Πηγή εικόνας
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μυθικό, ανάμεσα σε τέσσερις πελώριες κι αιώνια χιονισμένες οροσειρές, απλωνόταν η Εχθρική Κοιλάδα. Εκεί ζούσαν εφτά φυλές. Στο νότιο άκρο της κοιλάδας βρισκόταν ένας τεράστιος ογκόλιθος, τόσο ψηλός, που έμοιαζε να τρυπά το ουρανό. Όλες οι φυλές πίστευαν ότι στην κορυφή του ογκόλιθου κατοικούσε ο ίδιος ο Θεός κι έτσι ήταν αυστηρά απαγορευμένο σε όλους ακόμη και να τον πλησιάσουν.
Το έδαφος ήταν χωρισμένο σε 7 ισοπαχείς οριζόντιες ζώνες, κάθε μια από τις οποίες εκτεινόταν κατά μήκος της κοιλάδας από τη μια της άκρη ως την άλλη. Όλες οι ζώνες ήταν ακριβώς ίδιες σε μέγεθος, λες και κάποιο θεϊκό χέρι τις είχε μοιράσει με ένα πελώριο μαχαίρι. Σε κάθε ζώνη ζούσε και μια από τις 7 φυλές.
Στη ζώνη που βρισκόταν στο βορινό άκρο της κοιλάδας ζούσαν οι Κόκκινοι. Όπως φαίνεται και από το όνομά τους το δέρμα τους είχε κόκκινο χρώμα. Οι αρχαίες γραφές των προφητών τους έλεγαν πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Επομένως, σύμφωνα με αυτούς, ο Θεός θα πρέπει να ήταν κόκκινος, αφού αυτοί – τα παιδιά του – ήταν κόκκινοι.
Στη διπλανή ζώνη ζούσαν οι Πορτοκαλί οι οποίοι είχαν πορτοκαλί δέρμα. Οι αρχαίες γραφές των προφητών τους έλεγαν πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Επομένως σύμφωνα με αυτούς, ο Θεός θα πρέπει σίγουρα να ήταν πορτοκαλί, αφού αυτοί – τα παιδιά του – ήταν πορτοκαλί.
Μετά τους Πορτοκαλί ήταν η ζώνη των Κίτρινων. Κατά μυστήριο τρόπο κι αυτών οι αρχαίες γραφές έλεγαν πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Άρα ο Θεός θα έπρεπε να ήταν κίτρινος, αφού αυτοί – τα παιδιά του – ήταν κίτρινοι.
Αντίστοιχα, στις υπόλοιπες τέσσερις ζώνες ζούσαν κατά σειρά οι Πράσινοι, οι Γαλάζιοι, οι Λουλακί και οι Μοβ. Και φυσικά οι αρχαίες γραφές όλων έλεγαν ότι όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Άρα ο Θεός θα πρέπει να ήταν πράσινος σύμφωνα με τους πρώτους, γαλάζιος σύμφωνα με τους δεύτερους, λουλακί σύμφωνα με τους τρίτους και μοβ σύμφωνα με τους τελευταίους.
Η Εχθρική Κοιλάδα ήταν ένας πολύ εύφορος τόπος που φρόντιζε να μοιράζει πάντα εξίσου απλόχερα σε όλες τις φυλές πλούσιες σοδιές, γάργαρα καθαρά νερά, ήπιους χειμώνες και γλυκά καλοκαίρια, σαν καλός πατέρας που φροντίζει εξίσου όλα τα παιδιά του, δίχως ποτέ να αδικεί κανένα. Έτσι και οι 7 φυλές απολάμβαναν ακριβώς τα ίδια «προνόμια» και δεν υπήρχε λόγος για κάποια από αυτές να επιβουλευτεί το έδαφος ή την ευζωία κάποιας άλλης, αφού ως προς αυτά δεν υπήρχε καμιά απολύτως διαφορά μεταξύ τους.
