17 Ιουν 2015

Οι Κλέφτες των Ονείρων (σενάριο)

Το σενάριο της θεατρικής παράστασης «Οι Κλέφτες των Ονείρων» διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons (κατεβάστε το σενάριο σε μορφή PDF).

Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά το Σάββατο 13 Ιουνίου 2015 στο 3ο Λύκειο Ηρακλείου, σε σκηνοθεσία των Ελένη Κόκαλη και Κατερίνα Μαυράκη, με πρωταγωνιστές τα παιδιά της Λέσχης Ανάγνωσης του 12ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου. Τα σκηνικά δημιούργησε μαζί με τα παιδιά η Αρχιμανδρίτη Μαρία-Ειρήνη, ενώ τη μουσική του τραγουδιού της παράστασης έγραψε ο Μάνος Παναγιωτάκης.

Η αφίσα της παράστασης


5 Ιουν 2013

Ο Βασιλιάς των Παραμυθιών (σενάριο)

Το σενάριο της θεατρικής παράστασης "Ο Βασιλιάς των Παραμυθιών" διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons (κατεβάστε το σενάριο σε μορφή PDF).

Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά τη Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013 στο Θεατρικό Σταθμό Ηρακλείου, σε σκηνοθεσία των Ελένη Κόκαλη και Κατερίνα Μαυράκη, με πρωταγωνιστές τα παιδιά της Δ’ Τάξης του 12ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου.

Η αφίσα της παράστασης.


29 Νοε 2011

H Αληθινή Τέχνη



Η Πριγκιποπούλα είχε πέσει σε μεγάλη κατάθλιψη. Δεν είχε διάθεση ούτε να διασκεδάσει, ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί. Δε μιλούσε πια σε κανέναν. Μονάχα καθόταν με τις ώρες στο ψηλότερο παράθυρο του πύργου και χάζευε το μακρινό ορίζοντα.

Ο Βασιλιάς είχε απογοητευτεί. Πριν λίγα χρόνια είχε χάσει τη γυναίκα του και τώρα η μονάκριβη κόρη του χανόταν κι αυτή μέρα με τη μέρα. Μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε να ρωτήσει το Γέροντα Λεόντιο, τον υπεραιωνόβιο συμβουλάτορα του, για τον οποίο κάποιοι πίστευαν ότι ήταν σοφός, ενώ άλλοι απλά ξεμωραμένος. «Όταν χάνεται κάθε ελπίδα, μόνο η Αληθινή Τέχνη μπορεί να βοηθήσει,» ήταν η σιβυλλική ρήση του Γέροντα.

Ο Βασιλιάς λοιπόν κάλεσε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του βασιλείου στην αίθουσα του θρόνου και τους είπε: «Όποιος καταφέρει να συγκινήσει την κόρη μου και να της ξυπνήσει ξανά τη διάθεση για ζωή, θα την πάρει για γυναίκα και θα τον χρίσω διάδοχο του θρόνου.» Η Πριγκιποπούλα που καθόταν δίπλα του άρχισε να πλέκει αδιάφορα μια τούφα από τα μαλλιά της.

Πρώτος αποφάσισε να δοκιμάσει ο Ποιητής. Χτύπησε τα χέρια του και δυο υπηρέτες εμφανίστηκαν κουβαλώντας μια καρέκλα κι ένα γραφείο, πάνω στο οποίο υπήρχε μια χρυσή πένα κι ένας πάπυρος. Ευθύς, ο Ποιητής ξεκίνησε να συγγράφει μια ελεγεία για την ομορφιά της Πριγκιποπούλας. Μόλις ολοκλήρωνε έναν στίχο τον απάγγελνε αμέσως για να μην προλάβει να χαθεί η φρεσκάδα του. Λίγο μετά την τριακοστή στροφή, είχε γίνει φανερό ότι η Πριγκιποπούλα δεν επρόκειτο να συγκινηθεί. Αυτή τη φορά, χτύπησε ο βασιλιάς τα χέρια κι οι υπηρέτες κουβάλησαν εκτός της αίθουσας το γραφείο, μαζί με τον Ποιητή που δεν έλεγε να το εγκαταλείψει.

