Πηγή εικόναςΟ μικρός θεός έκοψε ένα μικρό κομμάτι πλαστελίνης και άρχισε να το πλάθει ανάμεσα στα χέρια του. Πρώτα έφτιαξε μια μεγαλούτσικη μπάλα και την ακούμπησε πάνω στο διάφανο πάτωμα. Μετά έφτιαξε μια μικρότερη και την τοποθέτησε με προσοχή πάνω στην πρώτη. Για να βεβαιωθεί ότι θα κολλήσουν μεταξύ τους, τις ζούληξε ελαφρά με τον αντίχειρα. Κάτω από την πίεση, οι δύο μπάλες πήραν ένα μακρόστενο, ωοειδές σχήμα.
Ο μικρός θεός έκλεισε το ένα μάτι και περιεργάστηκε το δημιούργημά του από όλες τις πλευρές. Κάτι έλειπε. Πήρε λίγη πλαστελίνη και άρχισε να πειραματίζεται. Φυσικά ξεκίνησε φτιάχνοντας ένα μπαλάκι. Ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μετά, δοκίμασε να το κολλήσει σε διάφορα σημεία της κατασκευής, αλλά δε φαινόταν να ταιριάζει πουθενά. Εμφανώς απογοητευμένος πέταξε το μπαλάκι στο πάτωμα με δύναμη. Το μπαλάκι πήρε ένα παράξενο πλακουτσωτό σχήμα.
Ο μικρός θεός το είδε και του ήρθε μια ιδέα! Το πήρε και, βάζοντάς του λίγο σάλιο στη μια άκρη, το στερέωσε πάνω στην μπάλα που βρισκόταν στην κορυφή. Τώρα μάλιστα! Κάτι είχε αρχίσει να γίνεται. Αλλά δεν ήξερε πως να συνεχίσει. Έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο μπας και πάρει καμιά καλή ιδέα.
Η γαλάζια κούνια του στην άκρη του δωματίου, κατασκευασμένη από πουπουλένια σύννεφα βροχής και ουράνια τόξα, ήταν σίγουρα πολύ όμορφη, αλλά δε βοηθούσε. Όπως ούτε και το μεγάλο κρεμαστό παιχνίδι με αληθινούς πλανήτες και αστέρια που κρεμόταν από πάνω της. Έστρεψε την προσοχή στο μπαούλο με τα παλιά του παιχνίδια, αλλά του φάνηκαν πολύ βαρετά και παρωχημένα. Οχτώ βουνά με χιονισμένες κορυφές, πέντε ηφαίστεια (τρία μόνο ενεργά - τα άλλα δύο τα είχε χαλάσει), δυο ωκεανοί, εννιά θάλασσες, έξι παγόβουνα, καμιά δεκαριά ποτάμια κι εφτά λίμνες. Όλα φτιαγμένα από τον μπαμπά του. Όχι, όχι, αν ήθελε να δημιουργήσει κάτι καινούργιο έπρεπε να αναζητήσει αλλού την έμπνευση. Που όμως;
Έπιασε με τα δυο χέρια το δεξί του πόδι και το έφερε κοντά στο κεφάλι ώσπου η απαλή πατούσα του ακούμπησε στο ροδαλό του μάγουλο. Σκύβοντας ελαφρά, κατάφερε να βάλει στο στόμα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και άρχισε να το πιπιλά με βουλιμία. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά η στάση αυτή πάντα τον ηρεμούσε και τον βοηθούσε να σκεφτεί.
Καθώς ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, έδωσε κατά λάθος μια γερή δαγκωνιά στο δάχτυλό του. Και πόνεσε. Έκανε να κλάψει, αλλά σταμάτησε μονομιάς γιατί του ήρθε μια ιδέα! Και ήξερε ότι αν έκλαιγε, σύντομα θα έρχονταν οι μεγάλοι - και κανείς δεν τους θέλει στα πόδια του όταν έχει μια ιδέα...
Εξέτασε με προσοχή το πονεμένο του δάχτυλο που είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Ύστερα κοίταξε ολόκληρη την πατούσα του, καθώς και αυτή του αριστερού του ποδιού. Στηρίχθηκε στα χέρια και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη για να σηκωθεί όρθιος. Η πρώτη του προσπάθεια δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αφού σχεδόν αμέσως έσκασε με φόρα στο πάτωμα. Ευτυχώς το τροφαντό του πωπουδάκι ήταν τυλιγμένο σε μια μαλακή πάνα από πρωινή πάχνη. Η δεύτερη προσπάθεια όμως είχε αποτέλεσμα. Για να μην διακινδυνεύσει μια νέα πτώση, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και, καλού-κακού, κρατήθηκε από ένα δέντρο (που κατά διαβολική σύμπτωση φάνηκε να φύτρωσε στο σημείο αυτό μόλις εκείνη τη στιγμή) στα κλαδιά του οποίου κρεμόταν ένα μοναδικό μήλο.