Παρόλο λοιπόν που δεν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές ούτε και λόγοι διαμάχης μεταξύ των φυλών, οι 7 ζώνες ήταν χωρισμένες μεταξύ τους με βαθιές τάφρους, ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και θανατηφόρα ναρκοπέδια. Φρουροί οπλισμένοι σαν αστακοί φύλαγαν τα κάθε σύνορα και η διακίνηση πολιτών, αγαθών και ιδεών από κάθε ζώνη στις διπλανές της απαγορευόταν αυστηρά. Γι’ αυτό άλλωστε είχε ονομαστεί έτσι η Εχθρική Κοιλάδα. Επίσης, όλα τα μέλη κάθε φυλής φορούσαν υποχρεωτικά μονόχρωμες στρατιωτικές στολές και όλα τα σπίτια ήταν βαμμένα με το ίδιο χρώμα.
Ο λόγος για όλον αυτό τον παραλογισμό δεν ήταν άλλος, από το θέμα του χρώματος του Θεού, το οποίο με τα χρόνια είχε αναχθεί σε μείζονα αιτία πολέμου και αδυσώπητων εχθροπραξιών καθώς και σε μια καλή δικαιολογία για τη διεξαγωγή πλήθους ανίερων και απάνθρωπων πράξεων από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Έτσι, κάθε τόσο, οι Κόκκινοι επιτίθονταν στους Πορτοκαλί, οι οποίοι έκαναν σαμποτάζ στους Κίτρινους, οι οποίοι με τη σειρά τους έβρισκαν ευκαιρία να προξενήσουν δολιοφθορές στους Γαλάζιους καθώς αυτοί ήταν απασχολημένοι με τον πόλεμο στα νότια σύνορά τους με τους Λουλακί, τα κανόνια των οποίων σφυροκοπούσαν τακτικά στρατηγικές, και μη, θέσεις των Μοβ. Κι η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν κάθε τόσο απλά με παραλλαγές στους ρόλους των φυλών, ως προς το ποιος επιτιθόταν, ποιος αμυνόταν, ποιος έκανε τα σαμποτάζ, κ.ο.κ.
Οι πολύχρονες διαμάχες κι οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει να φθείρουν σοβαρά την Εχθρική Κοιλάδα. Τα περισσότερα κτίρια πριν ξαναχτιστούν γκρεμίζονταν, το νερό είχε αρχίσει να μολύνεται, οι σοδιές όσο πήγαινε και γινόταν φτωχότερες, αφού τα φυτά δε μπορούσαν να αναπτυχθούν όπως παλιά στο ταλαιπωρημένο από τα παραχωμένα στο έδαφος χημικά και βλήματα, ενώ τα κοπάδια κάθε τόσο ξεκληρίζονταν, είτε λόγω κάποιας άστοχης επίθεσης των αντιπάλων, είτε από ξεχασμένες νάρκες και βλήματα.
Καθώς η κατάσταση πλέον έδειχνε να έχει φτάσει στο απροχώρητο, οι Αρχηγοί και οι Ανώτατοι Ιεράρχες των εφτά φυλών αποφάσισαν για πρώτη φορά στην ιστορία της Εχθρικής Κοιλάδας να συναντηθούν όλοι μαζί μήπως μπορέσουν και βρουν μια οριστική λύση στο πρόβλημα του χρώματος του Θεού, η οποία θα ήταν ικανοποιητική για όλους. Η συνάντηση ορίστηκε να γίνει στο νότιο άκρο της κοιλάδας κοντά στους πρόποδες του ογκόλιθου, γιατί εκεί το έδαφος θεωρούνταν ιερό και κάθε είδους εχθροπραξία απαγορευόταν αυστηρά από τους νόμους όλων των φυλών.
Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει, όλοι οι Αρχηγοί κι οι Ιεράρχες κατέφθασαν στον προκαθορισμένο τόπο ντυμένοι με εντυπωσιακές – μονόχρωμες φυσικά – στολές, κραδαίνοντας επιβλητικά λάβαρα με το χρώμα της φυλής τους. Μαζί τους όλοι είχαν κουβαλήσει επίσης αντίγραφα από τις αρχαίες γραφές των προφητών τους καθώς και τεράστιους τόμους με βαθυστόχαστες αναλύσεις και σχετικούς νόμους και πορίσματα. Με τελετουργικά βήματα σχημάτισαν έναν κύκλο και κάθισαν για να συζητήσουν. Για την αποφυγή οποιασδήποτε νέας διαμάχης έριξαν κλήρο για τη σειρά με την οποία θα μιλούσαν.
Στην αρχή, οι πρώτοι ομιλητές προσπάθησαν να πείσουν τους υπόλοιπους ότι ο Θεός έχει το χρώμα που αυτοί υποστήριζαν πιστεύοντας ότι αυτός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος επίλυσης του προβλήματος. Αυτό βέβαια δημιούργησε έντονες αντιδράσεις από τους υπόλοιπους. Έτσι, επειδή η διάσκεψη κινδύνευε να τιναχθεί στον αέρα και να μετατραπεί σε γενική σύρραξη πριν καλά - καλά αρχίσει, η τακτική αυτή γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Στη συνέχεια, ένας από τους Αρχηγούς πρότεινε να συμφωνήσουν όλοι ότι δεν υπάρχει ένας Θεός, αλλά εφτά – ένας στο χρώμα κάθε φυλής – κι έτσι να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Η πρόταση αυτή φάνηκε λογική στους υπόλοιπους Αρχηγούς, αλλά όλοι οι Ιεράρχες, ανεξαρτήτου φυλής και χρώματος, δήλωσαν με μια φωνή πως οι αρχαίες γραφές των προφητών τους έλεγαν καθαρά και ξάστερα ότι ο Θεός είναι ένας κι ότι όταν έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Επομένως, η λύση αυτή αν και θα ήταν πολιτικώς αποδεκτή, από θρησκευτικής άποψης θα ήταν αιρετική, ανυπόστατη κι επικίνδυνη.
Έτσι λοιπόν, η ώρα περνούσε δίχως να φαίνεται κάποια λύση στον ορίζοντα. Είχε πλέον σχεδόν σουρουπώσει, κι οι Αρχηγοί χασμουριόντουσαν ασταμάτητα και τα στομάχια τους γουργούριζαν, ενώ οι Ιεράρχες κοίταζαν με αγωνία τον ήλιο που ετοιμαζόταν να δύσει, από φόβο μήπως και δεν προλάβουν να κάνουν την εσπερινή τους προσευχή.
- Και τώρα τι κάνουμε; ρώτησε τελικά ο Κόκκινος Αρχηγός.
- Απ’ ότι φαίνεται αν δεν ανακαλύψουμε τι χρώμα είναι ο Θεός, οι μάχες δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ, του απάντησε ο Πράσινος Ιεράρχης.
- Και πως θα το κάνουμε αυτό; ρώτησε ο Γαλάζιος Ιεράρχης.
- Ναι, πως θα έχουμε αδιάψευστα στοιχεία, έτσι ώστε να μην υπάρχει αντίλογος και αμφιβολίες; συμπλήρωσε ο Κίτρινος Αρχηγός.
Τις ερωτήσεις αυτές ακολούθησε η σιωπή. Κανείς δε μπορούσε να απαντήσει. Όσο κι αν έσπαγαν όλοι το κεφάλι τους, κανείς δεν είχε διαβάσει ή έστω ακούσει κάποιο ιερό κείμενο ή νόμο που να προέβλεπε κάτι τέτοιο. Κι άρχισαν όλοι να μελετάνε από την αρχή τις γραφές και να ξεφυλλίζουν τα βιβλία που είχαν κουβαλήσει μαζί τους. Ώσπου ξαφνικά ακούστηκε μια λεπτή φωνούλα να λέει:
- Καλά, γιατί δεν πάτε να ρωτήσετε τον ίδιο;
Όλοι έστρεψαν το κεφάλι τους και είδαν ένα μικρό παιδάκι, το χρώμα του οποίου κανείς δε μπορούσε να διακρίνει μέσα στο σούρουπο, να στέκεται λίγο πέρα από τον κύκλο τους, μπροστά από τον ήλιο που βασίλευε, και να τους κοιτά με απορία.
