25 Αυγ 2009
Έρωτας κεραυνοβόλος
Πηγή εικόνας
Η φωτιά διέσχισε ξυπόλυτη το δάσος τρέχοντας λες και κάποιος την κυνηγούσε. Όχι γιατί βιαζόταν. Απλώς βαριόταν αφόρητα. Μια ακαταμάχητη δύναμη μέσα της την έσπρωχνε να εξαπλωθεί ολοένα και πιο μακριά. Ήθελε να δει νέα πράγματα, να ζήσει καινούργιες εμπειρίες.
Περνώντας από δέντρο σε δέντρο συνέχισε την ξέφρενη πορεία της, μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα ξέφωτο. Τα δέντρα απέναντί της ήταν πολύ μακριά για να τα φτάσει με μια δρασκελιά και το χορτάρι που την χώριζε από αυτά ήταν ακόμα μουσκεμένο από την πρωινή πάχνη. Έκανε να στρίψει προς την ανατολή, μα βράχια ψηλά κι απότομα ορθώνονταν σαν αδιαπέραστο τοίχος. Πίσω δε μπορούσε να γυρίσει αφού είχε ήδη καταβροχθίσει αχόρταγα οτιδήποτε είχε βρεθεί στο διάβα της. Μοναδική διέξοδος ήταν προς τη δύση, μέσα από τα πυκνά βάτα.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι οι ταπεινοί θάμνοι δεν άρμοζαν σε μια φωτιά της τάξης της, αλλά έτσι όπως τα είχε καταφέρει δεν της είχαν μείνει κι άλλες επιλογές. Έκλεισε τη μύτη της επιδεικτικά για να μην εισπνέει την αποκρουστική μυρωδιά κι άρχισε να περπατά πάνω στις μύτες των ροδαλών ποδιών της, προσπαθώντας (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία) να αποφεύγει τα σουβλερά αγκάθια. Σε κάθε της βήμα, δεκάδες μικροσκοπικές βελόνες βυθίζονταν στις μαλακές πατούσες της αφήνοντας πάνω τους μικρά κόκκινα σημαδάκια.
Καλομαθημένη καθώς ήταν, δεν άντεξε για πολύ το μαρτύριο αυτό. Με το που βρήκε λίγα ξερά στάχια κατέβηκε από τα βάτα κι άρχισε να σέρνεται πάνω τους σαν ένα πελώριο κόκκινο φίδι. Η απόσταση που τη χώριζε πια από το χώμα δεν ήταν παρά λίγα εκατοστά.
Το χώμα το μισούσε και το φοβόταν συνάμα. Ήξερε πολύ καλά πως η παραμικρή επαφή μαζί του θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Μαζεύτηκε λοιπόν όσο περισσότερο γινόταν και προσπάθησε να κρατηθεί στις κορφές από τα ξανθά κλωναράκια. Καθώς περνούσε από μίσχο σε μίσχο, έκανε ν’ ανθίσει πάνω του ένα πορφυρόχρυσο λουλουδάκι που γρήγορα χανόταν κι άφηνε στη θέση του μόνο λίγη γκρίζα σκόνη.
Η όρεξη της φωτιάς όμως ήταν μεγάλη και τα στάχια λιγοστά. Το στομάχι της άρχισε να γουργουρίζει. Αχ, πόσο πολύ λαχταρούσε ένα νόστιμο δεντράκι. Κατά προτίμηση κάποιο γέρικο, χωρίς πολλούς χυμούς, που θα παραδινόταν δίχως ιδιαίτερη αντίσταση στο άγγιγμά της. Μα από εκεί χαμηλά που βρισκόταν δε μπορούσε να δει και πολλά πράγματα. Συνέχισε λοιπόν το δρόμο της, παραστρατίζοντας ελαφρά πότε από τη μια και πότε από την άλλη με την ελπίδα ότι όλο και κάτι θα έβρισκε τελικά.
Ο χειμωνιάτικος ήλιος χασμουρήθηκε βαριεστημένα και – αν και ήταν σχετικά νωρίς ακόμα – πήρε σιγά-σιγά το δρόμο της επιστροφής. Αυτές τι κρύες μέρες δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στη γλυκιά θαλπωρή του σπιτιού του. Αχ πως περίμενε τη στιγμή που θα φορούσε τις μαλακές του παντόφλες και θ’ άραζε μπροστά στο αναμμένο τζάκι χαζεύοντας από το φεγγίτη τα αστέρια να ταξιδεύουν στον ουρανό συντροφιά με την πολυαγαπημένη του Σελήνη.