Επόμενος στη σειρά ήταν ο Ζωγράφος. Άπλωσε έναν τεράστιο καμβά στο πάτωμα και βάλθηκε να ζωγραφίζει ένα πορτραίτο της Πριγκιποπούλας με τόση λεπτομέρεια που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα βλέφαρά της – τα οποία όμως αυτή ούτε καν τρεμόπαιξε στη θέα του εκπληκτικού έργου. Μάταια πάλευε ο Ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματά για να τραβήξει την προσοχή της. Ο Βασιλιάς δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Με ένα του νεύμα, οι υπηρέτες τύλιξαν τον Ζωγράφο στον καμβά και τον κύλισαν κλοτσηδόν έξω από το παλάτι.

Χαμογελώντας με το πάθημα του συναδέλφου του, εμφανίστηκε ο Γλύπτης αγκαλιά με ένα μεγάλο χαυλιόδοντα. Έβγαλε από την ποδιά του μια διαμαντένια σμίλη κι ένα σφυράκι κι άρχισε να σκαλίζει ένα άγαλμα που αναπαριστούσε την αίθουσα μαζί με όλους τους παριστάμενους. Έφτιαξε ακόμα και τον εαυτό του να σκαλίζει το ελεφαντόδοντο! Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόταν να δώσει το τελευταίο χτύπημα, η Πριγκιποπούλα χασμουρήθηκε δυνατά, με αποτέλεσμα το σφυράκι να γλιστρήσει από το χέρι του σαστισμένου Γλύπτη και να προσγειωθεί στο κεφάλι του Βασιλιά!

Την ώρα που ο Γλύπτης οδηγούνταν σιδηροδέσμιος στο μπουντρούμι, έκανε θεαματική είσοδο ο Ηθοποιός φορώντας ένα καπέλο με κουδουνάκια και μιαν ασημένια μάσκα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Κινούμενος αδιάκοπα και κάνοντας ακροβατικά, άρχισε να διηγείται ιστορίες τόσο αστείες που η αίθουσα σείστηκε από τα χαχανητά. Μέχρι κι ο Βασιλιάς, που ήταν άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος, κρατούσε την κοιλιά του γιατί πονούσε από τα γέλια. Μα η Πριγκιποπούλα τίποτα, θαρρείς και ήταν κουφή. Ο Βασιλιάς διέταξε απρόθυμα το τέλος της παράστασης.

Μια γλυκιά μελωδία πλημύρισε την ατμόσφαιρα, καθώς ο Μουσικός βγήκε στον εξώστη κρατώντας ένα σπάνιο βιολί. Οι νότες του ήταν πιο καθαρές κι από φωνές αγγέλων κι έπεφταν από ψηλά σαν ανοιξιάτικη βροχή πάνω στα κεφάλια των παρευρισκομένων. «Είναι μια ωδή στη Πριγκιποπούλα που μόλις συνέθεσα,» ανακοίνωσε σε μια παύση της μουσικής, προς μεγάλη τέρψη του Βασιλιά και ακόμα μεγαλύτερη αδιαφορία της Πριγκιποπούλας. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανατύχει στον Μουσικό, που προσπαθώντας μανιασμένα να την εντυπωσιάσει, πίεζε όλο και περισσότερο το δοξάρι πάνω στις χορδές, ώσπου αυτές δεν άντεξαν άλλο κι έσπασαν μονομιάς. Εμφανώς καταβεβλημένος, ο Μουσικός εξαφανίστηκε πριν καν ο Βασιλιάς προλάβει να αντιδράσει.