- Τι χαζή ιδέα, βιάστηκε να πει ο Μοβ Αρχηγός. Άκου να ρωτήσουμε τον ίδιο. Χα, χα!
- Άντε πήγαινε σπιτάκι σου γρήγορα παιδί μου, εδώ έχουμε σοβαρή συζήτηση, δεν παίζουμε, μάλωσε αυστηρά ο Κίτρινος Αρχηγός το παιδάκι που τρόμαξε κι έφυγε τρέχοντας.
- Μια στιγμή! πετάχτηκε ο Πορτοκαλί Ιεράρχης, νομίζω ότι αυτή είναι καταπληκτική ιδέα!
- Δηλαδή; ρώτησαν εν χορώ οι υπόλοιποι Ιεράρχες και Αρχηγοί.
- Να, θα πάμε όλοι μαζί να συναντήσουμε τον Θεό και θα δούμε με τα ίδια μας τα μάτια τι χρώμα είναι. Και μετά κανείς δε θα μπορεί πλέον να αμφιβάλει, τους εξήγησε με ενθουσιασμό ο Πορτοκαλί Ιεράρχης.
- Και πως θα το κάνουμε αυτό; απόρησε ο Λουλακί Αρχηγός.
- Θα αναρριχηθούμε όλοι μαζί αύριο την αυγή στην κορυφή του ογκόλιθου. Θα πάμε να κάνουμε επίσκεψη στο σπίτι του ίδιου του Θεού!
Η τελευταία αυτή πρόταση δημιούργησε ένα κύμα μουρμουρητών. Άλλοι αναρωτιόνταν αν θα έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο αφού απαγορευόταν αυστηρά από τα κείμενα και τους νόμους, άλλοι φοβόταν γιατί το εγχείρημα φαινόταν πολύ επικίνδυνο και άλλοι είχαν αμφιβολίες για το αν τελικά θα συναντούσαν τελικά τον Θεό εκεί πάνω.
Τελικά τη λύση έδωσε ο Κόκκινος Αρχηγός, ο οποίος αναφώνησε αποφασιστικά:
- Καταπληκτική ιδέα! Δεν υπάρχει άλλη λύση. Ας το δοκιμάσουμε.
- Ναι, ναι, πολύ καλή ιδέα, μπράβο! συμφώνησαν τελικά κι οι υπόλοιποι ο ένας μετά τον άλλον κι έτσι η βραδιά κατέληξε σε ένα αξέχαστο τσιμπούσι μέσα σε ένα κλίμα αισιοδοξίας, ομόνοιας και συμφιλίωσης.
Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου έκαναν την εμφάνισή τους η πολύχρωμη πλέον πομπή ήταν ήδη έτοιμη για το παράτολμο εγχείρημα. Δέθηκαν όλοι μεταξύ τους με σκοινιά και άρχισαν να σκαρφαλώνουν τα απότομα βράχια βοηθώντας ο ένας τον άλλο. Κι αυτό τους έκανε να αισθάνονται τόσο ωραία!
Δυστυχώς όμως, η αναρρίχηση αποδείχτηκε πολύ δυσκολότερη απ’ ότι φαινόταν αρχικά. Ο ήλιος τους τύφλωνε και τους ζέσταινε αφόρητα καθώς ανέβαινε όλο και ψηλότερα στον ουρανό, ενώ κάθε τόσο όλο και κάποιος κινδύνευε να παρασυρθεί από τα δυνατά ρεύματα του αέρα. Οι βράχοι γλιστρούσαν πάρα πολύ κι οι ακμές τους έκοβαν σαν ξυράφια. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχαν και όλα εκείνα τα βιβλία που κουβαλούσαν μαζί και τους βάραιναν, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τα αφήσει πίσω.