Η φωτιά είδε τον ήλιο να βυθίζεται στον μακρινό ορίζοντα και σκέφτηκε πως θα έπρεπε να βιαστεί, αλλιώς κινδύνευε να περάσει τη νύχτα πάνω στο χώμα. Και κάτι τέτοιο σίγουρα δεν ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να της συμβεί.
«Τι τα ’θελα μωρέ αυτά τα μακρινά ταξίδια;» αναλογίστηκε και τα έβαλε με τον εαυτό της. «Καλά δεν ήμουν εκεί πίσω στο δάσος μου; Μεγάλη, δυνατή, περήφανη. Και τώρα κοίτα τα χάλια μου...» είπε κοιτώντας με παράπονο τις μικροσκοπικές φλογίτσες της που μόλις διακρίνονταν στο αχνό φως του δειλινού. Δυο-τρία πύρινα δάκρια έσταξαν στο χώμα και χάθηκαν μονομιάς αφήνοντας πίσω τους ένα πνιχτό σφύριγμα.
Οι ελπίδες της φωτιάς άρχισαν να σβήνουν. Μαζί τους κι αυτή. Σκέφτηκε να τα παρατήσει και ν’ αφεθεί στη μοίρα της. Μα κάτι μέσα της δεν την άφηνε. «Όχι, δε μπορεί. Δεν πρέπει να τελειώσω έτσι,» μονολόγησε. Μάζεψε τις τελευταίες της δυνάμεις, έσφιξε τα δόντια κι ανασηκώθηκε στον αέρα όσο πιο ψηλά μπορούσε, με κίνδυνο να μην μπορέσει να επιστρέψει ξανά πίσω στα στάχυα που την κρατούσαν στη ζωή.
Και τότε το είδε! Ένα τεράστιο πεύκο. Τα κλαδιά του απλώνονταν σα μια τεράστια πράσινη ομπρέλα πάνω από ένα ποτάμι. Λαχταριστό ρετσίνι χρύσιζε πάνω στον πανύψηλο κορμό του. Δίχως δεύτερη σκέψη, η φωτιά χίμηξε καταπάνω του σαν πεινασμένο αγρίμι και το έσφιξε βίαια στην αγκαλιά της. Το δέντρο λαμπάδιασε μονομιάς καθώς το σώμα του ενώθηκε με το δικό της.
Μόλις η φωτιά χόρτασε την πείνα της, ένιωσε ένα κύμα ευφορίας να την πλημυρίζει. Ξέχασε μονομιάς το πάθημά της και νάσου άρχισε να ονειρεύεται πάλι μακρινά ταξίδια και καινούργιες περιπέτειες. Δίχως να το πολυσκεφτεί, σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό κλαδί του πεύκου για να χαράξει την νέα της πορεία.
Στην απέναντι όχθη του ποταμού διέκρινε μια τροφαντή συστάδα δέντρων κι ένιωσε την πείνα της να ξαναφουντώνει! Μα πως θα έφτανε ως εκεί; Έριξε μια ματιά προς τα κάτω κι είδε ένα μεγάλο κλαδί που κρεμόταν σα γέφυρα πάνω από το ποτάμι. Μάζεψε τις φλόγες της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
Ισορρόπησε σαν ακροβάτης του τσίρκου πάνω στο κλαδί και με μικρά προσεκτικά βηματάκια άρχισε να το περνά με χάρη. Ψηλά, πάνω από το κεφάλι της, είχαν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν τα πρώτα αστέρια. Η φωτιά κοντοστάθηκε λίγο για να τα χαζέψει. Της άρεσαν τόσο πολύ τα αστέρια! Εκεί, ανάμεσά τους, είδε και τη Σελήνη να δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στον Ήλιο καθώς έπαιρνε τη θέση του στον ουρανό. Και τότε, ένιωσε ένα τσιμπηματάκι στην καρδιά! Για πρώτη φορά στη ζωή της, συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη. Πάντα ήταν μόνη. «Τι να την κάνεις τη φλόγα, αν δεν έχεις κάποιον για να ζεστάνεις; Τι να το κάνεις τόσο φως, αν δε μπορείς να φωτίσεις κάποιον που αγαπάς;» μονολόγησε με παράπονο.
«Εμένα πάντως με φωτίζεις μια χαρά,» της απάντησε μια κελαριστή φωνή από κάτω της. Η φωτιά σάστισε τόσο πολύ από την απρόσμενη απάντηση, που παρά λίγο να πέσει από το δέντρο. Την τελευταία στιγμή όμως άρπαξε γερά το κλαρί κι αυτό φούντωσε ακόμα περισσότερο.
«Μα, ποιος μίλησε;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια.
