Τα μικροκαμωμένα χεράκια πετάρισαν παιχνιδιάρικα λες και προσπαθούσαν να διευθύνουν μιαν αόρατη ορχήστρα. Ο βιαστικός Βοριάς σκόνταψε πάνω στην απρόσμενα τραχιά επιφάνειά τους και καθώς περνούσε ανάμεσα στα μαυριδερά τους δάχτυλα, άφησε ένα μακρόσυρτο παραπονεμένο σφύριγμα. Οι παλάμες κοίταξαν προς τον ουρανό. Μια ηλιαχτίδα από τη μακρινή Ανατολή τις είδε από ψηλά και, γεμάτη περιέργεια, βούτηξε κατά πάνω τους κι άρχισε να τις εξερευνά. Σύντομη η γραμμή της ζωής, μα με πολλά παρακλάδια. Τ’ όρος του Ερμή έντονα χαραγμένο – μυαλό που κόβει κι αγάπη για ταξίδι. Η πρώτη φάλαγγα τ’ αντίχειρα μακρόστενη, πράγμα που φανερώνει μεγάλη φαντασία.
Τα χέρια προσγειώθηκαν στη γη. Άρπαξαν μια σαραβαλιασμένη κούκλα μ’ ένα πόδι και δυο άδειες τρύπες στις θέσεις των ματιών. Της χάιδεψαν τρυφερά το κεφάλι. Τα φαγωμένα βρώμικα νυχάκια τους μπλέχτηκαν ανάμεσα στα λιγοστά πλαστικά μαλλιά.
Το χάδι δεν κράτησε πολύ. Τα χέρια παραπέταξαν την κούκλα στην άκρη του δρόμου και καταπιάστηκαν μ’ ένα μυρμήγκι που κουβάλαγε στην πλάτη του έναν σπόρο. Ήθελαν μόνο να το βοηθήσουν. Μα άτσαλα και παγωμένα καθώς ήταν, το έλιωσαν το δόλιο κι απόμεινε πάνω τους μονάχα ένας τοσοδά μαύρος λεκές. Τα χέρια μαζεύτηκαν μεμιάς και σφίχτηκαν σε γροθιές προσπαθώντας να κρύψουν τη ντροπή τους.
Μετά από λίγο, το ένα ξεδιπλώθηκε δειλά. Το μικρό δαχτυλάκι τρύπωσε σ’ ένα βουλωμένο ρουθούνι. Βγαίνοντας, προσέφερε στον αντίχειρα ένα δωράκι. Μαζί, έπλασαν την άμορφη μάζα μέχρι που έγινε ένα ολοστρόγγυλο μπαλάκι. Το μικρό δαχτυλάκι το κλώτσησε παιχνιδιάρικα σημαδεύοντας έναν φανταστικό στόχο. Το μπαλάκι έπεσε δίπλα σε μια κίτρινη μαργαρίτα που είχε φυτρώσει σε μια σχισμή του πεζοδρομίου. Τα χέρια την έκοψαν προσεκτικά κι άρχισαν να μαδούν τα πέταλά της ένα-ένα. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά», ψιθύριζαν με μια κρυφή λαχτάρα. «Μ’ αγαπά!» ήταν η τελική ετυμηγορία κι ένα κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε τα χέρια.
Μια αντανάκλαση πάνω σ’ ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού τράβηξε την προσοχή τους. Το σήκωσαν από χάμω και προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν το δαχτυλίδι του με τη βία. Αυτό όμως αντιστάθηκε σθεναρά και η κοφτερή του λεπίδα χάραξε στον δείκτη του χεριού ένα λεπτό κόκκινο αυλάκι. Το δάχτυλο κλαψούρισε και βούτηξε ανάμεσα σε δυο σκασμένα ροζ χειλάκια γυρεύοντας παρηγοριά. Μια αλμυρή σταγόνα κύλησε στο κατακόκκινο μάγουλο και ήρθε να το συναντήσει. Όταν το δάχτυλο αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του, στολίστηκε με το τενεκεδένιο λάφυρο και το μοστράρισε με περηφάνια, σα να ‘ταν κάποιο παράσημο που μαρτυρούσε την αντρειοσύνη που έδειξε στη μάχη.
Μια μηχανή αυτοκινήτου γουργούρισε δίπλα τους. Το δεξί χέρι κυμάτισε στον αέρα σα λερωμένο ιπτάμενο χαλί κι αιωρήθηκε για λίγο πάνω-κάτω. Τη στιγμή που έκανε να μαζευτεί, ένα ασημένιο κέρμα έπεσε μέσα του. Ο αντίχειρας το ξάπλωσε στην πλάτη του και το τίναξε με δύναμη ψηλά. Το κέρμα στριφογύρισε σα σβούρα στον αέρα κι ύστερα προσγειώθηκε απαλά στη ροζιασμένη παλάμη που πήγε αμέσως να το δείξει στην αδερφή της. Σαν κουκούλι το ‘κλεισαν οι δυο ανάμεσά τους κι έτσι όπως ήταν ενωμένες, άρχισαν να κουνιόνται πέρα δώθε. Το κέρμα χοροπηδούσε ρυθμικά μέσα στη αγκαλιά τους βγάζοντας αστείες κραυγούλες όπως μωρό που γελά. Κι αυτές αναριγούσαν σε κάθε άγγιγμά του.