Είχε φτάσει πλέον μεσημέρι κι απ’ όσο μπορούσαν να δουν, δεν είχαν ακόμη φτάσει ούτε καν μέχρι τη μέση του ογκόλιθου. Έτσι, αποφάσισαν να σταματήσουν για λίγο σε ένα μικρό πλάτωμα για να πάρουν μιαν ανάσα και να συζητήσουν για τη συνέχεια της αποστολής. Η κούραση, η δίψα και η ταλαιπωρία είχαν αρχίσει να καταπονούν τα σώματα αλλά και το ηθικό της ομάδας.
- Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να φτάσουμε στην κορυφή. Ας γυρίσουμε πίσω όσο έχει ακόμα φως και είμαστε όλοι σώοι και αβλαβείς, πρότεινε ο Μοβ Αρχηγός.
- Νομίζω ότι αυτό είναι σοφή ιδέα, συμφώνησε μαζί του ο Γαλάζιος Αρχηγός.
- Α, όχι, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και να χάσουμε τη μοναδική ελπίδα για ειρήνη, διαφώνησε ο Κόκκινος Αρχηγός.
- Δίκιο έχει, πετάχτηκε ο Κίτρινος Ιεράρχης.
- Μα είναι τρέλα, θα σκοτωθούμε όλοι, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Πράσινος Ιεράρχης.
- Ούτως ή άλλως, αν δε μάθουμε τι χρώμα έχει ο Θεός, αργά η γρήγορα θα σκοτωθούμε όλοι σε κάποια μάχη ή ακόμα χειρότερα μέσα στα ίδια μας τα σπίτια σαν τα ποντίκια από κάποια βόμβα, αντιτάχθηκε ο Λουλακί Ιεράρχης.
- Καλύτερα να πεθάνω στη μάχη σαν ήρωας, παρά πάνω στα βράχια σα σαύρα, αναφώνησε με έπαρση ο Πορτοκαλί Αρχηγός.
Η συζήτηση πλέον εξελισσόταν σε τρικούβερτο καυγά και το πνεύμα της ομόνοιας και συμφιλίωσης της προηγούμενης μέρας φαινόταν να έχει κάνει φτερά, αφήνοντας τη θέση του στη διχόνοια. Αρχηγοί και Ιεράρχες άρχισαν να φωνάζουν και να λένε λόγια ανάρμοστα για τη θέση και τα αξιώματά τους κι ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια όταν ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε και γέμισε με πυκνά μαύρα σύννεφα.
- Ο Θεός θύμωσε που σπιλώσαμε το σπίτι του με εχθροπραξίες! αναφώνησε ο Γαλάζιος Ιεράρχης.
- Ναι, ναι! Είναι σημάδι θεϊκής οργής, συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι κι έπεσαν στα γόνατα κι άρχισαν να προσεύχονται, άλλος στον κόκκινο Θεό, άλλος στον πράσινο, κ.ο.κ.
Και τότε ξέσπασε μια ανεπανάληπτη νεροποντή. Κι έβρεχε ασταμάτητα για ώρες ολόκληρες. Όταν πια είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, η βροχή σταμάτησε. Οι Αρχηγοί κι οι Ιεράρχες ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο και τουρτούριζαν. Μην έχοντας άλλη λύση πια, αποφάσισαν να μαζέψουν σε ένα μεγάλο σωρό όσα βιβλία και γραφές είχαν γλιτώσει από τη βροχή και ν’ ανάψουν φωτιά για να μην πουντιάσουν. Μετά έβγαλαν τις βρεγμένες στολές τους και τις άπλωσαν στα γύρω βράχια για να στεγνώσουν.