Μόλις κατάφερε να ισορροπήσει με σιγουριά, σήκωσε το ένα πόδι. Λύγισε το γόνατο, τίναξε τον αστράγαλο και κλώτσησε δυνατά στον αέρα. Για να βεβαιωθεί, έκανε ακριβώς τα ίδια και με το άλλο πόδι. Μετά, έκανε μερικά βηματάκια επί τόπου, μην τολμώντας να εγκαταλείψει την ασφάλεια του δέντρου. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και τελικά το αποφάσισε. Άνοιξε τα δάχτυλα του χεριού που έσφιγγαν το χρυσό κορμό, έσφιξε τα δόντια και τους μυς των ποδιών και πήδηξε ψηλά – τόσο ψηλά που σχεδόν άγγιξε τον ουράνιο θόλο που σκέπαζε το δωμάτιο. Και φυσικά μετά, άρχισε να πέφτει. Αλλά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όχι με ταχύτητα. Αιωρούταν με χάρη στον αέρα, σαν ένα ροδαλό φουσκωμένο μπαλόνι.
Ο μικρός θεός δίπλωσε τα πόδια του στη στάση του λωτού και λικνίστηκε πέρα δώθε απολαμβάνοντας κάθε στιγμή της καθόδου του. Λίγο πριν ακουμπήσει στο πάτωμα σταμάτησε και έμεινε εκεί. Ένα χαμόγελο ευτυχίας σχηματίστηκε στα χείλη του. Τώρα ήξερε! Με ένα νεύμα, δυο μικρά κομμάτια πλαστελίνης ξεπρόβαλαν από το κουβαδάκι του και πέταξαν κοντά του. Αυτός, πήρε ένα σε κάθε χέρι και, τρίβοντάς τα ανάμεσα στα δάχτυλα, τους έδωσε ένα λεπτό επίμηκες σχήμα. Αφού σιγουρεύτηκε ότι είχαν το ίδιο μήκος, τα τοποθέτησε στη βάση της κατασκευής του. Α, τώρα μάλιστα! Ήταν πραγματικά πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του! Όλα ήταν στη θέση τους.
Πήρε το κουτί με τις μπογιές και βάλθηκε να χρωματίζει το δημιούργημά του. Στην αρχή, το έβαψε ολόκληρο κίτρινο. Του άρεσε πολύ αυτό το χρώμα. Μια φορά, ο μπαμπάς του είχε φτιάξει έναν πανέμορφο κίτρινο ήλιο. Όταν όμως ο μικρός θεός πήγε να τον αγγίξει, έκαψε τα χέρια του, και η μαμά του, έβαλε τις φωνές στον μπαμπά και του είπε ότι είναι ανεύθυνος και άλλα πολλά ακόμα κι έτσι ο μπαμπάς του αναγκάστηκε να τον πετάξει κάπου πολύ μακριά – ποιος ξέρει που – για να μην τον ξαναπιάσει κατά λάθος στα χέρια του ο μικρός θεός.
Ο μικρός θεός κοίταξε ξανά το κατασκεύασμά του. Δυστυχώς, έτσι όπως ήταν όλα κίτρινα, τα μικρότερα κομμάτια δεν ξεχώριζαν καθόλου. Κάτι έπρεπε να κάνει για να τα τονίσει. Στο κάτω-κάτω, αυτά ήταν τα πιο δύσκολα και τα πιο σημαντικά. Τι χρώμα να διάλεγε όμως; Μετά το κίτρινο, όλα τα άλλα χρώματα τα αγαπούσε το ίδιο. Μια λύση υπήρχε. Έκλεισε τα μάτια και βούτηξε το πινέλο του στην τύχη. Μόλις τα άνοιξε, είδε ότι είχε βαφτεί κόκκινο. «Καθόλου άσχημα», σκέφτηκε.
Επειδή είχε αρχίσει να ψιλοβαριέται, πέρασε βιαστικά ένα χέρι κόκκινο χρώμα το πλακουτσωτό κομμάτι στην κορυφή και τα δυο μακρόστενα στη βάση. Καθώς αυτά ήταν όμως ήδη κίτρινα, πήραν τελικά μια σκούρα πορτοκαλί απόχρωση.