Μια νέα μελωδία ακούστηκε καθώς ένας ηλικιωμένος κύριος με ακορντεόν μπήκε με αργό βήμα, ενώ πίσω του ακολουθούσε ένας κομψός δανδής, πατώντας στις μύτες των καλογυαλισμένων παπουτσιών του. Ο Χορευτής πλησίασε την Πριγκιποπούλα και απλώνοντας το χέρι, ρώτησε: «Θα μου κάνετε την τιμή να με συνοδεύσετε σε ένα Τάνγκο, το χορό του πάθους;» «Ουφ!» απάντησε αυτή βαριεστημένα και σέρνοντας τα πόδια της κατέβηκε από το θρόνο. Ο Χορευτής άρχισε να τη στροβιλίζει στο μαρμάρινο πάτωμα και να εκτελεί γύρω της εντυπωσιακές φιγούρες. Μα η Πριγκιποπούλα έμοιαζε με αχυρένια κούκλα στα χέρια μικρού παιδιού. Όταν πάτησε για εικοστή φορά το πόδι του Χορευτή, αυτός δεν άντεξε άλλο κι έφυγε τρέχοντας.

«Κάντε στην άκρη! Αφήστε την Τεχνολογία να αναδείξει την Τέχνη!» φώναξε ο Φωτογράφος καθώς περνούσε ανάμεσα στον κόσμο κουβαλώντας μια κάμερα. Όταν έφτασε στο κέντρο της αίθουσας έστησε το τρίποδο κι έχωσε το κεφάλι του κάτω από το μαύρο πανί. Με το ένα χέρι έκανε νόημα στο Βασιλιά να πλησιάσει την Πριγκιποπούλα και με το άλλο σήκωσε το δίσκο με τη σκόνη μαγνησίου. Προκείμενου να βεβαιωθεί ότι η φωτογραφία δεν θα ήταν σκοτεινή, είχε χρησιμοποιήσει μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη δόση. Το πάτημα του διακόπτη συνοδεύτηκε από εκτυφλωτική λάμψη. Ο Φωτογράφος ίσα που πρόλαβε να αντικρίσει τα μουτζουρωμένα βασιλικά πρόσωπα, καθώς οι φρουροί τον έσερναν μακριά από τη μηχανή του.

«Αυτό ήταν, δεν αντέχω άλλο!» είπε απελπισμένος ο Βασιλιάς, ενώ το καψαλισμένο μουστάκι του κάπνιζε ακόμα, κι ετοιμάστηκε να αποχωρήσει.
«Μισό λεπτό, θέλω κι εγώ να δοκιμάσω!» πετάχτηκε ένας νεαρός Υπηρέτης.
«Ας είναι,» είπε αυτός. «Εδώ που φτάσαμε τι έχω να χάσω;»

Ο Υπηρέτης πλησίασε το πρόσωπό του σε αυτό της Πριγκιποπούλας και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Μετά, δεν είπε κουβέντα, ούτε κινήθηκε για τριάντα ολόκληρα λεπτά. Και ξαφνικά, πάνω που τελείωνε η υπομονή του Βασιλιά, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Πριγκιποπούλας. Ευθύς, άρπαξε το πρόσωπο του νέου ανάμεσα στα χέρια της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.

«Μα, δεν καταλαβαίνω,» μονολόγησε ο βασιλιάς.
«Η Αληθινή Τέχνη Μεγαλειότατε,» του ψιθύρισε στο αυτί ο Λεόντιος, «δεν είναι προνόμιο κάποιας κάστας επαγγελματιών, ούτε και απαιτεί πολύτιμα ή σπάνια μέσα. Δε φτιάχνεται με συνταγές, ούτε ακολουθεί κανόνες. Είναι μια δύναμη πρωτόγονη που μπορεί και μετουσιώνει το Τίποτα σε Κάτι, δίχως διόλου να νοιάζεται ούτε για το Πώς, μήτε για το Γιατί…»

