Πηγή εικόνας
Ο σερ Χάρντινγκ κοιτάχτηκε στον κρυστάλλινο καθρέφτη με τη χρυσή σκαλιστή κορνίζα. Σήμερα φορούσε το αγαπημένο του τουΐντ κοστούμι που είχε κάποτε αγοράσει στην Μποντ Στριτ. Αυτό το κοστούμι έβαζε πάντα όταν επρόκειτο να συμβεί κάτι σημαντικό. Δίπλωσε ένα φρεσκοπλυμένο μεταξωτό μαντιλάκι στην τσέπη του πέτου και στράβωσε επιτηδευμένα το παπιγιόν του – ένα σωστό παπιγιόν ποτέ δεν είναι τέλειο. Έστριψε τις άκρες από το παχύ λευκό μουστάκι του και χαμογέλασε με αυταρέσκεια. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις φόρεσε πρώτα τη γκρίζα καμπαρντίνα του και μετά ακούμπησε το τσόχινο καπέλο στο κεφάλι του, προσέχοντας να μη χαλάσει το άψογο χτένισμά του. Ύστερα, διάλεξε μια από τις μαύρες ομπρέλες που στέκονταν παραταγμένες σα στρατιωτάκια δίπλα στον καθρέφτη. Πήρε το δερμάτινο χαρτοφύλακα του από το δρύινο γραφείο, έβαλε μέσα ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι και μια εφημερίδα και βγήκε στον πολύβουο δρόμο.
Ο Τζωρτζ πέταξε την τσαλακωμένη εφημερίδα στο πάτωμα και ήπιε βιαστικά δυο γουλιές κρύου καφέ, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα να δέσει την ξεθωριασμένη γραβάτα του. Βούτηξε ένα ξεδοντιασμένο χτένι στο ποτήρι με το νερό και επιχείρησε να στρώσει όπως-όπως το λιγδιασμένο μαλλί του που όμως δεν έλεγε με τίποτα να συνεργαστεί. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα ακούστηκε και δυο φρυγανιές πετάχτηκαν ψηλά στον αέρα. Ο Τζωρτζ, δίχως να σηκωθεί από την καρέκλα, άπλωσε το χέρι του όσο περισσότερο μπορούσε ελπίζοντας να σώσει έστω τη μία, αλλά το μόνο που κατάφερε, ήταν να σκουντήσει την κούπα με τον καφέ και να μουσκέψει το παντελόνι του. Καθώς όλα τα υπόλοιπα ρούχα του βρίσκονταν εδώ και μέρες μέσα στο πλυντήριο, έσκισε την πρώτη σελίδα από την εφημερίδα και την παράχωσε στο παντελόνι για να σταματήσει την υγρασία πριν φτάσει στο εσώρουχο. Αγχωμένος, κοίταξε το πλαστικό ρολόι στον τοίχο. Δώδεκα παρά τρία λεπτά. Αν δεν ήθελε να καθυστερήσει, έπρεπε να φύγει αμέσως. Μάζεψε μια φρυγανιά από το βρώμικο πάτωμα και τη φύσηξε δυο-τρις φορές. Δάγκωσε μια μπουκιά, άνοιξε την πόρτα και, με το στόμα ακόμα μπουκωμένο, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Το ασανσέρ ήταν πάλι χαλασμένο.
Ο σερ Χάρντινγκ διέσχισε με αργό βήμα την Μπράουνινγκ Στριτ. Δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Όλα ήταν προγραμματισμένα στην εντέλεια. Η καμπάνα του Σαιντ Τζέημς κτύπησε δώδεκα φορές. Ο σερ Χάρντινγκ έβγαλε το χρυσό ρολόι από το τσεπάκι του γιλέκου του για να βεβαιωθεί ότι πήγαινε σωστά. Το ξαναφύλαξε ικανοποιημένος κι ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του. Η διάθεσή του ήταν εξαιρετική. Σε ολόκληρη τη διαδρομή χαιρετούσε διακριτικά τις όμορφες δεσποινίδες ακουμπώντας με την άκρη των δακτύλων το γείσο του καπέλου του και σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι.