«Εδώ, εδώ κάτω, ο ποταμός είμαι» ακούστηκε πάλι η φωνή από χαμηλά κι η επιφάνεια του νερού σκίστηκε στα δυο, σχηματίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο.
Η φωτιά έσκυψε λίγο για να δει καλύτερα κι αντίκρισε τη λάμψη της να καθρεφτίζεται πάνω στο νερό. Αμέτρητα αστέρια τρεμόσβηναν ανάμεσα στα ανθισμένα νούφαρα και τα λευκά βοτσαλάκια. Η εικόνα αυτή τη μάγεψε!
«Αυτό είναι υπέροχο!» αναφώνησε με θαυμασμό.
«Ευχαριστώ! Και συ δεν πας πίσω…» την πείραξε ο ποταμός.
Το βραδινό αεράκι φύσηξε παιχνιδιάρικα κι ανασήκωσε ελαφρά το πορφυρό φουστάνι της φωτιάς, κάνοντάς την να κοκκινίσει ακόμα πιο πολύ. Με κάποια δόση αμηχανίας πήρε λίγη στάχτη από το κλαδί και την άπλωσε πάνω στα μαγουλά της για να κρύψει το κοκκίνισμά τους.
«Είσαι ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ!» άρχισε να τη φλερτάρει ο ποταμός που είχε τώρα σταματήσει για λίγο να κυλά. Η φωτιά ήξερε ότι της έλεγε αλήθεια, αφού μπορούσε να δει μια χαρά πώς φαινόταν μέσα από τα μάτια του.
«Πρώτη φορά μου λέει κάποιος τρυφερά λόγια,» είπε η φωτιά συνεσταλμένα. «Συνήθως με φοβούνται ή με μισούν γιατί καταστρέφω ότι βρω στο πέρασμά μου. Μα δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Έτσι είναι η φύση μου. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς.»
«Μη στεναχωριέσαι, σε καταλαβαίνω,» της είπε με συμπόνια ο ποταμός. «Παρόλο που όλα τα πλάσματα έρχονται σ’ εμένα για να σβήσουν τη δίψα τους, όταν φουσκώνω απ’ τη βροχή και γίνομαι ορμητικός με καταριούνται και με πολεμούν ξεχνώντας ότι κάποτε τα είχα ευεργετήσει. Μα εγώ δεν τα κακίζω.»
«Πόσο θα ‘θελα να σ’ αγγίξω, μα φοβάμαι,» είπε διστακτικά η φωτιά.
Ο ποταμός αντί να πει κάτι σήκωσε ψηλά ένα κυματάκι που έφτασε σχεδόν ίσαμε το κλαδί. Η φωτιά άπλωσε διστακτικά μια φλογίτσα της κι ακούμπησε το δροσερό νερό. Αμέσως, ακούστηκε ένα αδύναμο «φσστ» κι ένα μικρό συννεφάκι ατμού σχηματίστηκε στον αέρα. Η φωτιά τραβήχτηκε πίσω τρομαγμένη. «Ωχ! Συγγνώμη, σε πόνεσα;» απολογήθηκε.
«Όχι, όχι, μη φοβάσαι» απάντησε γελώντας ο ποταμός. «Δε μου έκανες κάποιο κακό. Απλά η φλόγα σου ενώθηκε με το νερό μου και μαζί έγιναν ατμός, σύννεφο δηλαδή.»
«Μα αυτό είναι μαγικό! Πρώτη φορά δημιουργώ κάτι στη ζωή μου. Συνήθως μόνο καταστρέφω. Τι υπέροχο συναίσθημα!»
Ξάφνου ο ποταμός άρχισε ν’ αναριγεί.
«Τι σου συμβαίνει; Είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχη η φωτιά.
«Ναι, μια χαρά! Απλά το ρεύμα μου άρχισε και πάλι να με σπρώχνει. Δε θα μπορέσω να κρατηθώ για πολύ ακόμα, αν και θα’ θελα τόσο πολύ να μείνω μαζί σου.»
«Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ αν μείνω κι άλλο εδώ κινδυνεύω να σβήσω,» συμφώνησε η φωτιά.
«Τι κρίμα,» είπε λυπημένος ο ποταμός. «Ακόμα δε βρεθήκαμε και πρέπει να χωρίσουμε γνωρίζοντας ότι δε θα μπορέσουμε να βρεθούμε ποτέ ξανά. Όμως φοβάμαι πως δε μπορώ πια να ζω χωρίς εσένα. Ή κι αν μπορώ, δεν θέ….» Ο ποταμός δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει την τελευταία του πρόταση κι άρχισε να κυλά με μεγάλη ταχύτητα.