Ο μικρός θεός παραξενεύτηκε από το αποτέλεσμα, αλλά δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Ίσα, ίσα. Ήταν ευχαριστημένος που επιτέλους είχε τελειώσει, αλλά και πολύ περήφανος για το δημιούργημά του. Ήταν τόσο διαφορετικό – καμία σχέση με αυτά που έφτιαχνε ο μπαμπάς του. Έπρεπε να πάει να του το δείξει αμέσως!
Έκανε να το πιάσει, μα η μπογιά ήταν ακόμη νωπή και τα χέρια του βάφτηκαν κίτρινα. Α, όχι δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένει μέχρι να στεγνώσει! Έσκυψε με ανυπομονησία πάνω από την πλαστελίνη και άρχισε να φυσά με όλη του τη δύναμη.
Και τότε έγινε κάτι αναπάντεχο! Τα χρώματα μετατράπηκαν σε πούπουλα και δέρμα, η πλαστελίνη έγινε σάρκα και οστά. Το δημιούργημα αναπήδησε στον αέρα καθώς η Ζωή τρύπωσε μέσα του.
Ο μικρός θεός τρόμαξε και τινάχτηκε ενστικτωδώς πίσω, πέφτοντας ανάσκελα στο πάτωμα. Καθώς όμως η περιέργεια του ήταν μεγαλύτερη από την τρομάρα του, πλησίασε μπουσουλώντας το παράξενο πλάσμα. Άπλωσε το χέρι διερευνητικά. Το απαλό φτέρωμα τού γαργάλισε τα ακροδάκτυλα. Παίρνοντας θάρρος, χάιδεψε τρυφερά την κοιλιά του πλάσματος. «Κουάκ, κουάκ!» αποκρίθηκε αυτό.
Ο μικρός θεός ενθουσιάστηκε! Αυτό ήταν πέρα από κάθε προσδοκία! Έπρεπε να εξερευνήσει όλες τις δυνατότητες του δημιουργήματός του. Το έσπρωξε ελαφρά κι αυτό άρχισε να προχωρά με αδέξια βήματα, μπαλαντζάρωντας δεξιά-αριστερά, μέχρι που κουτούλησε σε ένα χιονισμένο βουνό που ήταν παρατημένο λίγο παραπέρα. Ο μικρός θεός χτύπησε με τη βάση της παλάμης το μέτωπό του, αντιλαμβανόμενος το λάθος του. Βούτηξε αμέσως το πινέλο του στη λευκή μπογιά και ζωγράφισε πάνω στο κεφάλι του πλάσματος δυο μεγάλα ολοστρόγγυλα μάτια. Το πλάσμα, τα ανοιγόκλεισε μερικές φορές ώσπου να συνηθίσει το φως. «Κουάκ, κουάκ!» έκραξε κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη το δημιουργό του. «Κουάκ, κουάκ!» αποκρίθηκε αυτός προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί του.
Ο μικρός θεός αποφάσισε να συνεχίσει τα πειράματά του. Έπιασε το πλάσμα ανάμεσα στις παλάμες του, το πέταξε ψηλά και μετά απογειώθηκε κι αυτός πετώντας δίπλα του. Όταν όμως το πλάσμα έφτασε στο ψηλότερο σημείο της τροχιάς του, άρχισε να πέφτει με μεγάλη ταχύτητα. Ο μικρός θεός (που δεν περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο) ευτυχώς αντέδρασε εγκαίρως και, διαγράφοντας έναν αόρατο κύκλο στον αέρα με το δάχτυλο, πρόλαβε να γλυτώσει το πλάσμα λίγο πριν συντριβεί στο πάτωμα. Δίχως καθυστέρηση, πέταξε κοντά του, πήρε δυο κομμάτια πλαστελίνη, τα έπλασε, τα έβαψε κίτρινα και τα στερέωσε στα πλευρά του. Κι αυτά έγιναν φτερά! Το πλάσμα τα ανεβοκατέβασε μερικές φορές, ώσπου κατάφερε να σηκωθεί λίγα μόλις εκατοστά πάνω από το πάτωμα. «Κουάκ, κουάκ!» έκραξε εγκρίνοντας το νέο του απόκτημα. «Κουάκ, κουάκ!» έκανε και ο μικρός θεός και του χάιδεψε με στοργή το κεφάλι.
