22 Μαρ 2009

Χέρια

Τα μικροκαμωμένα χεράκια πετάρισαν παιχνιδιάρικα λες και προσπαθούσαν να διευθύνουν μιαν αόρατη ορχήστρα. Ο βιαστικός Βοριάς σκόνταψε πάνω στην απρόσμενα τραχιά επιφάνειά τους και καθώς περνούσε ανάμεσα στα μαυριδερά τους δάχτυλα, άφησε ένα μακρόσυρτο παραπονεμένο σφύριγμα. Οι παλάμες κοίταξαν προς τον ουρανό. Μια ηλιαχτίδα από τη μακρινή Ανατολή τις είδε από ψηλά και, γεμάτη περιέργεια, βούτηξε κατά πάνω τους κι άρχισε να τις εξερευνά. Σύντομη η γραμμή της ζωής, μα με πολλά παρακλάδια. Τ’ όρος του Ερμή έντονα χαραγμένο – μυαλό που κόβει κι αγάπη για ταξίδι. Η πρώτη φάλαγγα τ’ αντίχειρα μακρόστενη, πράγμα που φανερώνει μεγάλη φαντασία.

Τα χέρια προσγειώθηκαν στη γη. Άρπαξαν μια σαραβαλιασμένη κούκλα μ’ ένα πόδι και δυο άδειες τρύπες στις θέσεις των ματιών. Της χάιδεψαν τρυφερά το κεφάλι. Τα φαγωμένα βρώμικα νυχάκια τους μπλέχτηκαν ανάμεσα στα λιγοστά πλαστικά μαλλιά.

Το χάδι δεν κράτησε πολύ. Τα χέρια παραπέταξαν την κούκλα στην άκρη του δρόμου και καταπιάστηκαν μ’ ένα μυρμήγκι που κουβάλαγε στην πλάτη του έναν σπόρο. Ήθελαν μόνο να το βοηθήσουν. Μα άτσαλα και παγωμένα καθώς ήταν, το έλιωσαν το δόλιο κι απόμεινε πάνω τους μονάχα ένας τοσοδά μαύρος λεκές. Τα χέρια μαζεύτηκαν μεμιάς και σφίχτηκαν σε γροθιές προσπαθώντας να κρύψουν τη ντροπή τους.

Μετά από λίγο, το ένα ξεδιπλώθηκε δειλά. Το μικρό δαχτυλάκι τρύπωσε σ’ ένα βουλωμένο ρουθούνι. Βγαίνοντας, προσέφερε στον αντίχειρα ένα δωράκι. Μαζί, έπλασαν την άμορφη μάζα μέχρι που έγινε ένα ολοστρόγγυλο μπαλάκι. Το μικρό δαχτυλάκι το κλώτσησε παιχνιδιάρικα σημαδεύοντας έναν φανταστικό στόχο. Το μπαλάκι έπεσε δίπλα σε μια κίτρινη μαργαρίτα που είχε φυτρώσει σε μια σχισμή του πεζοδρομίου. Τα χέρια την έκοψαν προσεκτικά κι άρχισαν να μαδούν τα πέταλά της ένα-ένα. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά», ψιθύριζαν με μια κρυφή λαχτάρα. «Μ’ αγαπά!» ήταν η τελική ετυμηγορία κι ένα κύμα ενθουσιασμού πλημμύρισε τα χέρια.

Μια αντανάκλαση πάνω σ’ ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού τράβηξε την προσοχή τους. Το σήκωσαν από χάμω και προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν το δαχτυλίδι του με τη βία. Αυτό όμως αντιστάθηκε σθεναρά και η κοφτερή του λεπίδα χάραξε στον δείκτη του χεριού ένα λεπτό κόκκινο αυλάκι. Το δάχτυλο κλαψούρισε και βούτηξε ανάμεσα σε δυο σκασμένα ροζ χειλάκια γυρεύοντας παρηγοριά. Μια αλμυρή σταγόνα κύλησε στο κατακόκκινο μάγουλο και ήρθε να το συναντήσει. Όταν το δάχτυλο αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του, στολίστηκε με το τενεκεδένιο λάφυρο και το μοστράρισε με περηφάνια, σα να ‘ταν κάποιο παράσημο που μαρτυρούσε την αντρειοσύνη που έδειξε στη μάχη.

Μια μηχανή αυτοκινήτου γουργούρισε δίπλα τους. Το δεξί χέρι κυμάτισε στον αέρα σα λερωμένο ιπτάμενο χαλί κι αιωρήθηκε για λίγο πάνω-κάτω. Τη στιγμή που έκανε να μαζευτεί, ένα ασημένιο κέρμα έπεσε μέσα του. Ο αντίχειρας το ξάπλωσε στην πλάτη του και το τίναξε με δύναμη ψηλά. Το κέρμα στριφογύρισε σα σβούρα στον αέρα κι ύστερα προσγειώθηκε απαλά στη ροζιασμένη παλάμη που πήγε αμέσως να το δείξει στην αδερφή της. Σαν κουκούλι το ‘κλεισαν οι δυο ανάμεσά τους κι έτσι όπως ήταν ενωμένες, άρχισαν να κουνιόνται πέρα δώθε. Το κέρμα χοροπηδούσε ρυθμικά μέσα στη αγκαλιά τους βγάζοντας αστείες κραυγούλες όπως μωρό που γελά. Κι αυτές αναριγούσαν σε κάθε άγγιγμά του.

Αν μπορούσε ποτέ κανείς να ξέρει πότε τα χέρια χαμογελούν, τότε θα καταλάβαινε ότι αυτά τα δυο ήταν ευτυχισμένα…

9 Μαρ 2009

Κόκκινη κλωστή δεμένη…


Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη… Έτσι ξεκινούσε η γιαγιά μου όλα της τα παραμύθια. Κι ύστερα, έπαιρνε το κουβάρι με την κόκκινη κλωστή από το καλάθι με τα ραφτικά και μου έδενε ένα φιογκάκι στο δείκτη του δεξιού χεριού. Όταν το παραμύθι τελείωνε, τραβούσε τη μιαν άκρη της κλωστής κι ο κόμπος λυνόταν αμέσως. Αυτό σήμαινε ότι ήταν ώρα για ύπνο. Είχε κάτι το μαγικό εκείνο το λύσιμο. Σα να έλυνε και το μυαλό μου μαζί. Χαλάρωνα κι όλες οι αστείες παιδικές μου σκοτούρες έσβηναν μονομιάς. Τα βλέφαρα μου έσμιγαν γλυκά, σαν πρωτοερωτευμένο ζευγαράκι κι έβλεπα όνειρα όμορφα, από αυτά που εύχεσαι ποτέ να μην ξυπνήσεις.

Μια κόκκινη κλωστή έδεσα στο δάχτυλο μου πάλι χτες βράδυ, μετά από πολλά χρόνια.

Ήμουν στο πανεπιστήμιο όταν χτύπησε το κινητό. Ανάμεσα σε αναφιλητά, η μητέρα μού ανακοίνωσε το θάνατο της γιαγιάς. Να μην έρθω μου είπε. Δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρηθώ. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβαινα την κηδεία. Θα γινόταν νωρίς το πρωί κι εγώ έπρεπε να πάρω δυο πτήσεις. Εγώ φυσικά δεν την άκουσα. Πήρα ένα ταξί, άφησα τα βιβλία στο σπίτι, στοίβαξα μερικά σκούρα ρούχα σ’ ένα σακβουαγιάζ και πήγα στο αεροδρόμιο. Εισιτήριο όμως δε μπόρεσα να βρω για το βράδυ. Μπήκα λοιπόν στη λίστα αναμονής για την πρωινή πτήση. Έτσι, αναγκάστηκα να περάσω ολόκληρη τη νύχτα πάνω στις άβολες πλαστικές καρέκλες της αίθουσας αναμονής.

Ήμουν τρομερά κουρασμένος, αλλά ήταν αδύνατον να κοιμηθώ. Μέχρι που, βάζοντας το χέρι στην τσέπη του μπουφάν για να ζεσταθώ, ανακάλυψα τυχαία μια ξηλωμένη κλωστή. Μια κόκκινη κλωστή! Την τύλιξα όπως-όπως γύρω από το δάχτυλό μου κι έκλεισα τα μάτια. Ο ύπνος ήρθε απρόσμενα, χωρίς να τον καταλάβω, σα χαμένος φίλος από τα παλιά που σ’ επισκέπτεται ξαφνικά μετά από χρόνια.

Φτάνοντας στην Αθήνα, μου ανακοίνωσαν ότι η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Προσωπικού Ασφαλείας Ελλάδος είχε κηρύξει δωδεκάωρη απεργία. Όταν επιτέλους προσγειώθηκε η πτήση μου στην Κέρκυρα ήταν πλέον σούρουπο. Δεν πέρασα από το σπίτι. Ούτε καν τους τηλεφώνησα. Εξάλλου δεν ήρθα γι’ αυτούς.