Αν μπορούσε ποτέ κανείς να ξέρει πότε τα χέρια χαμογελούν, τότε θα καταλάβαινε ότι αυτά τα δυο ήταν ευτυχισμένα…
Τα χέρια προσγειώθηκαν στη γη. Άρπαξαν μια σαραβαλιασμένη κούκλα μ’ ένα πόδι και δυο άδειες τρύπες στις θέσεις των ματιών. Της χάιδεψαν τρυφερά το κεφάλι. Τα φαγωμένα βρώμικα νυχάκια τους μπλέχτηκαν ανάμεσα στα λιγοστά πλαστικά μαλλιά.
Το χάδι δεν κράτησε πολύ. Τα χέρια παραπέταξαν την κούκλα στην άκρη του δρόμου και καταπιάστηκαν μ’ ένα μυρμήγκι που κουβάλαγε στην πλάτη του έναν σπόρο. Ήθελαν μόνο να το βοηθήσουν. Μα άτσαλα και παγωμένα καθώς ήταν, το έλιωσαν το δόλιο κι απόμεινε πάνω τους μονάχα ένας τοσοδά μαύρος λεκές. Τα χέρια μαζεύτηκαν μεμιάς και σφίχτηκαν σε γροθιές προσπαθώντας να κρύψουν τη ντροπή τους.
Μετά από λίγο, το ένα ξεδιπλώθηκε δειλά. Το μικρό δαχτυλάκι τρύπωσε σ’ ένα βουλωμένο ρουθούνι. Βγαίνοντας, προσέφερε στον αντίχειρα ένα δωράκι. Μαζί, έπλασαν την άμορφη μάζα μέχρι που έγινε ένα ολοστρόγγυλο μπαλάκι. Το μικρό δαχτυλάκι το κλώτσησε παιχνιδιάρικα σημαδεύοντας έναν φανταστικό στόχο. Το μπαλάκι έπεσε δίπλα σε μια κίτρινη μαργαρίτα που είχε φυτρώσει σε μια σχισμή του πεζοδρομίου. Τα χέρια την έκοψαν προσεκτικά κι άρχισαν να μαδούν τα πέταλά της ένα-ένα. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά», ψιθύριζαν με μια κρυφή λαχτάρα. «Μ’ αγαπά!» ήταν η τελική ετυμηγορία κι ένα κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε τα χέρια.
Μια αντανάκλαση πάνω σ’ ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού τράβηξε την προσοχή τους. Το σήκωσαν από χάμω και προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν το δαχτυλίδι του με τη βία. Αυτό όμως αντιστάθηκε σθεναρά και η κοφτερή του λεπίδα χάραξε στον δείκτη του χεριού ένα λεπτό κόκκινο αυλάκι. Το δάχτυλο κλαψούρισε και βούτηξε ανάμεσα σε δυο σκασμένα ροζ χειλάκια γυρεύοντας παρηγοριά. Μια αλμυρή σταγόνα κύλησε στο κατακόκκινο μάγουλο και ήρθε να το συναντήσει. Όταν το δάχτυλο αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του, στολίστηκε με το τενεκεδένιο λάφυρο και το μοστράρισε με περηφάνια, σα να ‘ταν κάποιο παράσημο που μαρτυρούσε την αντρειοσύνη που έδειξε στη μάχη.
Μια μηχανή αυτοκινήτου γουργούρισε δίπλα τους. Το δεξί χέρι κυμάτισε στον αέρα σα λερωμένο ιπτάμενο χαλί κι αιωρήθηκε για λίγο πάνω-κάτω. Τη στιγμή που έκανε να μαζευτεί, ένα ασημένιο κέρμα έπεσε μέσα του. Ο αντίχειρας το ξάπλωσε στην πλάτη του και το τίναξε με δύναμη ψηλά. Το κέρμα στριφογύρισε σα σβούρα στον αέρα κι ύστερα προσγειώθηκε απαλά στη ροζιασμένη παλάμη που πήγε αμέσως να το δείξει στην αδερφή της. Σαν κουκούλι το ‘κλεισαν οι δυο ανάμεσά τους κι έτσι όπως ήταν ενωμένες, άρχισαν να κουνιόνται πέρα δώθε. Το κέρμα χοροπηδούσε ρυθμικά μέσα στη αγκαλιά τους βγάζοντας αστείες κραυγούλες όπως μωρό που γελά. Κι αυτές αναριγούσαν σε κάθε άγγιγμά του.
Αν μπορούσε ποτέ κανείς να ξέρει πότε τα χέρια χαμογελούν, τότε θα καταλάβαινε ότι αυτά τα δυο ήταν ευτυχισμένα…