24 Ιουλ 2011

Μαμά



- Μαμά να σε ρωτήσω κάτι;
- Ναι αγάπη μου.
- Γιατί βαφτίζουμε τα μωρά;
- Γιατί με αυτό τον τρόπο δείχνουμε πόσο πολύ τα αγαπάμε και πόσο σημαντικά είναι για μας.
- Γιατί;
- Γιατί έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Ότι αγαπάμε το βαφτίζουμε. Και όχι μόνο τα μωρά. Να, για παράδειγμα, στη γειτονιά υπάρχουν ένα σωρό αδέσποτες γάτες που δεν έχουν όνομα. Τη Χιονάτη όμως που ζει στην αυλή μας και την αγαπάμε, της έχουμε δώσει όνομα. Κι εσύ το αγαπημένο σου παιχνίδι το φωνάζεις Τομ.
- Κι η Ελενίτσα την κούκλα της τη λέει Μαρία και το καναρίνι Λεμονάκι.
- Ακριβώς! Κι αν το σκεφτείς λίγο, θα δεις ότι βαφτίζουμε ακόμα και τους δρόμους, τις πλατείες, τις πόλεις και τα χωριά, μέχρι και τι χώρες! Ότι είναι σημαντικό κάποιος το έχει βαφτίσει…
- Μα καλά βρε μαμά τότε, αφού εσύ είσαι τόσο πολύ σημαντική για μένα και σε αγαπάω τοοοοοόσο πολύ, γιατί εγώ δε σε έχω βαφτίσει παρά σε φωνάζω «μαμά»;
- Γιατί το «μαμά» αγάπη μου είναι το ωραιότερο όνομα στον κόσμο!

10 Απρ 2010

Έρχεσαι σε λίγο…


Μητρότητα (Ακρυλικο σε καμβά, Ανθή Στρατάκη)

Έρχεσαι σε λίγο,
όπου να ‘ναι φτάνεις.
Μεγάλο το ταξίδι σου,
κι όμως δεν έχεις κάνει βήμα.

Από το τίποτα ξεκίνησες
κι αγγίζεις τώρα τη ζωή.
Τόσο τεράστια απόσταση,
μα και μικρή συνάμα.

Αποσκευή καμία δεν κρατάς,
ούτε και δώρα που αγόρασες στο δρόμο.
Δώρο σου το χαμόγελο,
αποσκευή η ψυχή σου.

Δεν ξέρω πως θα σου φανεί,
μόλις η διαδρομή που έκανες τελειώσει.
Ίσως – όπως κάνουν πολλοί –
να κλάψεις γι’ αυτό που χάνεις.

Μα τότε εγώ θα είμαι εκεί,
το χέρι σου για να κρατήσω,
και να σου πω με σιγουριά,
ότι αυτό που τέλειωσε,
δεν ήταν παρά μόνο η αρχή
του ταξιδιού που μόλις ξεκινάμε,
μαζί...

9 Σεπ 2009

Ο μικρός θεός


Πηγή εικόνας

Ο μικρός θεός έκοψε ένα μικρό κομμάτι πλαστελίνης και άρχισε να το πλάθει ανάμεσα στα χέρια του. Πρώτα έφτιαξε μια μεγαλούτσικη μπάλα και την ακούμπησε πάνω στο διάφανο πάτωμα. Μετά έφτιαξε μια μικρότερη και την τοποθέτησε με προσοχή πάνω στην πρώτη. Για να βεβαιωθεί ότι θα κολλήσουν μεταξύ τους, τις ζούληξε ελαφρά με τον αντίχειρα. Κάτω από την πίεση, οι δύο μπάλες πήραν ένα μακρόστενο, ωοειδές σχήμα.

Ο μικρός θεός έκλεισε το ένα μάτι και περιεργάστηκε το δημιούργημά του από όλες τις πλευρές. Κάτι έλειπε. Πήρε λίγη πλαστελίνη και άρχισε να πειραματίζεται. Φυσικά ξεκίνησε φτιάχνοντας ένα μπαλάκι. Ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μετά, δοκίμασε να το κολλήσει σε διάφορα σημεία της κατασκευής, αλλά δε φαινόταν να ταιριάζει πουθενά. Εμφανώς απογοητευμένος πέταξε το μπαλάκι στο πάτωμα με δύναμη. Το μπαλάκι πήρε ένα παράξενο πλακουτσωτό σχήμα.

