτέρι με τις τριανταφυλλιές. Πλησίασε πατώντας ανάλαφρα για να μη βουλιάξουν οι παντόφλες του στη λάσπη κι έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα τριαντάφυλλα. Τεντώθηκε, ξανατεντώθηκε, προσπάθησε λίγο ακόμα, μέχρι που τα ακροδάχτυλά του ίσα που το άγγιξαν. Με απογοήτευση κατάλαβε ότι δεν ήταν παρά ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο από σοκολάτα που το είχε πετάξει ο ίδιος το προηγούμενο πρωί.
Τράβηξε το χέρι πίσω με πολύ προσοχή, αλλά παρόλ’ αυτά η πιτζάμα του μπλέχτηκε στ’ αγκάθια και σκίστηκε λίγο στην άκρη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, «Ριιιίκο, έλα τώρα αμέσως μέσα αλλιώς θα έρθω εγώ έξω και τότε αλίμονό σου.»
Ο Ρίκος ήξερε ότι όταν το έλεγε αυτό η μαμά του το εννοούσε. Αποφάσισε λοιπόν να παρατήσει το ψάξιμο και να επιστρέψει το πρωί με το πρώτο φως του ήλιου. Τίναξε τις παντόφλες του στο πλακόστρωτο για να φύγουν οι λάσπες κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Μες στο σκοτάδι όμως δεν είδε μια πλαστική μπάλα που ήταν παρατημένη στο δρόμο του, την πάτησε, έκανε μια θεαματική τούμπα και προσγειώθηκε φαρδύς πλατύς μέσα σε μια μεγάλη λακκούβα με λάσπη, ενώ ταυτόχρονα η μια του παντόφλα εκσφενδονίστηκε στον αέρα.
«Πω, πω! Θα με σκοτώσει η μαμά,» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε.
Στήριξε τα χέρια του στο χώμα για να σηκωθεί και τότε, μέσα στη λάσπη, έπιασε κάτι που έμοιαζε με μεγάλη πέτρα, αλλά ήταν πολύ λείο και ζεστό.
«Το βρήκα! Το βρήκα!» φώναξε, και κρατώντας την πέτρα αγκαλιά γύρισε χοροπηδώντας στο ένα πόδι στο σπίτι, αφού τώρα φορούσε μόνο μια παντόφλα.
Μόλις τον είδε η μητέρα του βουτηγμένο στη λάσπη από την κορφή ως τα νύχια, με την πιτζάμα του σκισμένη, με μια μόνο παντόφλα και μια λερωμένη πέτρα αγκαλιά, κόντεψε να πάθει συγκοπή.
– Σταμάτα εκεί που είσαι. Πέταξε την πέτρα στον κήπο και μπες στο μπάνιο όπως είσαι, με τα ρούχα.
– Μα, μαμά, δεν είναι πέτρα, είναι το αστέρι που σου έλεγα. Το βρήκα!
– Αυτό; Αυτό δεν είναι παρά μια λασπωμένη πέτρα.
– Όχι μαμά. Δεν είναι αλήθεια. Ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι ακόμα κι αν είναι βουτηγμένο στη λάσπη. Ένα πλυσιματάκι χρειάζεται μόνο και θα λάμψει σαν καινούργιο, θα δεις.
– Τέλος πάντων. Έχε χάρη που το πρωί πρέπει να σηκωθώ νωρίς για δουλειά και δεν μπορώ να χάσω άλλο χρόνο. Πάρε την πέτρα μαζί σου στο μπάνιο. Αλλά σε προειδοποιώ, μην προσπαθήσεις να την πάρεις στο κρεβάτι σου, γιατί θα τη στείλω πίσω από κει που ‘ρθε κι ακόμα παραπέρα.
Ο Ρίκος πήγε στο μπάνιο όλο χαρά και μπήκε με τα ρούχα στο ζεστό αφρόλουτρο. Πήρε το σφουγγάρι, το βούτηξε στη σαπουνάδα κι άρχισε να τρίβει την πέτρα με δύναμη. Βαθιά μέσα του έλπιζε ότι κάτω από τη λάσπη θα κρυβόταν ένα ολόχρυσο λαμπερό αστέρι που κάποτε αστραποβολούσε στον ουρανό. Δυστυχώς όμως αντί γι’ αυτό, ανακάλυψε πως δεν ήταν παρά μια μαύρη πέτρα. Μακρουλή και λεία σαν μεγάλο αυγό και μαύρη σαν το κάρβουνο. Κι όχι μόνο δεν αστραποβολούσε, αλλά φαινόταν να καταπίνει αχόρταγα το αχνό φως της λάμπας που έπεφτε πάνω της και να το κάνει σκοτάδι. Α, όχι! Αυτό δε μπορούσε να το χωνέψει! Έπιασε ξανά το σφουγγάρι κι άρχισε να την τρίβει ακόμα πιο δυνατά. Τόσο, που το σφουγγάρι άρχισε να διαλύεται. Μα το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από αυτό που περίμενε. Όσο πιο πολύ έτριβε την πέτρα, τόσο πιο μαύρη γινόταν αυτή.
Ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε στο μαγουλάκι του Ρίκου και βούτηξε μέσα στο νερό της μπανιέρας. Κι ύστερα άλλο ένα κι ένα ακόμα.
«Χαζοπέτρα!» είπε στο μαύρο αυγό και το πέταξε με τα δυο χέρια στον σκουπιδοτενεκέ του μπάνιου. Είχε στεναχωρηθεί τόσο πολύ. Γι’ άλλη μια φορά είχε ελπίσει σε κάτι, σε κάτι που θα μπορούσε να κάνει όλα τα κακά και άσχημα να φαίνονται μικρά κι ασήμαντα, μόνο και μόνο για ν’ απογοητευτεί ξανά. Γιατί όπως και να το κάνουμε ένα αστέρι δεν είναι αστείο πράγμα. Τι κι αν δεν είχε πατέρα, τι κι αν ζούσε σ’ ένα σπίτι παλιό και σαραβαλιασμένο, τι κι αν τον έλεγαν Φρειδερίκο. Θα είχε ένα αστέρι ολοδικό του κι αυτό θα ήταν το μεγάλο μυστικό του. Και θα ήταν απίθανο. Αλλά τώρα είχε μόνο μια μαύρη πέτρα…
«Ριιιίκο, ακόμα στο μπάνιο είσαι; Θα κρυώσεις,» η φωνή της μητέρας του διέκοψε απότομα τις σκέψεις του. Ο Ρίκος πετάχτηκε σαν ελατήριο μέσα από την μπανιέρα σκορπίζοντας τριγύρω του νερά και σαπουνάδες. Σκουπίστηκε βιαστικά, έπλυνε απρόθυμα τα δόντια του και αφήνοντας πίσω του μικρές λιμνούλες νερού και υγρές πατημασιές, κατευθύνθηκε προς στο δωμάτιο του. Εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι τον περίμενε η μητέρα του. Έκανε να του γκρινιάξει μα είδε τα κοκκινισμένα μάτια του και κατάλαβε.
«Έλα εδώ μπουμπουκάκι μου,» του είπε κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια της. Ο Ρίκος, που περίμενε να φάει μια γερή κατσάδα, για μια στιγμή σάστισε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί όμως όρμηξε στην αγκαλιά της κι έχωσε το κεφαλάκι του στο ζεστό της στήθος. Αυτή χάιδεψε τρυφερά τα βρεγμένα του μαλλιά και του ψιθύρισε σιγανά στ’ αυτί, λες και του ‘λεγε κάποιο μεγάλο μυστικό.
– Ξέρεις αγάπη μου, δεν είναι κακό στη ζωή να έχουμε όνειρα κι ελπίδες. Και δεν πρέπει ν’ απογοητευόμαστε με την πρώτη αναποδιά. Πρέπει να πιστεύουμε, γιατί άμα πιστεύουμε αληθινά και με όλη μας την κάρδια όλα μπορούν να συμβούν.
– Μα, μαμά, είπε ο Ρίκος με παράπονο, ήμουν σίγουρος ότι ήταν ένα αστέρι. Το είδα σου λέω. Αλλά τελικά δεν ήταν παρά μια χαζή μαύρη πέτρα. Γιατί μαμά; Γιατί;
– Ποιος ξέρει; Μπορεί απλά μέσα στο σκοτάδι να έκανες λάθος και το αστέρι να είναι ακόμα στον κήπο μας. Κοιμήσου τώρα και σου υπόσχομαι ότι το πρωί θα ψάξουμε μαζί.
– Αλήθεια μανούλα; Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου! Σ’ αγαπάω τόοοοσο πολύ! είπε ο Ρίκος ανοίγοντας τα χέρια του όσο πιο πολύ μπορούσε και μετά της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο.
– Άντε ύπνο τώρα, είπε αυτή με δήθεν αυστηρό τόνο κι έσβησε το φως, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της.
Εκείνο το βράδυ ο Ρίκος είδε ένα πολύ περίεργο όνειρο. Είδε τη μαύρη πέτρα, μόνο που δεν ήταν μαύρη. Ήταν χρυσή και φεγγοβολούσε. Κι ήταν ακουμπισμένη πάνω σ’ έναν ξύλινο πάγκο. Γύρω της υπήρχαν κι ένα σωρό άλλες χρυσές πέτρες. Κοίταξε τριγύρω κι είδε ότι βρισκόταν σε μια σπηλιά. Από το βάθος ερχόταν ένα έντονο φως που τρεμόπαιζε. Περπάτησε προς τα εκεί στις μύτες των ποδιών του και κρύφτηκε πίσω από έναν σταλαγμίτη. Φοβόταν λίγο, αλλά ήθελε πολύ να δει τι γινόταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έγειρε λίγο το κεφάλι στο πλάι για να κρυφοκοιτάξει. Κι αυτό που είδε τον άφησε με το στόμα ανοιχτό!
Ένας κοντός γεροδεμένος άντρας με μακριά λευκά μαλλιά και πυκνά γένια στεκόταν όρθιος μπροστά από ένα πέτρινο αμόνι. Από τη μέση και πάνω ήταν γυμνός, αλλά το στήθος του καλυπτόταν από μια δερμάτινη ποδιά που έφτανε χαμηλά ως τα πόδια του. Δίπλα του, σ’ ένα καμίνι, σιγόκαιγε φωτιά και πάνω της ήταν ξαπλωμένο ένα μαύρο αυγό, ολόιδιο με την πέτρα του Ρίκου.
Ο άντρας έπιασε το αυγό με μια λαβίδα και το ακούμπησε με προσοχή πάνω στο αμόνι. Μετά, πήρε ένα μεγάλο σφυρί και το κράτησε σφιχτά με τα δυο του χέρια. Το σήκωσε ψηλά στον αέρα και το κατέβασε με δύναμη πάνω στο αυγό. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός μεταλλικός θόρυβος και ξάφνου η σπηλιά πλημύρισε με χρυσαφένιες σπίθες. Ο άντρας επανέλαβε την ίδια κίνηση ξανά και ξανά. Μέχρι που, από τις πολλές σπίθες, η σπηλιά έμοιαζε με ουρανό γεμάτο μ’ αστέρια. Μετά από λίγο, ο άντρας σταμάτησε. Παράτησε το σφυρί και γύρισε στο πλάι για να πιάσει έναν ξύλινο κουβά. Ο Ρίκος φοβήθηκε ότι θα τον έβλεπε και κρύφτηκε. Άκουσε ένα δυνατό «πλοπ!» καθώς το αυγό βούτηξε στο κρύο νερό κι ύστερα ένα μακρόσυρτο «φσσστ» σαν το θόρυβο που κάνει ο ατμός όταν βγαίνει από την τσαγιέρα. Ο Ρίκος δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην περιέργειά του κι έτσι έγειρε ξανά το κεφάλι στο πλάι. Μόνο που αυτή τη φορά ο άντρας στεκόταν απέναντί του χαμογελαστός και κρατούσε στο ένα του χέρι ένα ολόχρυσο αυγό. Ο Ρίκος πάγωσε από φόβο.
«Μη φοβάσαι, έλα εδώ», είπε ο άντρας και με το ελεύθερο χέρι τού έγνεψε να πλησιάσει. Ο Ρίκος χωρίς να το πολυσκεφτεί πήγε κοντά του.
«Αυτό είναι δικό σου», είπε ο άντρας και του έδωσε το αυγό. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι;» Ο Ρίκος πήρε το αυγό αγκαλιά κι έγνεψε καταφατικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ή γιατί, αλλά, ναι, ήξερε πάρα πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Περπάτησε έξω από τη σπηλιά και κοίταξε τον ουρανό. Λύγισε τα πόδια και κατέβασε τα χέρια του χαμηλά για να πάρει φόρα και με μια δυνατή σπρωξιά πέταξε το αυγό στον αέρα. Κι αυτό πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, δίπλα στο φεγγάρι, ανάμεσα στ’ αστέρια. Μέχρι που έγινε κι αυτό ένα αστέρι. Ο Ρίκος ένιωσε για πρώτη φορά πραγματικά ευτυχισμένος! Ξάπλωσε στο μαλακό γρασίδι μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά και χάζευε το αστέρι του καθώς ταξίδευε μέσα στο άπειρο.
Κάποια στιγμή όμως τ’ αστέρι σταμάτησε απότομα, λες και το άρπαξε κάποιο αόρατο χέρι. Κι ύστερα άρχισε να πέφτει. Και να σβήνει. «Όχι, όχι!» ούρλιαξε ο Ρίκος κι έτρεξε για να το πιάσει. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί όλα, ο άντρας, η σπηλιά, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, έσβησαν μονομιάς.
Ο Ρίκος ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα. «Η πέτρα μου,» φώναξε. «Η πέτρα μου είναι στ’ αλήθεια ένα αστέρι. Το δικό μου αστέρι.» Κι έτρεξε στο μπάνιο για να την βγάλει από τον σκουπιδοτενεκέ. Μόνο που η πέτρα δεν ήταν πια εκεί…
«Μαμάααα! Μαμάαααα!» φώναξε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.
Μετά από δυο λεπτά έφτασε η μητέρα του αλαφιασμένη και τον είδε μούσκεμα στον ιδρώτα να κλαίει πάνω από τον σκουπιδοτενεκέ.
– Ρικουλάκη μου, αγάπη μου, τι συμβαίνει; Γιατί κλαις;
– Το, το, α-αστέρι, ψέλλισε αυτός κι έδειξε τον άδειο σκουπιδοτενεκέ.
– Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Μα για να δω. Εσύ ψήνεσαι στον πυρετό. Αχ, στο είπα ότι θα κρυώσεις. Αφού το ξέρεις ότι στην κατάσταση σου πρέπει να προσέχεις. Στο έχω πει χίλιες φορές. Πάμε τώρα αμέσως να σου αλλάξω ρούχα και να κουκουλωθείς κάτω απ’ τα σκεπάσματα μέχρι να έρθει ο γιατρός.
– Μα, το αστέρι, διαμαρτυρήθηκε ο Ρίκος, εδώ ήταν.
– Δεν ξέρω τι λες. Εγώ το πρωί που άδειασα τα σκουπίδια δε βρήκα κανένα αστέρι. Σου υπόσχομαι όμως αν ξαπλώσεις στο κρεβατάκι σου και είσαι καλό παιδί να κατέβω μετά και να ψάξω στον κήπο.
Ο Ρίκος προσπάθησε ν’ αντισταθεί, αλλά η μητέρα του τον βούτηξε από τη μέση και τον πήγε σηκωτό μέχρι το κρεβάτι του. Του έβαλε στεγνές πυτζάμες και μετά τον σκέπασε μ’ ένα βαρύ πάπλωμα μέχρι σχεδόν τη μύτη του.
– Λοιπόν όπως είπαμε, του είπε κουνώντας δεικτικά το δάχτυλο, μην το κουνήσεις ρούπι από δω καημένε μου γιατί αλλοίμονό σου. Πάω κάτω να πάρω τηλέφωνο τον γιατρό και να σου ετοιμάσω κάτι ζεστό. Μετά θα έρθω να σου διαβάσω όποιο παραμύθι θέλεις. Συνεννοηθήκαμε;
Ο Ρίκος ήθελε να της πει για το αστέρι, αλλά το στόμα του ήταν φιμωμένο κάτω από τα βαριά σκεπάσματα. Έκανε να τα τραβήξει λίγο προς τα κάτω για να ελευθερωθεί, αλλά η μητέρα του τα ξανατράβηξε αμέσως πάνω και τον αγριοκοίταξε. Έτσι λοιπόν κι αυτός αποφάσισε να περιμένει. Αφουγκράστηκε προσεκτικά τα βήματά της καθώς κατέβαινε τη σκάλα και τα μέτρησε ένα-ένα. Όταν άκουσε το τρίξιμο της πόρτας της κουζίνας ήξερε πολύ καλά ότι ήταν ώρα να δράσει. Κι έπρεπε να το κάνει γρήγορα.
Ξεγλίστρησε έξω από τα σκεπάσματα προσέχοντας όμως να μην τα ξεστρώσει, για να μπορεί μετά να ξανατρυπώσει μέσα χωρίς να φαίνεται ότι είχε βγει. Αισθάνθηκε να κρυώνει πολύ, πάρα πολύ. Φόρεσε την αθλητική του φόρμα πάνω από τη πυτζάμα. Κρύωνε όμως ακόμα κι έτσι έβαλε κι ένα πουλόβερ, κι από πάνω το μπουφάν του. Κι επειδή είχε ακούσει ότι το ανθρώπινο σώμα χάνει πολύ θερμότητα από το κεφάλι, φόρεσε και το σκουφάκι του κολυμβητηρίου. Μόνο τα πόδια του είχαν μείνει πια γυμνά. Αλλά οι παντόφλες του ήταν άφαντες. Κι όλα τα παπούτσια του, ήταν κάτω, δίπλα στην εξώπορτα. Κοίταξε κάτω από το κρεβάτι κι ανακάλυψε ξεχασμένο από το καλοκαίρι ένα ζευγάρι πορτοκαλιά βατραχοπέδιλα. Το σίγουρο ήταν ότι δε μπορούσε να βγει έξω ξυπόλυτος. Κι έτσι τα πήρε μαζί του. Δεν τα φόρεσε ακόμα για να μην κάνει θόρυβο.
Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του στο ξύλινο πάτωμα μέχρι που έφτασε δίπλα στο παράθυρο. Το άνοιξε με πολύ απαλές κινήσεις κι έβγαλε έξω το κεφάλι του. Ο παγωμένος αέρας του έδωσε ένα γερό χαστούκι. Ένιωσε χίλιες βελόνες να τρυπάνε τα ζεστά μαγουλάκια του. Δεν πτοήθηκε όμως καθόλου. Κάθισε στο περβάζι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και φόρεσε τα βατραχοπέδιλα. Μετά, αγκάλιασε την υδρορροή και γλίστρησε στον κήπο. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο της κουζίνας και είδε τη μητέρα του που μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο. «Ωραία», σκέφτηκε, «δεν κατάλαβε τίποτα» και διέσχισε τον κήπο σκυφτός για να μπορεί να κρύβεται πίσω από τους θάμνους και τα λουλούδια.
Για καλή του τύχη, η αυλόπορτα ήταν ανοιχτή. Βγήκε στο πεζοδρόμιο κι άρχισε να τρέχει. Όπως μπορούσε βέβαια, γιατί τα βατραχοπέδιλα τον δυσκόλευαν πολύ, καθώς κι όλα τα υπόλοιπα ρούχα που φορούσε. Ένας κύριος που έκανε τζόκινγκ στο απέναντι πεζοδρόμιο κι είδε το αλλόκοτο αυτό πλάσμα τράκαρε με μια κολώνα, ενώ ένας περαστικός οδηγός τηλεφώνησε στην αστυνομία μιλώντας για εξωγήινους.
Ο Ρίκος έστριψε τη γωνία και ξεφύσησε με ανακούφιση. Ο κάδος του δήμου ήταν ακόμα γεμάτος με σκουπίδια. Άρα δεν τα είχαν μαζέψει και το αστέρι του πρέπει να ήταν εκεί. Όλο χαρά έτρεξε προς τν κάδο. Μόλις έφτασε μπροστά του, άρχισε να εξετάζει προσεκτικά το περιεχόμενό του, προσπαθώντας να εντοπίσει τη δική τους σακούλα. Δεν θα ήταν πολύ δύσκολο, γιατί η μητέρα του πάντα την έκλεινε μ’ έναν μεγάλο κόκκινο φιόγκο. Λες κι ήταν κάποιο ακριβό δώρο.
Κοίταξε, ξανακοίταξε και τελικά του φάνηκε πως την είδε. Ήταν πλακωμένη από κάτι μισοσκισμένες σακούλες με αποφάγια. «Μπλιαχ!» σκέφτηκε καθώς μια βαριά μπόχα χτύπησε τα ρουθούνια του. Σιχαινόταν πολύ, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει τη σακούλα, αλλά πριν καν την αγγίξει τον σταμάτησε ένα άγριο γρύλισμα. Γύρισε το κεφάλι κι είδε ένα μεγάλο αδέσποτο σκυλί που του έδειχνε απειλητικά τα μεγάλα του δόντια, ενώ σάλια έτρεχαν από το στόμα του.
Ο Ρίκος ήθελε να τρέξει, αλλά τα πόδια του είχαν κοπεί από το φόβο.
«Μούργο! Μούργο! Που στο καλό είσαι βρε Μούργο;» ακούστηκε μια φωνή. Ο σκύλος γαύγισε λες κι ήθελε ν’ απαντήσει. Ένα κοντό ανθρωπάκι με μια μακριά χιλιομπαλωμένη καμπαρντίνα κι ένα μαύρο μάλλινο σκούφο που κατέβαινε χαμηλά ως τα μάτια του, ξεπρόβαλε από τη γωνία. Το δέρμα του προσώπου του ήταν σκούρο και ρυτιδιασμένο και η μακριά λευκή γενειάδα του ανέμιζε σαν σημαία στον αέρα.
«Αμάν! Ο Μόρος», σκέφτηκε μόλις τον είδε ο Ρίκος. Όλα τα παιδιά ήξεραν τον Μόρο. Και τον φοβόταν, τον φοβόταν πολύ. Ήταν αυτός που οι μανάδες τους έλεγαν ότι θα τα πάρει αν δεν ήταν φρόνιμα ή όταν δεν έτρωγαν το φαγητό τους. Κάποιοι έλεγαν ότι κλέβει παιδιά και τα πουλάει, άλλοι ότι τα κρατάει σκλάβους σ’ ένα μπουντρούμι κι άλλοι ότι τα τρώει.
Ο σκύλος ξαναγρύλισε. Ο Ρίκος κοίταζε τώρα μια το σκύλο και μια τον Μόρο. Και δεν ήξερε ποιον από τους δύο φοβόταν πιο πολύ. Ο Μόρος πλησίασε το σκύλο κι άπλωσε το χέρι του. Ο σκύλος του το έγλυψε και κούνησε χαρούμενα την ουρά του.
– Μπα τι έχουμε εδώ; είπε με μια βροντερή βαθιά φωνή κοιτάζοντας προς τον Ρίκο. Έναν κλέφτη;
Ο Ρίκος ανοιγόκλεισε το στόμα του, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα.
– Τι έγινε μικρέ; Άργησα και σου έφαγε ο Μούργος τη γλώσσα; Μάλλον θα σε πέρασε γι’ αγριόπαπια έτσι που είσαι ντυμένος, κάγχασε ο Μόρος.
– Δε-δεν είμαι κλέ-κλεφτης, κατάφερε τελικά να ψελλίσει ο Ρίκος.
– Τότε τι κάνεις με τα σκουπίδια μου; Ε; Δεν το ξέρεις ότι τα σκουπίδια είναι δικά μου. Όλοι το ξέρουν αυτό. Έτσι, δεν είναι Μούργο;
– Ο σκύλος γαύγισε δυο φορές για να δείξει ότι συμφωνούσε.
– Τέλος πάντων, αυτή τη φορά σε συγχωρώ. Άντε πήγαινε πίσω στη μανούλα σου και μην ξαναπατήσεις εδώ. Κατάλαβες;
Ο Ρίκος άρχισε να τρέμει. Ίσως από τον πυρετό, ίσως από φόβο, ίσως κι από τα δύο. Αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
– Καλά κουφός είσαι σπόρε; Φύγε το καλό που σου θέλω, γιατί ο Μούργος είναι τρεις μέρες νηστικός.
– Δε-δε μπορώ να φύγω. Πρε-πρέπει να βρω κάτι που έχασα.
– Ότι και να’ ναι αυτό, τώρα πια είναι δικό μου. Φύγε. Είναι η τελευταία φορά που το λέω, μ’ ακούς;
– Όχι, δε φεύγω αν δεν το βρω, είπε με πείσμα ο Ρίκος που ξαφνικά είχε σταματήσει να τρέμει.
– Καλά και δε φοβάσαι;
– Φοβάμαι, αλλά δε μπορώ να φύγω. Πρέπει να το βρω.
– Ε, λοιπόν, μ’ αρέσεις, είπε ο Μόρος και η φωνή του μαλάκωσε απότομα. Μ’ αρέσεις γιατί ξέρεις τι θέλεις και είσαι έτοιμος να παλέψεις γι’ αυτό. Πολύ λίγοι άνθρωποι το κάνουν αυτό ξέρεις. Γι’ αυτό θα σου κάνω ένα δώρο. Διάλεξε όποια σακούλα θες κι εγώ θα τη βγάλω απ’ τον κάδο και θα στη δώσω. Αλλά μόνο μια, σύμφωνοι; Γι’ αυτό διάλεξε προσεχτικά. Δεν θα έχεις δεύτερη ευκαιρία.
Ο Ρίκος, που δε μπορούσε να πιστέψει την τύχη του, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ξαναεξέτασε προσεχτικά όλες τις σακούλες. Ναι, ναι, ήταν σίγουρος. Αυτός ήταν ο φιόγκος της μαμάς του.
– Αυτή, αυτή με τον κόκκινο φιόγκο, είπε κι έδειξε τη σακούλα.
– Μούργο, φέρτη, είπε ο Μόρος κι σκύλος μ’ έναν πήδο βούτηξε στον κάδο κι άρπαξε με τα δόντια του τη σακούλα. Δίχως να την σκίσει, την έβγαλε έξω και την άφησε μπροστά στα πόδια του Ρίκου.
– Για να δούμε τι θησαυρούς κρύβει μέσα, είπε ο Μόρος κι έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιά. Κατέβασε την ατσάλινη λάμα με δύναμη πάνω στην πλαστική σακούλα και το περιεχόμενό της ξεχύθηκε στο πεζοδρόμιο.
Ο Ρίκος άρχισε να ψάχνει κλωτσώντας δεξιά κι αριστερά με τα βατραχοπέδιλα. Μαζί του κι ο Μούργος, που έχωσε τη μουσούδα του στο σωρό από τα σκουπίδια. Ναι, αυτά τα σκουπίδια ήταν σίγουρα τα δικά τους. Αλλά το αστέρι, που ήταν το αστέρι;
«Ρίιιιικο», ακούστηκε η φωνή της μητέρας του καθώς έστριβε από τη γωνία, ενώ ο ηλικιωμένος γιατρός έτρεχε ξωπίσω της κρατώντας το καπέλο του για να μην του φύγει. «Ρίιιικο, που είσαι;»
Ο Ρίκος κατάλαβε ότι δεν είχε άλλο χρόνο. Έπεσε στα τέσσερα κι άρχισε να ψάχνει με τα χέρια. Μόλις τον είδε η μητέρα του έπαθε σοκ. «Ρίκο τι κάνεις μες στα σκουπίδια; Τρελάθηκες;» ρώτησε. Αλλά ο Ρίκος δε μπόρεσε ν’ απαντήσει γιατί ξαφνικά ένοιωσε τα μάτια του να βαραίνουν κι όλα έσβησαν μονομιάς.
Όταν ο Ρίκος ξανάνοιξε τα μάτια του βρισκόταν έξω από τη σπηλιά που είχε δει στ’ όνειρό του. Μόνο που τώρα ήταν μέρα. Δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε και φεγγάρι στον ουρανό. Μόνο ένας μεγάλος λαμπερός, ζεστός ήλιος. Αλλά αυτός φορούσε ακόμα τη φόρμα, το μπουφάν, το σκουφάκι και τα πορτοκαλιά βατραχοπέδιλα.
– Μα που είμαι; αναρωτήθηκε φωναχτά.
– Σπίτι, του απάντησε μια γνώριμη φωνή. Στο δικό μου σπίτι…
Ο Ρίκος γύρισε και είδε τον Μόρο. Μόνο που δε φορούσε σκούφο και καμπαρντίνα. Φορούσε μια δερμάτινη ποδιά που έφτανε χαμηλά ως τα πόδια του.
– Εσύ…, είπε ο Ρίκος.
– Ναι, εγώ, απάντησε αυτός την ώρα που ξεπρόβαλε από τη σπηλιά ο Μούργος κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρά του.
– Νομίζω πως αυτό είναι δικό σου, είπε ο Μόρος και σήκωσε από το χώμα ένα μεγάλο μαύρο αυγό.
– Το αστέρι μου! Το αστέρι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο Ρίκος. Νόμιζα ότι το είχα χάσει για πάντα! Μα, που το βρήκες;
– Εκεί που το πέταξες. Στα σκουπίδια. Αυτή είναι η δουλειά μου ξέρεις. Να μαζεύω παλιά όνειρα κι ελπίδες που έχει πετάξει ο κόσμος στα σκουπίδια, να τα επισκευάζω και να τα κάνω καινούργια.
– Τα όνειρα, ποια όνειρα; Δεν καταλαβαίνω.
– Καλά λοιπόν. Θα σου εξηγήσω τότε. Τις νύχτες, κάθε αστέρι που βλέπεις να φεγγίζει στον ουρανό είναι ένα όνειρο, μια ελπίδα κάποιου ανθρώπου. Όσο πιο μεγάλο είναι το όνειρο, όσο πιο δυνατή η ελπίδα, τόσο πιο πολύ λάμπει αυτό. Κι όταν καμιά φορά ο άνθρωπος αυτός χάσει την ελπίδα του ή ξεχάσει τ’ όνειρό του, το αστέρι πεθαίνει. Πέφτει στη Γη και σβήνει. Έτσι γεννιούνται τα πεφταστέρια. Κι αυτό που απομένει τελικά είναι μια λεία μαύρη πέτρα. Να! σαν κι αυτή. Μόνο που η πέτρα αυτή εξακολουθεί να κρύβει μέσα της ένα αστέρι. Γιατί ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι ακόμα κι αν είναι καλά κρυμμένο στην καρδιά μιας κατάμαυρης πέτρας. Εγώ μαζεύω τις πέτρες αυτές και τις πελεκώ μέχρι να βρω ξανά το αστέρι που κρύβουν μέσα τους. Ύστερα, όταν κάποιος τη νύχτα κάνει μια ευχή, τις στέλνω πίσω στον ουρανό και γίνονται καινούργια όνειρα κι ελπίδες. Ελαφρώς μεταχειρισμένα βέβαια είναι η αλήθεια, αλλά φωτεινά και όμορφα σαν καινούργια, κι ακόμα καλύτερα μπορώ να σου πω.
– Μα αυτό είναι καταπληκτικό! είπε ο Ρίκος. Δηλαδή αν κάνω τώρα μια ευχή, θα στείλεις το αστέρι μου πίσω στον ουρανό και θα πραγματοποιηθεί;
– Μισό λεπτό. Εγώ δεν είπα τίποτα για πραγματοποίηση της ευχής. Μίλησα μόνο για όνειρα κι ελπίδες. Μια ευχή από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται πίστη. Και υπομονή. Πολύ υπομονή.
– Δύσκολο ακούγεται. Αλλά λέω να προσπαθήσω. Τι ευχή να πρωτοκάνω όμως; Θέλω τόσα πολλά. Θα’ θελα έχω έναν μπαμπά, να μη με λένε Φρειδερίκο αλλά Μπάμπη σαν τον άλλο μου παππού, να ζούσα σ’ ένα ωραίο καινούριο σπίτι χωρίς τρύπια σκεπή και ξεχαρβαλωμένα κεραμίδια, να μην με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά, και η μαμά μου να ήταν πιο χαρούμενη και να μην έκλαιγε ποτέ ξανά. Α, ναι και να μην αρρώσταινα τόσο συχνά, γιατί είμαστε φτωχοί και δεν έχουμε λεφτά για γιατρούς κάθε λίγο. Ή μήπως να είχαμε πολλά λεφτά; Α, μπα. Καλύτερα να μην αρρώσταινα. Τελικά δε μου φτάνει ένα αστέρι. Εγώ χρειάζομαι ολόκληρο γαλαξία.
– Ξέρεις μικρέ, καμιά φορά όταν δίνουμε κάτι, κερδίζουμε πολύ περισσότερα απ’ ότι αν το κρατήσουμε για τον εαυτό μας, είπε ο Μόρος.
– Δηλαδή; Πάλι δεν κατάλαβα, είπε ο Ρίκος. Εξήγη…
– Ρίικο! Ρίιικο! ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της μητέρας του.
– Δεν το πιστεύω! είπε ο Ρίκος. Πως τα κατάφερε να με βρει ακόμα κι εδώ; Γύρισε να κοιτάξει τον Μόρο μήπως κι είχε κάποια ιδέα, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Ούτε ο Μούργος. Ούτε και η σπηλιά. Ο ήλιος άρχισε να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο μέχρι που όλα έγιναν φως.
Ο Ρίκος άνοιξε τα μάτια του και είδε θολά το πρόσωπο της μητέρας του. «Μωράκι μου, μωράκι μου, ξύπνησες», του είπε και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
Ο Ρίκος αισθάνθηκε ολόκληρο το σώμα του μουδιασμένο. Κάτι σα μεγάλη διάφανη βεντούζα ήταν κολλημένο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό του και κάλυπτε τη μύτη και το στόμα του. Ανέπνευσε με δυσκολία. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και είδε ένα σωρό σωληνάκια να κατεβαίνουν από ψηλά και να καταλήγουν σε διάφορα μέρη του σώματός του. Παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, τρόμαξε.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε μια στρουμπουλή νοσοκόμα.
– Γεια σου Ρίκο, θα στο βγάλω για λίγο – αλλά μόνο για λίγο, εντάξει; είπε και του έβγαλε τη μάσκα από το πρόσωπο.
Ο Ρίκος πήρε μια βαθιά ανάσα.
– Ο Μόρος μαμά; Τι έγινε ο Μόρος; ήταν το πρώτο πράγμα που είπε.
– Όνειρο έβλεπες μικρό μου. Όνειρο.
– Όχι, όχι τώρα. Πριν, στα σκουπίδια.
– Ποια σκουπίδια μωράκι μου; Μόνος σου ήσουν όταν σε βρήκαμε. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Θα τον είχα δει.
– Πως κανείς; Αφού ήταν ο Μόρος κι ο Μούργος.
– Ποιος Μόρος Ρίκο μου, αυτά είναι παραμύθια που λένε στα μικρά παιδιά για να τρώνε το φαγητό τους.
– Μα, αφού τον είδα…
– Καλά, καλά, εντάξει ηρέμησε τώρα. Πρέπει να ξεκουραστείς. Το ξέρω ότι θα το μετανιώσω αυτό που κάνω, αλλά κοίτα τι σου έχω εδώ…
Η μητέρα του Ρίκου άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα κρυφά, προσέχοντας μην την δει η νοσοκόμα, το μαύρο αυγό.
– Το αστέρι μου! Το αστεράκι μου! είπε ο Ρίκος μόλις το είδε. Άπλωσε το χέρι για το πιάσει, αλλά τον σταμάτησε ένα σωληνάκι που ήταν καρφωμένο πάνω του. Που το βρήκες;
– Μα εκεί που το είχες αφήσει. Δίπλα στο μαξιλάρι σου. Μη μου κάνεις εμένα τον ανήξερο. Ξέρεις ότι σου είχα πει να μην το πάρεις στο κρεβάτι σου, αλλά μην ανησυχείς. Δε θα σε μαλώσω. Είδα ότι το έπλυνες πολύ καλά και είναι πεντακάθαρο. Πες μου μόνο καρδούλα μου, τι έκανες στα σκουπίδια; Και πως στο καλό βρέθηκες εκεί; Και τι ήταν αυτά που φορούσες, ε;
Αντί γι’ απάντηση, ο Ρίκος έκλεισε τα μάτια κι έκανε ότι αποκοιμήθηκε. Ήξερε πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει από τις ερωτήσεις της μητέρας του. Μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, την είδε να κρύβει το αυγό κάτω από το κρεβάτι του και μετά να βγαίνει δακρυσμένη από το δωμάτιο σέρνοντας αργά τα πόδια της.
– Έι, ψιτ! Άκουστηκε μια αδύναμη φωνούλα, μόλις η πόρτα έκλεισε.
Ο Ρίκος άνοιξε τα μάτια και ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνος! Λίγο πιο κει υπήρχε άλλο ένα μεταλλικό κρεβάτι. Πάνω του ήταν ξαπλωμένο ένα μικροκαμωμένο παιδάκι που κοίταζε προς το μέρος του. Το πρόσωπό του ήταν πολύ χλωμό και το δέρμα του λευκό σαν το χιόνι. Το στήθος του ήταν γεμάτο με μεταλλικούς δίσκους και πολύχρωμα καλώδια. Θα πρέπει να είχαν πάνω-κάτω την ίδια ηλικία.
– Γεια, με λένε Μπάμπη, του είπε κι ο Ρίκος ένιωσε ένα τσιμπηματάκι ζήλιας να κεντά την καρδούλα του.
– Εμένα Ρίκο. Εσύ γιατί είσαι εδώ;
– Γιατί δεν έχω καλή καρδιά.
– Δεν έχεις καλή καρδιά; Δηλαδή είσαι κακός;
– Όχι, όχι. Είναι χαλασμένη. Κι έχω ένα μηχάνημα που τη βοηθάει να κάνει τη δουλειά της. Αλλά όχι για πολύ. Αν δε βρεθεί κάποιος να μου δώσει την καρδιά του σύντομα θα πεθάνω. Δε μου το λένε εμένα βέβαια αυτό, αλλά τις προάλλες έκανα ότι κοιμόμουν και κρυφάκουσα το γιατρό που το έλεγε στο μπαμπά μου. Αχ, πόσο θα ’θελα να ’χα μια γερή καρδιά. Αυτό μόνο και τίποτα άλλο στον κόσμο!
Πολύ στεναχωρήθηκε ο Ρίκος με αυτό που άκουσε. Δεν ήξερε τι να πει. Κι έτσι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μέχρι που του ήρθε μια ιδέα!
– Κάτω από το κρεβάτι μου είναι μια μαύρη πέτρα. Τη βλέπεις;
– Αυτή που έκρυψε η μαμά σου;
– Ναι, αυτή. Δεν είναι πέτρα. Είναι ένα αστέρι. Και απ’ ότι φαίνεται εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα τι να την κάνεις. Γι’ αυτό θέλω να στη χαρίσω. Από τώρα είναι δική σου.
– Δική μου; Και τι να την κάνω; ρώτησε απορημένος ο Μπάμπης.
– Θα σου εξηγήσω, είπε ο Ρίκος κι άρχισε να του διηγείται όσα είχαν γίνει μέχρι τότε. Μα, λίγο πριν τελειώσει την ιστορία του, ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν...
– Πάλι εσύ εδώ; είπε ο Μόρος μόλις τον είδε στην είσοδο της σπηλιάς, ενώ ο Μούργος έτρεξε κοντά του και του έγλυψε το χέρι.
– Αυτή τη φορά ήρθα μ’ ένα φίλο μου, είπε ο Ρίκος κι έδειξε προς τη μεριά του Μπάμπη που κρατούσε αγκαλιά το μαύρο αυγό.
– Μπα τι βλέπω; Τι είναι αυτό που κρατάει; Αυτό δεν ήταν δικό σου; ρώτησε δήθεν απορημένος ο Μόρος.
– Ναι, ήταν. Αλλά όχι πια. Ο φίλος μου νομίζω ότι το χρειάζεται περισσότερο από μένα.
– Τότε ας μην χάνουμε άλλο χρόνο. Πάμε όσο το φεγγάρι είναι ακόμα ψηλά, είπε ο Μόρος και ξεκίνησε με γοργό βήμα.
Τα παιδιά τον ακολούθησαν χωρίς να μιλάνε. Περπάτησαν για λίγη ώρα στο νυχτερινό τοπίο μέχρι που έφτασαν στο ψηλότερο σημείο ενός λόφου.
– Εδώ είμαστε, είπε ο Μόρος και κάθισε σ’ ένα βράχο. Άντε λοιπόν, μην καθυστερείτε.