Ο Τζωρτζ άνοιξε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του σκουριασμένου αυτοκινήτου και κάθισε στη θέση του οδηγού. Ένα ελατήριο ξεπετάχτηκε από το φθαρμένο κάθισμα και καρφώθηκε στο γοφό του, ανοίγοντας μια μικρή τρύπα στο δεξί του μπατζάκι. Ο Τζωρτζ πέταξε το υπόλοιπο της φρυγανιάς στο ντουλαπάκι που έχασκε ορθάνοιχτο και προσπάθησε να βάλει μπροστά. Η μηχανή γουργούρισε ξεψυχισμένα και, αφήνοντας έναν δραματικό ασθματικό ρόγχο, έσβησε. Ο Τζωρτζ γύρισε βλαστημώντας το κλειδί με τόση δύναμη που κόντεψε να το σπάσει στα δύο. Η μηχανή ξερόβηξε μια δυο φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Τζωρτζ χτύπησε απελπισμένος το κεφάλι του πάνω στο τιμόνι. Έκλεισε τα μάτια και ψέλλισε κάτι ανάμεσα σε κατάρα και προσευχή. Ότι κι αν ήταν αυτό πάντως έπιασε, αφού στην επόμενη προσπάθεια του, η μηχανή πήρε τελικά μπρος. Ο Τζωρτζ χάιδεψε τρυφερά το τιμόνι, σαν να ήταν κάποιο κατοικίδιο που το επιβράβευε για την υπακοή του.
Ο σερ Χάρντινγκ σταμάτησε μπροστά στη μεγαλόπρεπη είσοδο του Σαιντ Τζέημς Καφέ, αλλά δεν την άνοιξε. Ένας πραγματικός ευγενής δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Μόλις τον αντιλήφθηκε ο ξερακιανός σερβιτόρος της πρωινής βάρδιας, παράτησε τον στρογγυλό δίσκο που κρατούσε στο πρώτο άδειο τραπέζι και έτρεξε να του ανοίξει. Καθώς ο σερ Χάρντινγκ περνούσε στο ζεστό εσωτερικό του Καφέ, ο σερβιτόρος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και η μακριά γαμψή μύτη του άγγιξε την παχιά κόκκινη μοκέτα. Αυτή την ώρα το καφέ ήταν σχεδόν άδειο. Ο σερ Χάρντινγκ κατευθύνθηκε σε ένα τραπέζι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε προς στην Σαιντ Τζέημς Στριτ. Το γκαρσόνι, πάντα σκυμμένο, πήρε την καμπαρντίνα, το καπέλο και την ομπρέλα του σερ Χάρντινγκ και, με αυτιά ορθάνοιχτα και μάτια γουρλωμένα, περίμενε υπομονετικά να ακούσει την επιθυμία του επιφανούς πελάτη. Ο σερ Χάρντινγκ αποφάσισε να το ρίξει λίγο έξω κι έτσι αντί για το καθιερωμένο του μαύρο τσάι με δυο φυλλαράκια μέντας, ζήτησε ένα παλαιωμένο σέρυ κι ένα πούρο Αβάνας.
Ο Τζωρτζ ψηλάφισε με το αριστερό του χέρι το χώρο κάτω από το κάθισμα αναζητώντας απεγνωσμένα ένα τσιγάρο. Ανάμεσα σε ένα σωρό από τσαλακωμένα άδεια πακέτα, μουχλιασμένα ψίχουλα, χρησιμοποιημένα μπουκάλια αναψυκτικών και κέρματα μικρής αξίας, τα δάχτυλα του ανακάλυψαν ένα μισοτελειωμένο αποτσίγαρο. Ο Τζωρτζ δίχως τον παραμικρό δισταγμό το έβαλε στο στόμα του και πάτησε με τον αντίχειρα τον ηλεκτρικό αναπτήρα. Ένας αδύναμος κρότος ακούστηκε, συνοδευόμενος από ένα μικρό συννεφάκι καπνού. Ο Τζωρτζ έφτυσε το αποτσίγαρο στο πάτωμα και κατέβασε με φόρα τη γροθιά του στη βραχνιασμένη κόρνα, βλαστημώντας κάποιον απροσδιόριστο θεό. Το ρολόι του αυτοκινήτου του, έδειξε και τέταρτο. Σκέτο και τέταρτο. Ο ωροδείκτης είχε εγκαταλείψει τη θέση του πριν από τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Ο σερ Χάρντινγκ στερέωσε το μονόκλ στο δεξί του μάτι, άνοιξε τον χαρτοφύλακα κι έβγαλε από μέσα τον Κυριακάτικο Κήρυκα. Το γεγονός αυτό ίσως να μην ήταν άξιο λόγου, αν δεν ήταν ακόμη Σάββατο. Όχι, δεν επρόκειτο για το φύλλο της προηγούμενης Κυριακής, αλλά γι’ αυτό της επόμενης ημέρας. Αυτό ήταν ένα μικρό προνόμιο που του εξασφάλιζε μια ιδιαίτερη συμφωνία που είχε συνάψει με το Διάβολο πριν από πολλά χρόνια. Οι όροι της, σχετικά απλοί. Ο σερ Χάρντινγκ ήταν Συλλέκτης. Δουλειά του ήταν να βρίσκει ετοιμοθάνατους και, τη στιγμή που η ψυχή εγκατέλειπε το σώμα τους να την παγιδεύει μέσα σε ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι. Για κάθε κρυστάλλινο μπουκαλάκι που παρέδιδε στο «αφεντικό» του, ο σερ Χάρντινγκ κέρδιζε ως αντάλλαγμα έναν επιπλέον μήνα ζωής. Και την εφημερίδα της επόμενης ημέρας. Αυτή η μικρή πολυτέλεια τον είχε βοηθήσει να κάνει τη ζωή του πολύ πιο εύκολη. Και μεγαλύτερη. Σε μια βδομάδα θα έκλεινε τα εκατόν τριάντα έξι!
Ο Τζωρτζ κατέβασε το πόδι του πάνω στο γκάζι. Τα φθαρμένα λάστιχα στρίγκλισαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Ο κρύος αέρας που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο σε συνδυασμό με τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό του, του προκάλεσε ένα έντονο ρίγος. Γύρισε το διακόπτη της θέρμανσης και μια έντονη μπόχα πλημύρισε το αυτοκίνητο. «Αν όλα πάνε καλά,» μονολόγησε, «το πρώτο πράγμα που θα κάνω αύριο, είναι να πάρω καινούργιο αυτοκίνητο. Αρκεί μόνο να προλάβω.» Παρόλο που η λιωμένη σόλα του παπουτσιού του ήδη ακουμπούσε το πάτωμα, ο Τζωρτζ πάτησε το γκάζι με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Αν το κοντέρ λειτουργούσε, θα έβλεπε ότι είχε ξεπεράσει κατά πολύ το όριο ταχύτητας.
Ο σερ Χάρντινγκ άνοιξε την εφημερίδα κατευθείαν στην προτελευταία σελίδα. Στις ειδήσεις της τελευταίας στιγμής. Εκεί κρύβονταν οι πραγματικές ευκαιρίες. Τα τρανταχτά πρωτοσέλιδα τον άφηναν παγερά αδιάφορο. Εκεί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, ενώ με τα ψιλά γράμματα δεν ασχολούνταν κανείς. Αυτή ήταν η τακτική του. Και ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Ο σερ Χάρντινγκ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο μεγαλύτερος Συλλέκτης του Νόουτιτζ. Αν δεν υπήρχε ο Γύπας φυσικά. Ο πρωταθλητής των θανάτων της πρώτης σελίδας. Ο ροκ σταρ των Συλλεκτών. Κανείς δε γνώριζε την ταυτότητά του. Όλοι όμως τον θαύμαζαν για τον απαράμιλλο επαγγελματισμό και το άψογο στυλ του. Ίχνη δεν άφηνε πίσω του ποτέ, παρά μόνο ένα μαύρο πούπουλο ως υπογραφή. Ο σερ Χάρντινγκ τον μισούσε θανάσιμα αυτόν το τύπο, γιατί κατάφερνε πάντα να βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από αυτόν.
Ο Τζωρτζ άνοιξε το ραδιόφωνο. Έλπιζε να πετύχει κάποιο εύθυμο τραγουδάκι που θα τον βοηθούσε να χαλαρώσει λίγο. Στο ραδιοφωνικό σταθμό που είχε προ πολλού κολλήσει η βελόνα, έπαιζε ειδήσεις. «Λόγω της πρωινής βροχόπτωσης οι δρόμοι σήμερα θα είναι ιδιαίτερα ολισθηροί. Οι φίλοι οδηγοί καλούνται να είναι πολύ προσεκτικοί καθώς ο κίνδυνος ατυχήματος είναι μεγάλος» ανακοινώσε με επίσημο τόνο μια βραχνή γυναικεία φωνή. Αγνοώντας παντελώς τις νουθεσίες της εκφωνήτριας ο Τζωρτζ μπήκε με μεγάλη ταχύτητα στη στροφή, περνώντας ξυστά από τον αυλόγυρο του Σαιντ Τζέημς. Ένα κοπάδι τρομαγμένα περιστέρια σκόρπισαν στον ουρανό. Οι ειδήσεις τελείωσαν αφήνοντας τη θέση τους στο «Ροκ Μπλοκ». Ανάμεσα σε παρεμβολές και παράσιτα, ακούστηκε – στο βάθος, λες και το ραδιόφωνο ήταν χωμένο στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου – το «Ιν δε ντεθκαρ» του Ίγκι Ποπ. Ο Τζωρτζ σιγοντάρισε τη μελωδία σφυρίζοντας απελπιστικά φάλτσα.
Ο σερ Χάρντινγκ διάβασε από μέσα του, κουνώντας ταυτόχρονα ασυναίσθητα τα χείλη, την είδηση που ήταν σημειωμένη μέσα σ’ έναν κόκκινο κύκλο. «Συγκλονιστικό ατύχημα συνέβη χτες στις 12:37 μμ στην αρχή της οδού Σαιντ Τζέημς. Πιθανότατα λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, νεαρός οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και προσέκρουσε στη τζαμαρία του Σαιντ Τζέημς Ρέστοραντ. Το αυτοκίνητο μέσα σε λίγα λεπτά τυλίχθηκε στις φλόγες. Από τα συντρίμμια ανασύρθηκε ένα απανθρακωμένο σώμα, τα στοιχεία του οποίου δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί. Αναλυτικότερο ρεπορτάζ για το ατυχές συμβάν στο αυριανό φύλλο.» Ο σερ Χάρντινγκ χάιδεψε μέσα στο χαρτοφύλακα το κρυστάλλινο μπουκαλάκι για να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν ακόμα στη θέση του και χαρούμενος ετοιμάστηκε ν’ ανάψει το πούρο του.
Ο Τζωρτζ κοίταξε με την άκρη του ματιού του τη μεταλλική πινακίδα στον τοίχο του κτιρίου. «Σαιντ Τζέημς Στριτ. Ωραία, εδώ είμαστε» σκέφτηκε και κατέβασε στιγμιαία το βλέμμα του στον πλαστικό λεπτοδείκτη. «Και τριάντα έξι. Ουφ! Είμαι στην ώρα μου. Τα κατάφερα!» σκέφτηκε γεμάτος ικανοποίηση. Καθώς όμως ξανασήκωσε τα μάτια, αντίκρισε ένα παιδάκι που μόλις είχε πεταχτεί στη μέση του δρόμου κυνηγώντας ανέμελα μια δερμάτινη κόκκινη μπάλα. «Γαμώ, γαμώτη μου, γαμώ» φώναξε αλαφιασμένος. Έκοψε απότομα όλο το τιμόνι δεξιά δίχως να πατήσει το φρένο για να μην σπινιάρουν οι ρόδες πάνω στο βρεγμένο δρόμο. Ένας εκκωφαντικός μεταλλικός θόρυβος διατάραξε τη μακαριότητα του Σαββατιάτικου πρωινού, καθώς το ακυβέρνητο αυτοκίνητο καρφώθηκε με φόρα στην τζαμαρία του Σαιντ Τζέημς Καφέ.
Όλα έγιναν μέσα σε μια στιγμή. Ο σερ Χάρντινγκ που είχε στραμμένη την προσοχή του στο Σαιντ Τζέημς Ρέστοραντ, δεν κατάλαβε καν πως βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε ένα σωρό από μπάζα, πλακωμένος κάτω από τις ρόδες ενός μισοδιαλυμένου αυτοκινήτου. Ένα μικρό ρυάκι αίμα σχηματίστηκε στο μέτωπό του και κύλησε αργά πάνω στις άψογα σχηματισμένες φαβορίτες του. Το σώμα του άρχισε να μουδιάζει. Το πούρο Αβάνας, που δεν πρόλαβε ποτέ ν’ ανάψει, κρεμόταν ακόμη από τα χείλη του. Μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο σκόνης, διέκρινε μια αχνή φιγούρα να σέρνεται έξω από το θρυμματισμένο παρμπρίζ και να πλησιάζει παραπατώντας προς το μέρος του. Από εκεί που βρισκόταν δε μπορούσε να δει και πολλά πράγματα, μα του έκανε εντύπωση ένας μεγάλος λεκές πάνω στο παντελόνι του αγνώστου, καθώς αυτός έσκυψε και ακούμπησε κάτι δίπλα στο κεφάλι του. Έκπληκτος, ανακάλυψε ότι ήταν ένα άδειο πλαστικό μπουκαλάκι αναψυκτικού.
Ο Τζωρτζ βίδωσε σφιχτά το καπάκι στο πλαστικό μπουκάλι και το έχωσε στην τσέπη του ταλαιπωρημένου σακακιού του. Πονούσε παντού, αλλά αυτό δεν είχε την παραμικρή σημασία. Όλα, για άλλη μια φορά, είχαν πάει μια χαρά. Ένιωσε πως όφειλε να το γιορτάσει. Έσκυψε και πήρε το πούρο από τα πετρωμένα χείλη του σερ Χάρντινγκ. Το σκούπισε πάνω στο μανίκι του και το δάγκωσε μαλακά ανάμεσα στα πλαϊνά του δόντια. Χρησιμοποίησε τις φλόγες που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν από τη μηχανή του αυτοκινήτου για να το ανάψει και τράβηξε λαίμαργα δυο τρεις ρουφηξιές. Μέχρι να καταφθάσουν οι πρώτοι περίεργοι και η αστυνομία, ο Τζωρτζ είχε ήδη εξαφανιστεί. Πίσω του είχε αφήσει μόνο ένα μαύρο πούπουλο και μια σελίδα εφημερίδας που ξεγλίστρησε από το μπατζάκι του καθώς απομακρυνόταν κουτσαίνοντας. Ήταν το πρωτοσέλιδο του Κήρυκα της Δευτέρας. «Τραγικό ατύχημα με έναν νεκρό στο κέντρο του Νόουτιτζ» έγραφε με έντονα μεγάλα γράμματα. Κάπου χαμηλότερα, μέσα σε ένα μικρό ένθετο γκρι κουτάκι με πλάγια γραμματοσειρά, υπήρχε η απολογία του Αρχισυντάκτη, ο οποίος ζητούσε ταπεινά συγγνώμη από τους αξιότιμους αναγνώστες της εφημερίδας για οποιαδήποτε αναστάτωση μπορεί να επέφερε το λάθος στο φύλλο της Κυριακής, όπου, εκ παραδρομής, είχε αναφερθεί πως το ατύχημα συνέβη στο Σαιντ Τζέημς Ρέστοραντ αντί του Σαιντ Τζέημς Καφέ. Ως βασικός υπαίτιος για το συμβάν υποδεικνυόταν, ως είθισται, ο γνωστός δαίμων του Τυπογραφείου…