Ο μικρός θεός το είδε και του ήρθε μια ιδέα! Το πήρε και, βάζοντάς του λίγο σάλιο στη μια άκρη, το στερέωσε πάνω στην μπάλα που βρισκόταν στην κορυφή. Τώρα μάλιστα! Κάτι είχε αρχίσει να γίνεται. Αλλά δεν ήξερε πως να συνεχίσει. Έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο μπας και πάρει καμιά καλή ιδέα.

Η γαλάζια κούνια του στην άκρη του δωματίου, κατασκευασμένη από πουπουλένια σύννεφα βροχής και ουράνια τόξα, ήταν σίγουρα πολύ όμορφη, αλλά δε βοηθούσε. Όπως ούτε και το μεγάλο κρεμαστό παιχνίδι με αληθινούς πλανήτες και αστέρια που κρεμόταν από πάνω της. Έστρεψε την προσοχή στο μπαούλο με τα παλιά του παιχνίδια, αλλά του φάνηκαν πολύ βαρετά και παρωχημένα. Οχτώ βουνά με χιονισμένες κορυφές, πέντε ηφαίστεια (τρία μόνο ενεργά - τα άλλα δύο τα είχε χαλάσει), δυο ωκεανοί, εννιά θάλασσες, έξι παγόβουνα, καμιά δεκαριά ποτάμια κι εφτά λίμνες. Όλα φτιαγμένα από τον μπαμπά του. Όχι, όχι, αν ήθελε να δημιουργήσει κάτι καινούργιο έπρεπε να αναζητήσει αλλού την έμπνευση. Που όμως;

Έπιασε με τα δυο χέρια το δεξί του πόδι και το έφερε κοντά στο κεφάλι ώσπου η απαλή πατούσα του ακούμπησε στο ροδαλό του μάγουλο. Σκύβοντας ελαφρά, κατάφερε να βάλει στο στόμα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και άρχισε να το πιπιλά με βουλιμία. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά η στάση αυτή πάντα τον ηρεμούσε και τον βοηθούσε να σκεφτεί.

Καθώς ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, έδωσε κατά λάθος μια γερή δαγκωνιά στο δάχτυλό του. Και πόνεσε. Έκανε να κλάψει, αλλά σταμάτησε μονομιάς γιατί του ήρθε μια ιδέα! Και ήξερε ότι αν έκλαιγε, σύντομα θα έρχονταν οι μεγάλοι - και κανείς δεν τους θέλει στα πόδια του όταν έχει μια ιδέα...

Εξέτασε με προσοχή το πονεμένο του δάχτυλο που είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Ύστερα κοίταξε ολόκληρη την πατούσα του, καθώς και αυτή του αριστερού του ποδιού. Στηρίχθηκε στα χέρια και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη για να σηκωθεί όρθιος. Η πρώτη του προσπάθεια δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αφού σχεδόν αμέσως έσκασε με φόρα στο πάτωμα. Ευτυχώς το τροφαντό του πωπουδάκι ήταν τυλιγμένο σε μια μαλακή πάνα από πρωινή πάχνη. Η δεύτερη προσπάθεια όμως είχε αποτέλεσμα. Για να μην διακινδυνεύσει μια νέα πτώση, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και, καλού-κακού, κρατήθηκε από ένα δέντρο (που κατά διαβολική σύμπτωση φάνηκε να φύτρωσε στο σημείο αυτό μόλις εκείνη τη στιγμή) στα κλαδιά του οποίου κρεμόταν ένα μοναδικό μήλο.

Μόλις κατάφερε να ισορροπήσει με σιγουριά, σήκωσε το ένα πόδι. Λύγισε το γόνατο, τίναξε τον αστράγαλο και κλώτσησε δυνατά στον αέρα. Για να βεβαιωθεί, έκανε ακριβώς τα ίδια και με το άλλο πόδι. Μετά, έκανε μερικά βηματάκια επί τόπου, μην τολμώντας να εγκαταλείψει την ασφάλεια του δέντρου. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και τελικά το αποφάσισε. Άνοιξε τα δάχτυλα του χεριού που έσφιγγαν το χρυσό κορμό, έσφιξε τα δόντια και τους μυς των ποδιών και πήδηξε ψηλά – τόσο ψηλά που σχεδόν άγγιξε τον ουράνιο θόλο που σκέπαζε το δωμάτιο. Και φυσικά μετά, άρχισε να πέφτει. Αλλά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όχι με ταχύτητα. Αιωρούταν με χάρη στον αέρα, σαν ένα ροδαλό φουσκωμένο μπαλόνι.