Κι ήταν τόσο αστείο το θέαμα, καθώς όλοι αυτοί που πριν από λίγο φάνταζαν ατρόμητοι Αρχηγοί και βλοσυροί Ιεράρχες στέκονταν εκεί, στη μέση του πουθενά, βρεγμένοι, φορώντας μόνο τα μονόχρωμα εσώρουχά τους, που όταν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους το κατάλαβαν κι οι ίδιοι κι έβαλαν τα γέλια. Και γελούσαν ασταμάτητα, όσο δεν είχαν ξαναγελάσει ποτέ στη ζωή τους, μέχρι που δεν άντεξαν άλλο κι αποκοιμήθηκαν με το χαμόγελο στα χείλη.
Το επόμενο πρωί τους περίμενε μια καινούρια έκπληξη. Ένα πελώριο σύννεφο ομίχλης είχε τυλίξει τον ογκόλιθο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δουν ούτε τη μύτη τους. Έτσι, στα τυφλά, φόρεσε ο καθένας ότι ρούχα βρήκε κοντά του, δίχως να μπορεί να διακρίνει το χρώμα τους. Στη συνέχεια κάθισαν όλοι μαζί περιμένοντας υπομονετικά να διαλυθεί το πυκνό σύννεφο για να μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία τους, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, αφού δεν έμοιαζε πια να έχει καμιά σημασία. Κι αφού δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν για να περάσει η ώρα, άρχισαν να κουβεντιάζουν ο ένας με τον άλλο, χωρίς όμως να μπορεί να διακρίνει κανείς ούτε το χρώμα, μήτε το πρόσωπό του συνομιλητή του.
Κι έτσι καθώς συζητούσαν, ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Όλοι τους αφήσει πίσω αγαπημένα πρόσωπα που τους έλειπαν και για τα οποία ανησυχούσαν, όλοι θρηνούσαν για δικούς τους που είχαν χάσει εξαιτίας των εχθροπραξιών, όλοι γελούσαν με τα καλαμπούρια, όλοι έκλαιγαν με τον πόνο τους μα και με τον πόνο των άλλων. Κι έτσι κατάλαβαν πως η αγάπη, το γέλιο και το δάκρυ δεν έχουν χρώμα. Κι αποφάσισαν να γίνουν φίλοι.
- Λοιπόν, ξέρετε τι σκέφτηκα; είπε κάποιος. Τι καλά που θα ήταν αν μπορούσαμε να παίρναμε μαζί μας στην Εχθρική Κοιλάδα τούτη δω την πηχτή ομίχλη όταν κατεβούμε από εδώ πάνω, έτσι ώστε κανένας να μη μπορεί πια να δει το χρώμα του διπλανού του, όπως ακριβώς είμαστε τώρα. Και πιστεύω ότι αν τελικά οι άνθρωποι μπορούσαν να συζητήσουν μεταξύ τους δίχως φόβο και προκατάληψη, θα καταλάβαιναν τελικά το πόσο ίδιοι είναι και τότε οι πόλεμοι κι οι εχθροπραξίες θα σταματούσαν μια για πάντα
- Ωραία θα ήταν, συμφώνησε κάποιος άλλος. Μα δεν είναι δυστυχώς παρά ένα όνειρο. Ξέχασες πολύ γρήγορα μου φαίνεται τον αρχικό σκοπό της αποστολής μας.
- Αλήθεια τι χρώμα λέτε να έχει τελικά ο Θεός; ρώτησε κάποιος με αφορμή το τελευταίο σχόλιο.
Τότε, σαν από θαύμα, η ομίχλη διαλύθηκε μονομιάς αφήνοντας τη θέση της σε ένα μοναδικό θέαμα: ένα πελώριο ουράνιο τόξο είχε σχηματιστεί πάνω από την Εχθρική Κοιλάδα. Η μια του άκρη άγγιζε τις μακρινές οροσειρές, ενώ η άλλη έμοιαζε να χάνεται ψηλά, πολύ ψηλά, κάπου στην κορυφή του ογκόλιθου, πάνω από τα κεφάλια των μονιασμένων Αρχηγών κι Αρχιερέων.