Σ’ ένα χαντάκι έξω από το αεροδρόμιο είχαν φυτρώσει άγρια κυκλάμινα. Η γιαγιά λάτρευε τα κυκλάμινα. Κάτω από το αδιάφορο βλέμμα μερικών περαστικών σκάλισα με τα χέρια μου το νωπό χώμα. Έβγαλα προσεκτικά μια ρίζα μαζί με τα λουλούδια και την τύλιξα στο μαντίλι μου. Σκοπεύω να τη φυτέψω στον τάφο της γιαγιάς. Είμαι σίγουρος ότι θα της αρέσει αυτό. Μια φορά είχα πάει μαζί της στο νεκροταφείο για να επισκεφτούμε τον παππού και μου είχε κάνει εντύπωση ότι δεν κρατούσε μαζί της λουλούδια, όπως κάνει όλος ο κόσμος. Όταν την ρώτησα γιατί, αυτή μου χαμογέλασε πονηρά κι έβγαλε από την τσέπη της ένα πλαστικό σακουλάκι γεμάτο σπόρους. «Οι ποθαμένοι λαχταράνε τη ζωή κι όχι το θάνατο», μου είπε. «Από δαύτονε έχουνε μπόλικο. Κι οι νιοράντιδες οι ανθρώποι πάνε και τσου αφήνουνε τσέτο, ένα μάτσο ψόφια φιόρια. Ετούτοι οι σπόροι πάλε, είναι άλλο πράμα. Από το θάνατο του πάππου σου θ’ ανατραφούνε, θα κάμουνε το θάνατο ζωή. Κι άμα ξεβλασταρώσουνε με το καλό, μέσα από τσου χυμούς τους θα σκαρφαλώνει τσι ξάστερες νυχτιές ο πάππους και θα σουλατσάρει πάνω στη γης, ν’ αγναντεύγει ο δόλιος μια ολιά το φεγγάρι που τόσο πολύ αγαπούσε.»

Αυτή πάνω-κάτω ήταν η ιστορία που διηγήθηκα στο γέρο φύλακα του νεκροταφείου για να μ’ αφήσει να μπω μέσα, παρόλο που ήταν ήδη αργά. Δε μπορούσα να περιμένω μέχρι το επόμενο πρωί. Αυτός, ανασήκωσε πρώτα το γκρίζο του κασκέτο για να με δει καλύτερα. Αφού με περιεργάστηκε για λίγο δίχως να μιλήσει, έσπρωξε τη σκουριασμένη καγκελόπορτα και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έδειχνε πολύ γέρος, περπάταγε με βήμα ανάλαφρο και γοργό.

Το νεκροταφείο ήταν κακοφωτισμένο, μα εκείνο το βράδυ είχε μια τεράστια πανσέληνο που έκανε τη νύχτα μέρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται τα νεκροταφεία. Ιδιαίτερα τη νύχτα. Εγώ όχι. Κι αυτό κληρονομιά της γιαγιάς. Ένα βράδυ, μικρός, όταν της είπα ότι φοβάμαι τα φαντάσματα, μου χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι και μου είπε χαμογελώντας: «Τσου ζωντανούς να σκιάζεσαι τζόγια μου κι όχι τσ’ αποθαμένους. Αυτοί πάει, σχωρέθηκαν πια από τα κρίματα και τα πάθη τσου και σβουντσουρίζουνε αντέσο σα τσι λευτερίδες τσι ρούγες τ’ ουρανού. Λαβόρο άλλο δεν έχουνε θαρρείς παρά να κουπάρονται μ’ ελόου σου;»

Μπροστά ο φύλακας και ξωπίσω του εγώ, περπατούσαμε σιωπηλοί ανάμεσα στα πετροστρωμένα μονοπάτια. Κάποια στιγμή, ο φύλακας στάθηκε μπροστά σ’ ένα παρτέρι με τριανταφυλλιές. Δίπλα, το χώμα ήταν φρεσκοσκαμμένο. Ο φύλακας άναψε ένα κλεφτοφάναρο κι έριξε τη δέσμη του στον πέτρινο σταυρό. Όταν αντίκρισα τη θολή, ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα μάτια μου βούρκωσαν. Έκανα το σταυρό μου και γονάτισα. Έβγαλα από την τσέπη το μαντήλι και παράχωσα τη ρίζα στο χώμα.

Μόλις σηκώθηκα, ο φύλακας έριξε τη δέσμη του φακού του στις τριανταφυλλιές. Ανάμεσα στα φύλλα και τ’ ανθισμένα λουλούδια μόλις που διακρινόταν μια μαρμάρινη πλάκα. Τότε κατάλαβα. Δεν ήταν παρτέρι. Ήταν ο τάφος του παππού. Οι σπόροι της γιαγιάς είχαν γίνει πια ολόκληρος θάμνος.

«Δεν ήθελε να μπει στο ίδιο μνήμα με τον πάππου σου,» είπε ο φύλακας σπάζοντας απρόσμενα τη σιωπή του. «Γιατί θα τήνε βάζανε από πάνω του. Και δεν θα ‘τανε πρέπον. Η θέση της έλεγε ήταν δίπλα του, γιατί έτσι είχε ορκιστεί στο Θεό όταν τον παντρεύτηκε.»

Εγώ γύρισα και τον κοίταξα απορημένος.

«Ήμουν πολύ φίλος και με τους δυο τους,» σα να δικαιολογήθηκε. «Από παλιά. Εσύ τον πάππου σου δεν πρέπει να τον γνώρισες, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, πέθανε πριν γεννηθώ,» απάντησα. «Μόνο σ’ ένα κάδρο στο σαλόνι τον έχω δει, αλλά η μαμά λέει πως δεν του μοιάζει καθόλου. Σας ευχαριστώ πάντως πάρα πολύ που με αφήσατε να μπω τέτοια ώρα. Μου κάνατε μεγάλη χάρη!»
«Όχι, μάτια μου, δεν την έκανα σ’ εσένα. Σ’ αυτήνε την έκανα,» είπε κι έδειξε τον τάφο της γιαγιάς. «Σ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Το ’ξερε ότι θα την επισκεπτόσουν κάποτε εδώ. Γι’ αυτό μου εμπιστεύτηκε ετούτο, να στο δώσω όποτε θα ‘ρχόσουν,» συμπλήρωσε κι έβγαλε κάτι από την τσέπη της μάλλινης ζακέτας του και μου το έδωσε.

Το χέρι του ίσα που άγγιξε το δικό μου, μα θυμάμαι πως ήταν πολύ κρύο, παγωμένο. Κρύο ήταν και το αντικείμενο που άφησε πάνω στην παλάμη μου. Σήκωσα το χέρι ψηλά για να δω καλύτερα κάτω από το φεγγαρόφωτο. Ήταν ένα μικρό χρυσό μήλο, περασμένο σε μια λεπτή αλυσίδα που είχε κουλουριαστεί σα φίδι πάνω στο χέρι μου.

«Αυτό το μήλο το ‘χε χαρίσει ο πάππους στη γιαγιά σου, όταν της έκανε πρόταση γάμου,» μου είπε ο φύλακας. «Ήξερε βλέπεις ότι της αρέσανε πολύ τα παραμύθια, και της το ‘δωκε για να της δείξει ότι γι’ αυτόν, ήταν η πιο έμορφη γυναίκα του κόσμου. Άμα το κοιτάξεις στο φως θα δεις πως γράφει πάνω «τῇ καλλιστῇ» σαν το μήλο της Έριδος, που έδωκε ο Πάρις στη θεά Αφροδίτη. Η γιαγιά σου ήθελε σαν φύγει να το κλερονομήσεις εσύ, που αγαπάς σαν κι αυτήν τα παραμύθια, για να το δώκεις κάποτε στη δική σου Αφροδίτη…»

Φεύγοντας από το νεκροταφείο ευχαρίστησα ακόμα μια φορά τον φύλακα και περπάτησα ως το σπίτι. Δεν ήταν ιδιαίτερα κοντά, αλλά ένιωθα πως είχα πολύ ανάγκη να βρεθώ για λίγο μόνος.

Όταν η μητέρα μου, άνοιξε την πόρτα και με είδε να στέκομαι στο κατώφλι με το σακβουαγιάζ στο χέρι, ξαφνιάστηκε. Έμπηξε μια τόσο δυνατή κραυγή που ο πατέρας και τ’ αδέρφια μου ήρθαν τρέχοντας για να δουν τι είχε συμβεί. Η έκπληξή της όμως ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν της διηγήθηκα τη νυχτερινή επίσκεψή μου στο νεκροταφείο κι ανέφερα τη συνάντησή μου με το γέρο φύλακα.

«Αγόρι μου,» μου είπε με κάποια δόση δυσπιστίας, «στο νεκροταφείο δεν υπάρχει νυχτοφύλακας εδώ και πολλά χρόνια. Ο τελευταίος νυχτοφύλακας ήταν ο παππούς σου. Μετά απ’ αυτόν, δε βρέθηκε κανείς άλλος που να θέλει να περνά τα βράδια του μαζί με τους νεκρούς.»

Τότε εγώ έβγαλα από την τσέπη μου το χρυσό μήλο και της το έδειξα. Κι αυτή έγινε άσπρη σαν το πανί και σωριάστηκε μεμιάς πάνω στο χαλί.

Όταν καταφέραμε να τη συνεφέρουμε, έσφιξε στη γροθιά της το μήλο για να βεβαιωθεί ότι τα μάτια της δεν τη ξεγελούσαν και μου είπε με φωνή που έτρεμε – από φόβο ή συγκίνηση δε γνωρίζω: «Αυτήν την καδένα την πέρασα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια στο λαιμό της μάνας μου σήμερα το πρωί. Ήταν η αγαπημένη της βλέπεις κι ήμουνα σίγουρη πως θα ‘θελε να την πάρει μαζί της…»
 
Our site is at APN Greece Directory