Ο Ρίκος και ο Μπάμπης έπιασαν το αυγό μαζί. Λύγισαν ταυτόχρονα τα πόδια τους και κατέβασαν τα χέρια τους χαμηλά για να πάρουν φόρα. Με μια δυνατή σπρωξιά πέταξαν το αυγό στον αέρα. Κι αυτό πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, δίπλα στο φεγγάρι, ανάμεσα στ’ αστέρια. Μέχρι που έγινε κι αυτό ένα αστέρι.
Τα δυο παιδιά ξάπλωσαν δίπλα-δίπλα στο μαλακό γρασίδι μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά και χάζευαν τ’ αστέρι καθώς ταξίδευε μέσα στο άπειρο.
Κάποια στιγμή, ο Ρίκος ανήσυχος, γύρισε προς τον Μόρο και τον ρώτησε:
– Τι θα γίνει; Θα μείνει εκεί ψηλά ή θα ξαναπέσει πάλι;
– Βασικά από εσάς εξαρτάται, του απάντησε αυτός, αλλά πιστεύω ότι αυτή τη φορά θα μείνει εκεί για τα καλά.
– Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, είπε ο Μπάμπης. Ο μπαμπάς μου θ’ ανησυχεί.
– Εγώ δεν έχω μπαμπά, είπε ο Ρίκος. Έφυγε λίγο πριν τα πρώτα μου γενέθλια.
– Κι εγώ δεν έχω μαμά, είπε ο Μπάμπης. Έφυγε μόλις γεννήθηκα.
– Έφυγε; Και που πήγε;
– Στον Παράδεισο. Έτσι λέει ο μπαμπάς. Εσένα ο μπαμπάς σου που πήγε;
– Δεν ξέρω, αλλά, απ’ ότι λέει η μαμά μου, σίγουρα όχι στον Παράδεισο.
– Τέλος πάντων, άντε πάμε, είπε ο Μπάμπης.
– Μισό λεπτό! τους σταμάτησε ο Μόρος. Πριν φύγετε χρειάζομαι κάτι.
Έβγαλε ένα μικρό ασημένιο ψαλίδι από την τσέπη της ποδιάς και πλησίασε τον Ρίκο.
– Μα τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε ο Ρίκος κάπως τρομαγμένος.
– Μην ανησυχείς μικρέ, δεν είναι τίποτα. Χρειάζομαι μόνο μια μπούκλα από τα μαλλιά σου.
– Και γιατί παρακαλώ;
– Είναι μια συνήθεια που έχω από τα παλιά. Πες πως είναι ένα ενθύμιο.
– Ενθύμιο; Γιατί; Δε θα σε ξαναδώ;
«Κυρία Γεωργίου! Κυρία Γεωργίου!» φώναξε ο πατέρας του Μπάμπη μόλις την είδε στο διάδρομο και πήγε προς το μέρος της. Πήρε τα χέρια της που έτρεμαν μέσα στα δικά του και τα φίλησε μ’ ευγνωμοσύνη.
– Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω! Αυτό που κάνατε για το παιδί μου…
Η μητέρα του Ρίκου τράβηξε τα χέρια της και χαμήλωσε το βλέμμα. Τώρα έκλαιγαν και οι δύο.
– Θέλω να ξέρετε ότι από σήμερα το παιδί μου, είναι και δικό σας παιδί. Καταλαβαίνω ότι ο πόνος σας είναι πολύ μεγάλος, αλλά τουλάχιστον σκεφτείτε ότι ένα κομμάτι του εξακολουθεί να ζει.
– Πρε-πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε ίσως κάποια άλλη στιγμή…
Η μητέρα του Ρίκου έφυγε τρέχοντας σαν κυνηγημένη. Διέσχισε με μεγάλα βήματα το διάδρομο και μόλις που πρόλαβε να μπει στο ασανσέρ πριν κλείσουν οι αυτόματες πόρτες. Όταν αυτό άρχισε να κινείται, πάτησε το κόκκινο κουμπί και το σταμάτησε ανάμεσα σε δυο ορόφους. Ακούμπησε το κεφάλι στο κρύο μέταλλο και ξέσπασε σε λυγμούς.
Εκεί που δεν το περίμενε, κάποιος την ακούμπησε απαλά στον ώμο. Αυτή τρόμαξε. Ήταν σίγουρη πως το ασανσέρ ήταν άδειο. Έστριψε το κεφάλι και είδε έναν ηλικιωμένο νοσοκόμο. Ήταν αρκετά κοντός με πρόσωπο σκούρο και ρυτιδιασμένο, κρυμμένο πίσω από πυκνά λευκά γένια. Ένα παράξενο φως ξεπρόβαλε από την τσέπη της πράσινης φόρμας του.
Για κάποιο περίεργο, ανεξήγητο λόγο, αισθάνθηκε πολύ οικεία μαζί του. Σα να γνωρίζονταν από καιρό.
– Έχασα το παιδί μου. Το αστέρι μου. Για πάντα…, του είπε με παράπονο, ανάμεσα σε αναφιλητά.
Κι αυτός, την πήρε στην αγκαλιά του, της χάιδεψε με πατρική στοργή τα μαλλιά και της είπε:
– Μη στεναχωριέσαι κόρη μου. Ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι ακόμα κι αν είναι κρυμμένο μέσα σ’ ένα άλλο σώμα…
ΤΕΛΟΣ
Σημείωση: Στην Ελληνική μυθολογία και στα Ομηρικά ποιήματα, ο «Μόρος» ταυτίζεται με το πεπρωμένο. Είναι γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός με τις Μοίρες, τον Ύπνο, τα Όνειρα και τον Θάνατο. Κάποιες φορές με το όνομα αυτό αναφέρεται ο θεός του θανάτου (mors στα Λατινικά), ο οποίος, κατά την παράδοση, έκοβε μια μπούκλα από τα μαλλιά αυτού που θα πέθαινε. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα μείρομαι (λαμβάνω το μερίδιό μου, λαμβάνω δια κλήρου, μοιράζω, διαιρώ, χωρίζομαι).
Ετικέτες
παραμύθι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)