Ο μικρός θεός δίπλωσε τα πόδια του στη στάση του λωτού και λικνίστηκε πέρα δώθε απολαμβάνοντας κάθε στιγμή της καθόδου του. Λίγο πριν ακουμπήσει στο πάτωμα σταμάτησε και έμεινε εκεί. Ένα χαμόγελο ευτυχίας σχηματίστηκε στα χείλη του. Τώρα ήξερε! Με ένα νεύμα, δυο μικρά κομμάτια πλαστελίνης ξεπρόβαλαν από το κουβαδάκι του και πέταξαν κοντά του. Αυτός, πήρε ένα σε κάθε χέρι και, τρίβοντάς τα ανάμεσα στα δάχτυλα, τους έδωσε ένα λεπτό επίμηκες σχήμα. Αφού σιγουρεύτηκε ότι είχαν το ίδιο μήκος, τα τοποθέτησε στη βάση της κατασκευής του. Α, τώρα μάλιστα! Ήταν πραγματικά πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του! Όλα ήταν στη θέση τους.

Πήρε το κουτί με τις μπογιές και βάλθηκε να χρωματίζει το δημιούργημά του. Στην αρχή, το έβαψε ολόκληρο κίτρινο. Του άρεσε πολύ αυτό το χρώμα. Μια φορά, ο μπαμπάς του είχε φτιάξει έναν πανέμορφο κίτρινο ήλιο. Όταν όμως ο μικρός θεός πήγε να τον αγγίξει, έκαψε τα χέρια του, και η μαμά του, έβαλε τις φωνές στον μπαμπά και του είπε ότι είναι ανεύθυνος και άλλα πολλά ακόμα κι έτσι ο μπαμπάς του αναγκάστηκε να τον πετάξει κάπου πολύ μακριά – ποιος ξέρει που – για να μην τον ξαναπιάσει κατά λάθος στα χέρια του ο μικρός θεός.

Ο μικρός θεός κοίταξε ξανά το κατασκεύασμά του. Δυστυχώς, έτσι όπως ήταν όλα κίτρινα, τα μικρότερα κομμάτια δεν ξεχώριζαν καθόλου. Κάτι έπρεπε να κάνει για να τα τονίσει. Στο κάτω-κάτω, αυτά ήταν τα πιο δύσκολα και τα πιο σημαντικά. Τι χρώμα να διάλεγε όμως; Μετά το κίτρινο, όλα τα άλλα χρώματα τα αγαπούσε το ίδιο. Μια λύση υπήρχε. Έκλεισε τα μάτια και βούτηξε το πινέλο του στην τύχη. Μόλις τα άνοιξε, είδε ότι είχε βαφτεί κόκκινο. «Καθόλου άσχημα», σκέφτηκε.

Επειδή είχε αρχίσει να ψιλοβαριέται, πέρασε βιαστικά ένα χέρι κόκκινο χρώμα το πλακουτσωτό κομμάτι στην κορυφή και τα δυο μακρόστενα στη βάση. Καθώς αυτά ήταν όμως ήδη κίτρινα, πήραν τελικά μια σκούρα πορτοκαλί απόχρωση.

Ο μικρός θεός παραξενεύτηκε από το αποτέλεσμα, αλλά δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Ίσα, ίσα. Ήταν ευχαριστημένος που επιτέλους είχε τελειώσει, αλλά και πολύ περήφανος για το δημιούργημά του. Ήταν τόσο διαφορετικό – καμία σχέση με αυτά που έφτιαχνε ο μπαμπάς του. Έπρεπε να πάει να του το δείξει αμέσως!

Έκανε να το πιάσει, μα η μπογιά ήταν ακόμη νωπή και τα χέρια του βάφτηκαν κίτρινα. Α, όχι δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένει μέχρι να στεγνώσει! Έσκυψε με ανυπομονησία πάνω από την πλαστελίνη και άρχισε να φυσά με όλη του τη δύναμη.

Και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο! Τα χρώματα μετατράπηκαν σε πούπουλα και δέρμα, η πλαστελίνη έγινε σάρκα και οστά. Το δημιούργημα αναπήδησε στον αέρα καθώς η Ζωή τρύπωσε μέσα του.

Ο μικρός θεός τρόμαξε και τινάχτηκε ενστικτωδώς πίσω, πέφτοντας ανάσκελα στο πάτωμα. Καθώς όμως η περιέργεια του ήταν μεγαλύτερη από την τρομάρα του, πλησίασε μπουσουλώντας το παράξενο πλάσμα. Άπλωσε το χέρι διερευνητικά. Το απαλό φτέρωμα τού γαργάλισε τα ακροδάκτυλα. Παίρνοντας θάρρος, χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά του πλάσματος. «Κουάκ, κουάκ!» αποκρίθηκε αυτό.

Ο μικρός θεός ενθουσιάστηκε! Αυτό ήταν πέρα από κάθε προσδοκία! Έπρεπε να εξερευνήσει όλες τις δυνατότητες του δημιουργήματός του. Το έσπρωξε ελαφρά κι αυτό άρχισε να προχωρά με αδέξια βήματα, μπαλαντζάρωντας δεξιά-αριστερά, μέχρι που κουτούλησε σε ένα χιονισμένο βουνό που ήταν παρατημένο λίγο παραπέρα. Ο μικρός θεός χτύπησε με τη βάση της παλάμης το μέτωπό του, αντιλαμβανόμενος το λάθος του. Βούτηξε αμέσως το πινέλο του στη λευκή μπογιά και ζωγράφισε πάνω στο κεφάλι του πλάσματος δυο μεγάλα ολοστρόγγυλα μάτια. Το πλάσμα, τα ανοιγόκλεισε μερικές φορές ώσπου να συνηθίσει το φως. «Κουάκ, κουάκ!» έκραξε κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη το δημιουργό του. «Κουάκ, κουάκ!» αποκρίθηκε αυτός προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί του.

Ο μικρός θεός αποφάσισε να συνεχίσει τα πειράματά του. Έπιασε το πλάσμα ανάμεσα στις παλάμες του, το πέταξε ψηλά και μετά απογειώθηκε κι αυτός πετώντας δίπλα του. Όταν όμως το πλάσμα έφτασε στο ψηλότερο σημείο της τροχιάς του, άρχισε να πέφτει με μεγάλη ταχύτητα. Ο μικρός θεός (που δεν περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο) ευτυχώς αντέδρασε εγκαίρως και, διαγράφοντας έναν αόρατο κύκλο στον αέρα με το δάχτυλο, πρόλαβε να γλυτώσει το πλάσμα λίγο πριν συντριβεί στο πάτωμα. Δίχως καθυστέρηση, πέταξε κοντά του, πήρε δυο κομμάτια πλαστελίνη, τα έπλασε, τα έβαψε κίτρινα και τα στερέωσε στα πλευρά του. Κι αυτά έγιναν φτερά! Το πλάσμα τα ανεβοκατέβασε μερικές φορές, ώσπου κατάφερε να σηκωθεί λίγα μόλις εκατοστά πάνω από το πάτωμα. «Κουάκ, κουάκ!» έκραξε εγκρίνοντας το νέο του απόκτημα. «Κουάκ, κουάκ!» έκανε και ο μικρός θεός και του χάιδεψε με στοργή το κεφάλι.

Ο μικρός θεός δεν κρατιόταν άλλο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δείξει το κατόρθωμά του στον μπαμπά του – τον μεγάλο θεό. Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε. Ακούστηκε ένα δυνατό μπουμπουνητό κι ένα γκρίζο σύννεφο καπνού σχηματίστηκε από το πουθενά. Σιγά-σιγά το σύννεφο άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός ηλικιωμένου – αλλά ιδιαιτέρα γεροδεμένου άντρα – με μακριά λευκά μαλλιά με πλούσιες μπούκλες και παχιά γενειάδα.