- Ω! αναφώνησαν όλοι μαζί σαν μια καλοκουρδισμένη χορωδία.
- Ο Θεός! Είναι ο Θεός! αναφώνησε κάποιος. Το ποιος ήταν, κανείς δε μπορούσε πια να καταλάβει, αλλά ούτε είχε και σημασία, καθώς όλοι φορούσαν πλέον ρούχα με διάφορα χρώματα, με αποτέλεσμα το χρώμα του δέρματός τους να μην ξεχωρίζει.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε! φώναξε κάποιος άλλος δείχνοντας προς την Εχθρική Κοιλάδα.
Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα κάτω και είδαν ότι από εκεί ψηλά, η Εχθρική Κοιλάδα έμοιαζε με ένα πελώριο ουράνιο τόξο που είχε ξαπλώσει πάνω στη γη.
- Αυτό είναι! είπε κάποιος. Ο Θεός δεν έχει ένα μόνο χρώμα αλλά όλα τα χρώματα!
- Και στ’ αλήθεια δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του, όπως λένε οι αρχαίες γραφές των προφητών όλων μας, συμπλήρωσε κάποιος δείχνοντας την πολύχρωμη κοιλάδα.
- Μα καλά πως δεν το είχε σκεφτεί κανείς τόσα χρόνια; αναρωτήθηκε ένας άλλος.
- Ίσως γιατί δεν δει ποτέ κανείς τον κόσμο μας από ψηλά. Ίσως πάλι γιατί δεν είχαμε δει ποτέ μας ο ένας τον άλλον με τα μάτια μας κλειστά και την καρδιά μας ανοιχτή. Από κοντά είναι πολύ εύκολο να βλέπεις διαφορές, μα από εδώ πάνω οι λεπτομέρειες είναι τόσο ασήμαντες που σβήνουν και χάνονται.
- Επιτέλους! Τέρμα ο πόλεμος και οι σκοτωμοί. Ζήτω η ειρήνη! φώναξε κάποιος με ενθουσιασμό.
- Ζήτω η ειρήνη! φώναξαν όλοι μαζί και μετά αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν για όλους αυτούς που τόσα χρόνια είχαν χαθεί για το τίποτα, χωρίς λόγο και αιτία.
Κι όταν τα δάκρυά τους στέρεψαν και δε μπορούσαν να κλάψουν άλλο, κατέβηκαν από τον ογκόλιθο όλοι μαζί, σαν ένα σμήνος από πολύχρωμες πεταλούδες και πιασμένοι χέρι-χέρι περιπλανήθηκαν από φυλή σε φυλή αναγγέλλοντας τα χαρμόσυνα νέα, για τον πολύχρωμο Θεό, την ειρήνη και τη μοναδική φιλία που είχε γεννηθεί εκεί ψηλά, πάνω στις πλαγιές του αφιλόξενου ογκόλιθου.
Οι τάφροι παραγεμίστηκαν με χώμα και μετατράπηκαν σε παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια. Τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από θάμνους, ενώ στη θέση από τις νάρκες φυτεύτηκαν δέντρα. Επίσης, αποφασίστηκε να καταργηθούν τα σύνορα και οι στρατοί κι η Εχθρική Κοιλάδα να αλλάξει όνομα και να ονομαστεί η Κοιλάδα της Ειρήνης. Και οι φυλές αντάλλασσαν ρούχα μεταξύ τους έτσι ώστε να μη φορά κανείς δυο ρούχα με το ίδιο χρώμα.
Ύστερα στήθηκε μια μεγάλη γιορτή σε όλη την Κοιλάδα, που κράτησε εφτά ολάκερες μέρες κι εφτά νύχτες. Κι από κάπου εκεί ψηλά, ο πολύχρωμος Θεός, ξαπλωμένος νωχελικά πάνω στο Ουράνιο Τόξο, κοίταζε στοργικά τα παιδιά του και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου