3 Φεβ 2009

Ο Ταξιδιώτης


Πηγή εικόνας

«Καλημέρα Μπόρις!» μου φώναξε από μακριά το κορίτσι από τον πάγκο με τα καλλυντικά και κούνησε μ’ ενθουσιασμό το χέρι για να με χαιρετήσει. Εγώ απλά της έγνεψα σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι, αφού και τα δυο χέρια μου ήταν πιασμένα. Μια ελαφρώς ξεχαρβαλωμένη πάνινη βαλίτσα στο ένα κι ένα διαφημιστικό σακ βουαγιάζ – προσφορά από κάποιο περιοδικό – στο άλλο.

Έριξα μια βιαστική ματιά στο ρολόι που κρεμόταν από το ταβάνι του τέρμιναλ και συνειδητοποίησα ότι ήμουν αργοπορημένος – κάτι που δεν το συνηθίζω. Η πτήση για Λονδίνο έφευγε στις δέκα παρά πέντε και ήταν ήδη εννιάμιση. Θα έπρεπε να είχα περάσει από τον έλεγχο εισιτηρίων τουλάχιστον πριν από είκοσι λεπτά. Άνοιξα το βήμα. Ήμουν κάπως βαριά ντυμένος – είχα διαβάσει στο Ίντερνετ ότι έκανε ψοφόκρυο αυτήν την εποχή στη Βρετανία. Ένιωθα το σώμα μου να βράζει κάτω από το μάλλινο πουλόβερ. Μερικές σταγόνες ιδρώτα ξεπρόβαλαν σαν πρωινές δροσοσταλίδες πάνω στο μέτωπό μου.

Αγνόησα το ασανσέρ και τις κυλιόμενες σκάλες και άρχισα να ανεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλιά. Κάθε σκαλί που ανέβαινα, αυξάνονταν οι παλμοί της καρδιάς μου. Ένιωσα τη φλέβα στο κούτελό μου να χτυπά ξέφρενα σα ταμπούρλο. Ευτυχώς τουλάχιστον που οι αποσκευές μου δεν ήταν βαριές.

Έφτασα στην κορυφή αγκομαχώντας. Σταμάτησα και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας,» καθησύχασα τον εαυτό μου, «το ξέρουν όλοι ότι σήμερα ταξιδεύω για Λονδίνο, τους ειδοποίησα χτες επιστρέφοντας από Λισσαβώνα. Δε μπορεί, εμένα θα με περιμένουν. Αυτήν την πτήση δεν πρέπει να τη χάσω.»

Άρχισα να τρέχω. Οι αποσκευές μπλέκονταν συνέχεια στα πόδια μου. Φτάνοντας στο γκισέ της διακεκριμένης θέσης, σκόνταψα στη βαλίτσα μου και σωριάστηκα πάνω στο κόκκινο χαλί. Σήκωσα τα μάτια με αγωνία. Πάγωσα! Δεν ήταν κανείς εκεί...

«Έι, Φάμπιο!» άκουσα να λέει τραγουδιστά μια οικεία φωνή πίσω από την πλάτη μου. «Τι κάνεις εκεί κάτω; Το έριξες στην ξάπλα;»

Δίχως να σηκωθώ, γύρισα το κεφάλι. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν δυο στρογγυλά γόνατα. Το ένα ελαφρώς κοκκινισμένο. Το βλέμμα μου ακολούθησε τη γραμμή των ποδιών που χάνονταν λίγο πιο πάνω, κάτω από μια κοντή μπλε φούστα με κίτρινη ρίγα στο πλάι.

«Τι κοιτάς εκεί πονηρούλη; Σήκω πάνω,» άκουσα, κι ένα λεπτοκαμωμένο χέρι ξεδιπλώθηκε μπροστά στο πρόσωπό μου. Στον αντιχείρα ήταν περασμένο ένα ασημένιο σκαλιστό δαχτυλίδι, ενώ στο κάτω μέρος του καρπού υπήρχε ένα μικροσκοπικό τατουάζ – ένα πεφταστέρι.