Ο μικρός θεός δεν κρατιόταν άλλο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δείξει το κατόρθωμά του στον μπαμπά του – τον μεγάλο θεό. Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε. Ακούστηκε ένα δυνατό μπουμπουνητό κι ένα γκρίζο σύννεφο καπνού σχηματίστηκε από το πουθενά. Σιγά-σιγά το σύννεφο άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός ηλικιωμένου – αλλά ιδιαιτέρα γεροδεμένου άντρα – με μακριά λευκά μαλλιά με πλούσιες μπούκλες και παχιά γενειάδα.
«Με κάλεσες;» είπε ο μεγάλος θεός με φωνή τόσο βροντερή που το δωμάτιο ολόκληρο σείστηκε πέρα-δώθε.
Αντί για απάντηση, ο μικρός θεός, πήρε το κίτρινο πλάσμα στα χέρια του και απλώνοντας τα, του το έδειξε με υπερηφάνεια.
«Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησε ο μεγάλος θεός με απορία και έκανε να το πιάσει. Μα τα χέρια του ήταν ροζιασμένα και σκληρά, πράγμα φυσικό, αφού ολόκληρη τη ζωή του, έφτιαχνε μόνο χοντροκομμένα, σκληροτράχηλα, πράγματα - πλανήτες, βουνά, θάλασσες και άλλα τέτοια. Έτσι, δίχως να το θέλει, έσφιξε το πλάσμα λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε. «Κουαααααααααααακ!» έβγαλε αυτό μια απελπισμένη κραυγή λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.
«Ωχ!» έκανε ο μεγάλος θεός που κατάλαβε τη γκάφα του.
Ο μικρός θεός έμεινε για μια στιγμή ασάλευτος και βουβός μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά μετά αποφάσισε ότι δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο για να κάνει κάτι τέτοιο. Άνοιξε το στόμα του διάπλατα και άρχισε να τσιρίζει με όλη του τη δύναμη. Τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα. Τόσα πολλά που το δωμάτιο γέμισε ως τη μέση!
Ένα κοκκινωπό σύννεφο σχηματίστηκε στο δωμάτιο. Μόλις ο μεγάλος θεός το είδε κράτησε το κεφάλι του με απόγνωση.
Η μεγάλη θεά αιωρήθηκε πάνω από τη στάθμη του νερού προσέχοντας να μην βραχεί το μακρύ, αιθέριο, φόρεμά της.
«Τι έκανες πάλι βρε μπουνταλά στο παιδί και κλαίει;» ρώτησε αυστηρά τον μεγάλο θεό, ενώ μικροσκοπικοί κεραυνοί πετάγονταν από τα μάτια της.
«Ε-ε-εγώ,...» ψέλλισε αυτός προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει μια καλή δικαιολογία.
«Δε με νοιάζει!» το έκοψε η μεγάλη θεά. «Κάνε κάτι να σταματήσει. ΤΩΡΑ!»
Ο μεγάλος θεός, χαμήλωσε το κεφάλι και ψαχούλεψε αμήχανα την τσέπη του μανδύα του. Από μέσα της έβγαλε ένα άμορφο κομμάτι πηλού – πάντα είχε λίγο μαζί του, ήταν βλέπετε το χόμπι του – και άρχισε να τον πλάθει όπως-όπως, προσπαθώντας να ξαναφτιάξει το πλάσμα του μικρού θεού. Επειδή όμως, δεν ήταν και πολύ καλός στις λεπτοδουλειές, δεν του βγήκε ακριβώς το ίδιο. Το σώμα ήταν πιο μακρόστενο, τα φτερά έμοιαζαν πολύ με τα πόδια και δεν είχε κι εκείνο το πλακουτσωτό πράγμα στο πρόσωπο (γιατί βασικά δε μπορούσε να καταλάβει πως στο καλό να το φτιάξει). Μόλις το τελείωσε, το ακούμπησε στην παλάμη του και το έδειξε στο μικρό θεό.
«Λοιπόν, πως σου φαίνεται;» ρώτησε με αγωνία, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος της γυναίκας του.
Ο μικρός θεός σταμάτησε το κλάμα και πήρε την πήλινη κούκλα στα χέρια του. Όχι, όχι, αυτό το κατασκεύασμα σίγουρα δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό του. Στρογγυλό κεφάλι, δυο χέρια, δυο πόδια... Θα ‘πρεπε τώρα να τα ξανασκεφτεί όλα από την αρχή...