«Με κάλεσες;» είπε ο μεγάλος θεός με φωνή τόσο βροντερή που το δωμάτιο ολόκληρο σείστηκε πέρα-δώθε.
Αντί για απάντηση, ο μικρός θεός, πήρε το κίτρινο πλάσμα στα χέρια του και απλώνοντας τα, του το έδειξε με υπερηφάνεια.
«Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησε ο μεγάλος θεός με απορία και έκανε να το πιάσει. Μα τα χέρια του ήταν ροζιασμένα και σκληρά, πράγμα φυσικό, αφού ολόκληρη τη ζωή του, έφτιαχνε μόνο χοντροκομμένα, σκληροτράχηλα, πράγματα - πλανήτες, βουνά, θάλασσες και άλλα τέτοια. Έτσι, δίχως να το θέλει, έσφιξε το πλάσμα λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε. «Κουαααααααααααακ!» έβγαλε αυτό μια απελπισμένη κραυγή λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.
«Ωχ!» έκανε ο μεγάλος θεός που κατάλαβε τη γκάφα του.

Ο μικρός θεός έμεινε για μια στιγμή ασάλευτος και βουβός μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά μετά αποφάσισε ότι δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο για να κάνει κάτι τέτοιο. Άνοιξε το στόμα του διάπλατα και άρχισε να τσιρίζει με όλη του τη δύναμη. Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα. Τόσα πολλά που το δωμάτιο γέμισε ως τη μέση!

Ένα κοκκινωπό σύννεφο σχηματίστηκε στο δωμάτιο. Μόλις ο μεγάλος θεός το είδε κράτησε το κεφάλι του με απόγνωση.
Η μεγάλη θεά αιωρήθηκε πάνω από τη στάθμη του νερού προσέχοντας να μην βραχεί το μακρύ, αιθέριο, φόρεμά της.
«Τι έκανες πάλι βρε μπουνταλά στο παιδί και κλαίει;» ρώτησε αυστηρά τον μεγάλο θεό, ενώ μικροσκοπικοί κεραυνοί πετάγονταν από τα μάτια της.
«Ε-ε-εγώ,...» ψέλλισε αυτός προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει μια καλή δικαιολογία.
«Δε με νοιάζει!» το έκοψε η μεγάλη θεά. «Κάνε κάτι να σταματήσει. ΤΩΡΑ!»

Ο μεγάλος θεός, χαμήλωσε το κεφάλι και ψαχούλεψε αμήχανα την τσέπη του μανδύα του. Από μέσα της έβγαλε ένα άμορφο κομμάτι πηλού – πάντα είχε λίγο μαζί του, ήταν βλέπετε το χόμπι του – και άρχισε να τον πλάθει όπως-όπως, προσπαθώντας να ξαναφτιάξει το πλάσμα του μικρού θεού. Επειδή όμως, δεν ήταν και πολύ καλός στις λεπτοδουλειές, δεν του βγήκε ακριβώς το ίδιο. Το σώμα ήταν πιο μακρόστενο, τα φτερά έμοιαζαν πολύ με τα πόδια και δεν είχε κι εκείνο το πλακουτσωτό πράγμα στο πρόσωπο (γιατί βασικά δε μπορούσε να καταλάβει πως στο καλό να το φτιάξει). Μόλις το τελείωσε, το ακούμπησε στην παλάμη του και το έδειξε στο μικρό θεό.
«Λοιπόν, πως σου φαίνεται;» ρώτησε με αγωνία, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος της γυναίκας του.

Ο μικρός θεός σταμάτησε το κλάμα και πήρε την πήλινη κούκλα στα χέρια του. Όχι, όχι, αυτό το κατασκεύασμα σίγουρα δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό του. Στρογγυλό κεφάλι, δυο χέρια, δυο πόδια... Θα ‘πρεπε τώρα να τα ξανασκεφτεί όλα από την αρχή...
 
Our site is at APN Greece Directory