«Σύλβια,» σκέφτηκα κι ένιωσα μια γλυκιά ρίγη να με διαπερνά σαν μικρό ηλεκτροσόκ. Έπιασα τρυφερά με το ένα μου χέρι το δικό της και χρησιμοποίησα το άλλο για στήριγμα.

Στάθηκα μια στιγμή απέναντί της και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά. Ούτε ψηλή, ούτε κοντή. Ούτε λεπτή, ούτε χοντρή. Ακριβώς όπως πρέπει. Μαλλιά κοντά ως το σβέρκο, ξανθά. Μάτια γαλάζια, σχεδόν παιδικά που όταν σε κοιτούν σε αναγκάζουν να στρέψεις αλλού το βλέμμα. Χείλη πλούσια, σαρκώδη – σε κάνουν να ζηλεύεις κάθε λέξη που τ’ αγγίζει καθώς βγαίνει από μέσα τους. Αχ, και να ’μουν για μια στιγμή μια λέξη, μια τόση δα λεξούλα πάνω σ’ αυτά τα χείλη – ακόμη κι ένα «αντίο» ή έστω ένα «μη».

«Άργησες σήμερα κι ανησυχήσαμε,» είπε η Σύλβια τη στιγμή που το βλέμμα μου βυθιζόταν στο σημείο πάνω από το τελευταίο κλειστό κουμπί του πουκαμίσου της.

Έβγαλε από την τσέπη του ταγιέρ της μερικά χαρτιά και τα κούνησε επιδεικτικά, αποσπώντας την προσοχή μου από το πλούσιο μπούστο της. «Όπως βλέπεις δε σε ξέχασα. Έτοιμα στα έχω όλα. Κοίτα! Σου κράτησα την αγαπημένη σου θέση, 1Α. Άφησε τα πράγματά σου εδώ και θα τα φροντίσω εγώ. Εσύ μόνο βιάσου, γιατί σε περιμένει ένα σωρό κόσμος. Άντε, καλό ταξίδι!»

Έσκυψε προς το μέρος μου κι ένιωσα το άρωμά της να ποτίζει το σώμα μου σα φθινοπωρινή βροχή. Άρωμα αεροδρομίου, ανάμεικτο με μικρές δόσεις ελευθερίας, ανείπωτων υποσχέσεων και ανεκπλήρωτων ονείρων. Μου έδωσε ένα υγρό φιλί κοντά στο αυτί. Μετά, μου έβαλε τα εισιτήρια στην τσέπη κι έκανε ένα βηματάκι πίσω. Με κοίταξε διερευνητικά από την κορφή ως τα νύχια, μου ίσιωσε λίγο την καμπαρντίνα στους ώμους και μου έσφιξε τον κόμπο της γραβάτας. «Κούκλος είσαι! Άντε βιάσου τώρα!» είπε και μου έδωσε ένα ελαφρύ μπατσάκι στον ποπό. Εγώ δεν μπορούσα να βρω κάτι έξυπνο να πω κι έτσι απλά γύρισα την πλάτη κι έφυγα σαν υπνωτισμένος.

Ούτε κατάλαβα πότε έφτασα στον έλεγχο χειραποσκευών. Από τον προσωρινό μου λήθαργο με έβγαλε το ξέφρενο «μπιπ, μπιπ» του μηχανήματος. Κοντοστάθηκα κι έκανα να γυρίσω πίσω για να ξαναπεράσω. «Μην ανησυχείς Ντομινίκ,» με σταμάτησε ο υπεύθυνος ασφαλείας. «Ξέρω ότι είσαι ΟΚ. Μπορείς να πηγαίνεις. Καλό ταξίδι.»

Έγνεψα ευχαριστώ και προχώρησα βιαστικά προς την πύλη μου. Έξω από τη μεγάλη τζαμαρία είδα το αεροπλάνο που το έλουζε η καταρρακτώδης βροχή. Ένα πανέμορφο Boeing 737-400. Μήκος 36,45 μ., ύψος 11,1 μ., άνοιγμα πτερυγίων 28,88 μ., κινητήρες CFM56-3C1, ταχύτητα ταξιδιού 830 χλμ./ώρα, μέγιστη αυτονομία 4,5 ώρες/4.700 χμ., χωρητικότητα 156 επιβάτες.