Η φωτιά πανικοβλήθηκε μόλις είδε τον ποταμό να χάνεται έτσι ξαφνικά μπροστά από τα μάτια της, και, δίχως να το πολυσκεφτεί, άφησε το κλαδί που τη βαστούσε στη ζωή και βούτηξε στο παγωμένο νερό.
Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του πάθους τους, που μόλις ενώθηκαν, η φωτιά έσβησε κι ο ποταμός ολάκερος άδειασε μονομιάς. Στη θέση τους απέμεινε μόνο ένα αφράτο λευκό σύννεφο που άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό σαν ένα τεράστιο πουπουλένιο μαξιλάρι.
Το σύννεφο ανέβηκε ψηλά, πολύ ψηλά. Εκεί συνάντησε κι άλλα σύννεφα - ποιος ξέρει ποιοι έρωτες τα είχαν φτιάσει. Μόλις γνωριστήκανε μεταξύ τους και ξεθάρρεψε λίγο, το σύννεφο τους διηγήθηκε την ιστορία του. Αυτά τότε θυμηθήκαν τις δικές τους ιστορίες, συγκινήθηκαν κι άρχισαν να κλαίνε. Ένα μετά το άλλο τα δάκρυά τους έπεφταν σα βροχή.
Η βροχή πότισε την ξεραμένη γη σχηματίζοντας μικρά ρυάκια, λεπτές φλέβες νερού που μπλέκονταν η μια με την άλλη δημιουργώντας μεγαλύτερες φλέβες που τελικά κατέληγαν στην αδειανή κοίτη του ποταμού.
Όταν κόπασε η βροχή, ο ποταμός είχε ξαναγεμίσει. Φρέσκος και ξανανιωμένος άρχισε να κυλάει φουριόζος στα παλιά του λημέρια γνέφοντας χαρούμενα στα σύννεφα που στριμώχνονταν από πάνω του για να τον καμαρώσουν.
Καθώς όμως κοίταζε εκεί ψηλά, πήρε το μάτι του το σύννεφο της φωτιάς να τον κοιτάζει με ένα γλυκό μα συνάμα και παραπονεμένο βλέμμα. Και, παρόλο που τώρα πια ήταν ένας νέος ποταμός, δίχως θύμισες από την προηγουμένη ζωή του, ένιωσε έναν πόνο δυνατό λες και κάποιος του τρυπούσε την καρδιά που έκανε το γλυκό του χαμόγελο να σβήσει μονομιάς από το πρόσωπό του.
Τα υπόλοιπα σύννεφα κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Αμέσως, βάλανε λοιπόν στη μέση το σύννεφο της φωτιάς κι άρχισαν να το αγκαλιάζουν όλα μαζί σφιχτά – πολύ σφιχτά. Το καημένο το σύννεφο κατατρόμαξε, γιατί δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Προσπάθησε να ξεφύγει αλλά ήταν περικυκλωμένο.
Όσο πιο πολύ το πίεζαν τα άλλα σύννεφα, τόσο πιο πολύ μίκραινε αυτό. Μέχρι που πίστεψε πως είχε φτάσει το τέλος. Μα έκανε λάθος, γιατί αυτό δεν ήταν παρά μόνο μια καινούργια αρχή. Γιατί όταν το σύννεφο απέμεινε τοσοδά μικρό, όχι πιο μεγάλο από ένα γινωμένο καρύδι, έγινε κάτι μαγικό! Μια εκτυφλωτική λάμψη άστραψε στον ουρανό λες κι ο Θεός προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφία ολόκληρη τη γη. Ένας δυνατός κρότος έσκισε τον αέρα σα μια τεράστια στρακαστρούκα! Το σύννεφο είχε γίνει κεραυνός! Ένα μακρύ πύρινο φίδι που διέσχιζε ξέφρενα το νυχτερινό τοπίο. Και, λίγο πριν πέσει στο χώμα και χαθεί για πάντα, πρόφτασε να απλώσει μια φλόγα και να πιαστεί από ένα μισοκαμένο πεύκο, δίπλα στην κοίτη του ποταμού.
«Αυτό είναι ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ!», είπε μια κελαριστή φωνή την ώρα που η νεογέννητη φωτιά άπλωνε το κορμί της πάνω στο δέντρο για να ξεπιαστεί από το μακρύ ταξίδι. Η φωτιά σάστισε λιγάκι κι έσκυψε προς τα κάτω για να δει ποιος της μιλούσε. Τότε, αντίκρισε τη λάμψη της που καθρεφτιζόταν μέσα στο νερό. Και είδε αμέτρητα αστέρια να τρεμοσβήνουν ανάμεσα στα ανθισμένα νούφαρα και τα λευκά βοτσαλάκια. Και η εικόνα αυτή τη μάγεψε!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)