Γνωρίζω τα πάντα για τ’ αεροπλάνα. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πληροφορία. Όχι, δεν είμαι μηχανικός αεροσκαφών ή κάτι τέτοιο. Απλά τα τελευταία δέκα χρόνια ταξιδεύω κάθε μέρα. Μερικές φορές και δυο φορές τη μέρα. Σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τ’ αεροπλάνο ήταν σταματημένο στη μέση της πίστας. Είχαν ήδη απομακρύνει την πίσω σκάλα, αλλά η μπροστινή ήταν ακόμα στη θέση της. «Για μένα,» σκέφτηκα και, μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, προχώρησα στην έξοδο.

«Καλώς ’τόνε κι ας άργησε,» με πείραξε η αεροσυνοδός εδάφους μόλις με είδε. Ήταν η Έλεν. Πιο μεγάλη σε ηλικία και σίγουρα όχι τόσο όμορφη όσο η Σύλβια, αλλά εξίσου γλυκιά και καλή μαζί μου. Έτεινα το εισιτήριο προς το μέρος της.

«Διαβατήριο παρακαλώ;» με ρώτησε με ψυχρό, τυπικό ύφος. Εγώ τα ’χασα κι άρχισα να ψάχνω τις τσέπες μου.
«Σε ψάρωσα ε;» γέλασε η Έλεν. «Αχ και να ’βλεπες τη φάτσα σου!»

Γέλασα αμήχανα. Δε μ’ αρέσει καθόλου να με πιάνουν κοροΐδο. Από την άλλη βέβαια, μ’ αρέσει να κάνω τις γυναίκες να γελάνε. Ιδιαίτερα τη Σύλβια. Κάπου διάβασα, ότι στις γυναίκες αρέσουν οι άντρες που τις κάνουν να γελούν. Η Έλεν θα πρέπει να με γουστάρει τρελά. Όλο με πειράζει. Ίσως επιστρέφοντας από κάποιο ταξίδι να της ζητήσω να βγούμε. Όχι γιατί θέλω να συμβεί κάτι μεταξύ μας. Μόνο και μόνο για να κάνω τη Σύλβια να ζηλέψει.

Πήρα το απόκομμα και βγήκα έξω. Παρόλο που έβρεχε δεν υπήρχε κάποιο αυτοκίνητο να με περιμένει. Μόνο ο Αμίρ, ο μελαψός σεκιουριτάς μισοκρυμμένος κάτω από μια τεράστια μαύρη ομπρέλα. «Γεια σου Τζακ. Υπέθεσα ότι θα προτιμούσες να περπατήσεις» μου είπε και μου έκανε νόημα να μπω κι εγώ κάτω από την ομπρέλα.

Περπατήσαμε μες στη βροχή, ο ένας κολλημένος σχεδόν πάνω στον άλλο, προσπαθώντας ν’ αποφεύγουμε τις λακκούβες. Είχε πολύ πλάκα. Έμοιαζε σαν κάποιο αυτοσχέδιο παιδικό παιχνίδι. Όταν φτάσαμε στη βάση της σιδερένιας σκάλας, ο Αμίρ φόρεσε την κουκούλα του μπουφάν του και μου έδωσε την ομπρέλα. «Κράτα τη, θα σου χρειαστεί. Καλό ταξίδι!»

Του έσφιξα το χέρι κι ανέβηκα στη σκάλα. Καθώς πλησίαζα στο άνοιγμα της πόρτας αισθάνθηκα τη γλυκιά θαλπωρή της καμπίνας που ξεχυνόταν μέσα στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Όταν έφτασα στην κορυφή, η μυρωδιά φρεσκοφτιαγμένου καφέ και ζεστών κρουασάν χτύπησε τα ρουθούνια μου. Το στομάχι μου γουργούρισε. Μες στη βιασύνη μου δεν είχα προλάβει να φάω πρωινό.

Μια πιτσιρίκα αεροσυνοδός με μελιά μάτια με περίμενε λίγο πιο μέσα από την πόρτα, προσπαθώντας να καλυφθεί από τις ριπές της βροχής που έσπρωχνε ο αέρας προς το μέρος της. «Δεν την έχω ξαναδεί αυτή, πρέπει να είναι καινούργια» σκέφτηκα, «ευκαιρία για μια νέα γνωριμία». Έκλεισα την ομπρέλα και μπήκα στο αεροπλάνο σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι.

Τα πρόσωπά μας ήρθαν πολύ κοντά. Την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια και είπα: «Καλημέρα, με λένε Άρθουρ. Εσένα;»

-------------

Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο ακόμα έβρεχε. Βγήκα στη σκάλα, αλλά δεν άνοιξα την ομπρέλα. Μου άρεσε η αίσθηση της βροχής πάνω στο πρόσωπό μου. Μέσα από το αεροπλάνο, η Κάθριν, η αεροσυνοδός με τα μελιά μάτια, μου έκλεισε το μάτι και με χαιρέτησε. Κατέβηκα με αργό βήμα τα σκαλιά. Άλλο ένα ταξίδι είχε φτάσει στο τέλος του.

Κοίταξα προς το τέρμιναλ και είδα να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου η Έλεν, κρατώντας ένα αδιάβροχο. Ώσπου να κατέβω, είχε φτάσει κοντά μου.

«Καλά τρελός είσαι και δεν ανοίγεις την ομπρέλα σου με τέτοια καταιγίδα;» με μάλωσε και με κουκούλωσε με το αδιάβροχο.
«Γεια σου Έλεν,» είπα. «Μόλις γύρισα!»
«Το ξέρω, το ξέρω. Πάντα γυρνάς.»

Μπήκαμε στην αίθουσα των αφίξεων. Ο κόσμος συνωστιζόταν γύρω από τις κυλιόμενες ταινίες αποσκευών, σα μέλισσες γύρω από την κυψέλη τους. Το στομάχι μου γουργούρισε.
«Νηστικός είσαι;» ρώτησε η Έλεν.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Η Έλεν πέρασε το μπράτσο της μέσα από το δικό μου και με τράβηξε με δύναμη. «Πάμε στην καφετέρια. Έχω μισή ώρα κενό μέχρι την επόμενη πτήση. Κερνάω!»

Οι τελωνιακοί μας χαιρέτησαν αδιάφορα καθώς περνούσαμε τις αυτόματες πόρτες. Ανοίξαμε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που περίμενε έξω από την αίθουσα και ακολουθήσαμε τη διαδρομή προς την καφετέρια. Σταματήσαμε μπροστά στις κυλιόμενες σκάλες.
«Ναι ξέρω,» είπε η Έλεν. «Δεν σε πειράζει αν εγώ...» κι έδειξε την κυλιόμενη σκάλα.
Έγνευσα «όχι» κι άρχισα ν’ ανεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Η Έλεν φρόντιζε να είναι πάντα δίπλα μου κατεβαίνοντας όποτε χρειαζόταν κάποιο σκαλοπάτι της κυλιόμενης σκάλας.

«Να! Έχει ένα άδειο τραπέζι, εκεί στο βάθος. Κάθισε εσύ κι εγώ θα σου φέρω πρωινό,» είπε η Έλεν και χάθηκε μέσα στον κόσμο.

Πριν προλάβω να καθίσω, άκουσα μια φωνή. «Φάμπιο, Φάμπιο, έλα γρήγορα!»
Ήταν η Σύλβια. Βρισκόταν στην άλλη άκρη της καφετέριας και μου έκανε νόημα να πάω εκεί. Χωρίς να το πολυσκεφτώ σηκώθηκα και πήγα κοντά της. Μόλις πλησίασα, με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Σου έχω μια μεγάλη έκπληξη! Έλα μαζί μου».

Οι παλμοί μου ανέβηκαν κατακόρυφα. Ένιωσα ένα κάψιμο χαμηλά στο υπογάστριο. Χωρίς να μιλήσω, γύρισα και κοίταξα προς το σημείο που πριν από λίγο είχε χαθεί η Έλεν. Η Σύλβια κατάλαβε. «Μην ανησυχείς για την Έλεν, ξέρει. Θα την ειδοποιήσω από τον ασύρματο να έρθει να μας βρει.»

Αφήσαμε πίσω μας την πολύβουη καφετέρια και κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι της διακεκριμένης θέσης. Λίγα μέτρα πριν φτάσουμε, κάναμε μια απότομη στροφή ενενήντα μοιρών και στριμωχτήκαμε σ’ ένα στενό διάδρομο. Μπροστά μας ήταν μια μπλε πόρτα. Η Σύλβια την ξεκλείδωσε και περάσαμε μέσα. Ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Υπήρχαν μόνο δυο ράντζα και μια ξύλινη καρέκλα.

«Πάω στοίχημα ότι δεν έχεις ξανάρθει ποτέ εδώ,» είπε η Σύλβια. «Είναι η καβάτζα μας για τις δύσκολες ώρες. Ή όποτε κάτσει κάτι καλό...» συμπλήρωσε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Μη στέκεσαι έτσι σαν κούτσουρο. Κάθισε. Θα πρέπει να είσαι κουρασμένος από το ταξίδι. Λύσε λίγο τη γραβάτα σου και βγάλε το σακάκι. Χαλάρωσε...»

Έβγαλα το σακάκι με τόσο απότομες κινήσεις που κόντεψα να το σκίσω. Το δίπλωσα άτσαλα πάνω στο ένα ράντζο και κάθισα στο άλλο με τα χέρια σταυρωμένα. Ήμουν σε πλήρη σύγχυση. Προσπαθούσα να καταλάβω αν αυτά που γίνονταν ήταν αλήθεια ή αν ονειρευόμουν.

«Ουφ! Ζέστη έχει εδώ μέσα,» είπε η Σύλβια κι αφού έβγαλε το ταγιέρ της, το πέταξε στην καρέκλα. Μέσα από το λευκό της πουκάμισο διαγράφονταν ξεκάθαρα οι γραμμές του σουτιέν της. Προσπάθησα με τα χέρια μου να κρύψω το φούσκωμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο παντελόνι μου.

Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε το κεφάλι της Έλεν. «Ώστε εδώ είσαστε πουλάκια μου!» είπε και μπαίνοντας έλυσε το φουλάρι από το λαιμό της.

Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Αυτό που συνέβαινε ξεπερνούσε ακόμα και την πιο τρελή μου φαντασίωση. Η Σύλβια ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Η Έλεν κάθισε από την άλλη πλευρά. «Τελικά υπάρχει Θεός,» σκέφτηκα. Το αίμα μέσα στο κορμί μου έβραζε.

«Κλείσε τα μάτια σου και μην κλέβεις, γιατί θα χαλάσεις την έκπληξη,» είπε μια από τις δύο – δε μπορώ αν θυμηθώ πλέον πια.

Έκλεισα τα μάτια κι ένιωσα να ζαλίζομαι. Άκουσα το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε και μετά τον ήχο από τακούνια. «Δεν το πιστεύω! Κι άλλη;» σκέφτηκα, ενώ κόντευα να λιποθυμήσω από την επιθυμία, που με είχε πλέον κυριεύσει.

«Εντάξει, μπορείς να τ’ ανοίξεις τώρα...» άκουσα.
Και τα άνοιξα. Όντως αυτό που αντίκρισα ήταν μια έκπληξη. Μια έκπληξη με έψιλον κεφαλαίο. Σίγουρα όμως, όχι μια ευχάριστη έκπληξη.

Απέναντί μου, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος ντυμένος με παλιομοδίτικη μπλε μαρέν ρεντιγκότα και γκρι φανελένιο παντελόνι. Στο κεφάλι φορούσε ένα ημίψηλο καπέλο και στα χέρια λευκά γάντια. Πάνω στη γαμψή του μύτη, ήταν στερεωμένο ένα ζευγάρι στρογγυλά χρυσά γυαλιά δεμένα με λεπτή καδένα. Κάτω από τη μύτη, κρεμόταν ένα παχύ λευκό μουστάκι με τσιγκελωτές άκρες.

«Αντόνιο Λομπρόζο,» συστήθηκε με επισημότητα μόλις βεβαιώθηκε ότι τα μάτια μου ήταν ανοιχτά κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση βγάζοντας το καπέλο του. Καθώς έσκυψε, τα γυαλιά γλίστρησαν από τη μύτη του κι αιωρήθηκαν στο κενό. Ο ηλικιωμένος κύριος τα έπιασε και τα ξανατοποθέτησε στη θέση τους.

Εγώ τον κοίταζα αποχαυνωμένος. Το φούσκωμα στο παντελόνι μου υποχώρησε απότομα. Αυτός συνέχισε να μιλά.
«Δε χρειάζεται να μου συστηθείτε. Έτσι κι αλλιώς, απ’ ότι έμαθα, το όνομα που θα μου πείτε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι φίλοι σας εδώ στο αεροδρόμιο – κι έχετε πάρα πολλούς πρέπει να ομολογήσω – μου μίλησαν για εσάς. Όχι από κουτσομπολιό – μην τους παρεξηγήσετε. Από αγάπη...»
«Ναι, ναι,» τον σιγοντάρισε η Σύλβια. «Όλοι σε αγαπάμε εδώ πολύ, το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;»
«Πολύ σε αγαπάμε,» είπε κι η Έλεν και μου χάιδεψε την πλάτη.

Αυτή η ξαφνική επίθεση αγάπης με τρόμαξε λίγο. Συνήθως αυτά είναι πράγματα που λένε σε κάποιον λίγο πριν τα τινάξει. Αλλά εγώ τέτοιο σκοπό δεν είχα –απ’ όσο γνώριζα τουλάχιστον. Ο ηλικιωμένος κύριος αντιλήφθηκε μάλλον την ανησυχία μου και βιάστηκε να με καθησυχάσει.
«Μη φοβάστε. Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω.»
«Μα εγώ δε χρειάζομαι βοήθεια,» είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Είναι σχετικά με το, πώς να το πω, το προβληματάκι που έχετε;»
«Προβληματάκι;» ρώτησα και το πρόσωπό μου άρχισε κοκκίνισε ελαφρά.
«Κυρίες μου νομίζω πως είναι καλύτερα να μας αφήσετε μόνους για λίγο,» είπε ο ηλικιωμένος κύριος κι έβγαλε τα γάντια του.

«Ναι, άλλωστε πρέπει να γυρίσω στο γκισέ,» είπε η Έλεν και, πριν φύγει, μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. «Τα λέμε μετά.»
«Εγώ θα περιμένω εδώ, έξω από την πόρτα. Αν με χρειαστείτε κάτι φωνάξτε με,» είπε η Σύλβια και προς μεγάλη μου απογοήτευση πήρε το σακάκι της και βγήκε χωρίς να με φιλήσει.

«Λοιπόν, τώρα που μείναμε μόνοι νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά, ως άντρας προς άντρα,» είπε ο κύριος Λαμπρόζο και κάθισε στην καρέκλα απέναντί μου, καμπουριάζοντας ελαφρά για να φέρει το πρόσωπό του ακριβώς απέναντι από το δικό μου. «Γνωρίζω πως έχετε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με τις μετακινήσεις, έτσι δεν είναι;»

Εγώ δε γουστάρω καθόλου να μιλάω γι’ αυτό. Μα αυτός ο γεράκος είχε κάτι στα μάτια – μια λάμψη, μια γυαλάδα – που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο δε μου άφηνε περιθώρια για περιστροφές ή αντιρρήσεις.
«Η αλήθεια είναι πως ακόμα και στις κυλιόμενες σκάλες ανακατεύομαι,» ομολόγησα. «Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω κανένα μέσο μεταφοράς. Ούτε καν το ασανσέρ. Αν χρειαστεί ν’ ανέβω έστω και δυο ορόφους, μπορεί ενδιάμεσα να πεθάνω από τους αλλεπάλληλους εμετούς. Φάρμακο δεν υπάρχει κανένα για την περίπτωσή μου. Πιστέψτε με. Αλλά εσάς τι σας νοιάζει;»
«Εγώ μπορώ να σας βοηθήσω.»
«Να με βοηθήσετε; Πως;»
«Είμαι υπνωτιστής. Ένας από τρεις καλύτερους στον κόσμο, ίσως και ο καλύτερος – αν πιστεύει κανείς αυτά που γράφουν οι εφημερίδες. Η πελατεία μου περιλαμβάνει τους κροίσους και τους ισχυρούς αυτού του πλανήτη. Με τη δύναμη του μυαλού μπορώ να θεραπεύω περιπτώσεις που η Επιστήμη, ή ακόμη και η Εκκλησία, σηκώνουν ψηλά τα χέρια.»
«Ενδιαφέρον ακούγεται. Αλλά, γιατί εμένα; Ούτε κροίσος είμαι, και σίγουρα ούτε και ισχυρός.»
«Έμαθα τυχαία για εσάς από τους ανθρώπους του αεροδρομίου. Μου είπαν για την απίστευτη αγάπη σας για τα ταξίδια, αλλά και για το πρόβλημα που σας εμποδίζει να πραγματοποιήσετε το όνειρό σας. Μου είπαν και για το «παιχνίδι» που παίζετε μαζί τους καθημερινά τα τελευταία δέκα χρόνια. Το αστείο είναι ότι κανείς δε γνωρίζει το πραγματικό σας όνομα. Όταν μιλούν για εσάς μεταξύ τους, σας αποκαλούν «ο Ταξιδιώτης». Αν δε γίνομαι αδιάκριτος, γιατί το κάνετε αυτό;»
«Όπως είπατε κι εσείς, είναι απλά ένα παιχνίδι. Κάθε ταξίδι, ή μάλλον κάθε φανταστικό ταξίδι, και άλλο όνομα, άλλη ταυτότητα. Αυτό κάνει τα πράγματα – για μένα τουλάχιστον, πιο αληθινά, πιο πιστευτά. Όταν δεν είμαι εγώ, είμαι κάποιος άλλος. Κάποιος που μπορεί να ταξιδεύει παντού δίχως πρόβλημα. Το πραγματικό μου όνομα δεν έχει καμιά σημασία. Γιατί αυτός που το έχει, έχει και το πρόβλημα. Όλοι οι άλλοι είναι μια χαρά.»
«Αφήστε με λοιπόν να σας βοηθήσω. Ειλικρινά το θέλω τόσο πολύ. Μ’ έχει συγκινήσει βαθύτατα η προσήλωση που δείχνετε στο όνειρό σας. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση σας θα είχε από καιρό καμθεί και θα τα είχε παρατήσει. Ήμουν κι εγώ κάποτε νέος με όνειρα και ξέρω.»

Δίχως να πω κάτι σηκώθηκα από το ράντζο και φόρεσα το σακάκι μου.
«Μα που πάτε; Φεύγετε;» απόρησε ο κύριος Λομπρόζο.
«Ναι», απάντησα κάπως απότομα. «Εκτιμώ το ειλικρινές σας ενδιαφέρον και σας ευχαριστώ για τη βοήθεια που θέλετε να μου προσφέρετε ανιδιοτελώς. Μόνο, που – δε θέλω να σας προσβάλω – αλλά φοβάμαι πως θα πρέπει να την αρνηθώ.»
«Να την αρνηθείτε; Μα, γιατί;» ρώτησε έκπληκτος ο κύριος Λομπρόζο.
«Γιατί αν τελικά καταφέρετε να με γιατρέψετε θα είμαι αναγκασμένος να ταξιδεύω μόνο όπου μπορώ, ενώ τώρα μπορώ να ταξιδεύω όπου θέλω…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Our site is at APN Greece Directory