2 Ιαν 2009
Ποτέ μαζί
Πηγή εικόνας
Ώρα να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να χρειαστώ τίποτα απ’ όλα αυτά που θα βάλω μέσα, αλλά πρέπει να τη φτιάξω. Μόνο έτσι θα σιγουρευτώ ότι θα φύγω. Όχι, αυτή τη φορά δεν κάνω πίσω.
Τι ρούχα να πάρω; Δεν έχει σημασία. Αρκεί να τη γεμίσω. Μέχρι πάνω. Έτσι δεν κάνουν στις ταινίες αυτοί που πρόκειται να φύγουν για πάντα; Τι να πρωτοχωρέσει όμως κι αυτή η δόλια; Μια σταλιά είναι. Και φθαρμένη από το χρόνο. Σαν και μένα. Σαν και μας. Θυμάσαι άραγε τη μέρα που την αγοράσαμε; Εγώ ναι. Ήταν τότε που ακόμα ήμασταν ένα. Μια τρελή μέρα που μέσα σε λίγες ώρες ο πρώτος μας μισθός έγινε όνειρα κι έρωτας, και μια μικρή πάνινη βαλίτσα. Για ένα ταξίδι που δεν κάναμε ποτέ…
Πετάω τη βαλίτσα με φόρα στο ξύλινο πάτωμα. Κάνω φασαρία επίτηδες, για να μ’ ακούσεις. Θέλω να γνωρίζεις κάθε μου κίνηση.
Εσύ όμως με αγνοείς. Όπως κάνεις συνήθως. Ένας τοίχος μας χωρίζει όλος κι όλος και μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Αρκεί μόνο μια ανάσα σου για να την ανοίξεις ή ίσως ακόμη και μια σου σκέψη. Αλλά δεν το κάνεις. Στέκεσαι σιωπηλός απέναντί της και την κοιτάς σα χαμένος.
Χαμένη είμαι κι εγώ μέσα σ’ ένα βουνό από άχρηστα πράγματα που έχω μαζέψει γύρω μου για να τα βάλω στη βαλίτσα. Τι να πάρω, τι ν’ αφήσω; Όλα το ίδιο αγαπημένα, όλα το ίδιο μισητά. Όλα έχουν κάτι από εσένα. Κι αυτό με πονά.
Γεμίζω τη βαλίτσα. Μέχρι πάνω. Και την κλείνω. Κοιτάζω πρώτα την πόρτα και μετά τη βαλίτσα. Της δίνω μια γερή κλωτσιά με το γυμνό μου πόδι και τα σωθικά της ξεχύνονται στο πάτωμα. Το πόδι μου ματώνει. Μα καλά δε μ’ ακούς; Έλα να με σταματήσεις επιτέλους. Φεύγω. Για πάντα. Δεν το έχεις καταλάβει ρε γαμώτο;
Δεν απαντάς. Φυσικά και το έχεις καταλάβει. Το ξέρεις ότι θα φύγω. Πάντα το ήξερες. Από την πρώτη κιόλας μέρα. Μόνο που τελικά κατάφερνες να με κρατάς κοντά σου. Στην αρχή με αγάπη, ύστερα με βία.
Χαϊδεύεις με τα ακροδάχτυλά σου το πάτωμα, εκεί ακριβώς που πάτησαν πριν λίγο οι πληγωμένες μου πατούσες. Ρουφάς λαίμαργα το λιγοστό άρωμα μου που περνά από την κλειδαρότρυπα και αγγίζει τα ρουθούνια σου. Θέλεις να σηκωθείς και να τρέξεις κοντά μου. Αλλά δε μπορείς. Δε σ’ αφήνω εγώ.
Παλεύεις μαζί μου μέσα στο μυαλό σου. Όχι, αυτή τη φορά δε θα με νικήσεις. Ούτε και ποτέ ξανά.
Παγωμένος ιδρώτας κυλά στο μέτωπό σου. Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό είναι το τέλος. Για μένα, για σένα, για μας.
Κλείνω την άδεια βαλίτσα. Έχει μέσα ότι ακριβώς χρειάζομαι – τίποτα. Ρίχνω μια τελευταία ματιά τριγύρω. Σα να μου φαίνεται πιο φωτεινό το δωμάτιο. Λες και τώρα που αποφάσισα να φύγω, γύρισε ξαφνικά ο χρόνος πίσω. Τότε που τα πράγματα μεταξύ μας ήταν αλλιώς. Τότε που ήσουν μέσα μου και όχι απέναντί μου.
Σφίγγεις τις γροθιές και τρίζεις τα δόντια. Τι έγινε; Φοβάσαι; Πρωτόγνωρο συναίσθημα για σένα. Ως τώρα, πάντα εγώ ήμουν αυτή που φοβόταν. Και η αιτία ήσουν εσύ.
Βάζεις τα δυνατά σου και σηκώνεσαι όρθιος. Ο πόνος είναι αφόρητος μα καταφέρνεις να περπατήσεις. Παραπατάς και πέφτεις με όλο τα βάρος σου πάνω στην πόρτα. Σωριάζεσαι μέσα στο δωμάτιο.
Σε βλέπω μπροστά μου. Μια ακατανίκητη επιθυμία ξυπνά μέσα μου. Το μόνο εμπόδιο ανάμεσά μας είναι η άδεια βαλίτσα. Την παίρνω αγκαλιά σφιχτά, όπως κάποτε έπαιρνες εσύ εμένα. Πρέπει να φύγω! Πρέπει να φύγω! Μόνο έτσι θα γλυτώσω από σένα. Κι εγώ και όλοι οι άλλοι.
Προχωρώ προς το ανοιχτό παράθυρο. Σέρνεσαι ξωπίσω μου και βογκάς. Ανοίγω το βήμα. Αρπάζεις την άκρη του νυχτικού μου. Σε τραβώ μαζί μου, σα βαρυποινίτης τις αλυσίδες του. Με το άλλο σου χέρι προσπαθείς να κρατηθείς από κάπου, μα το δωμάτιο τώρα είναι τελείως αδειανό, όπως και το μυαλό μου.
Πατώ στο χαμηλό περβάζι. Γυρνώ να σε κοιτάξω για τελευταία φορά. Από τα μάτια σου κυλάει βαθυκόκκινο αίμα. Δε μπορείς να μου κάνεις πια κακό. Ενώ εγώ μπορώ. Αλλά δε θέλω πλέον. Δε σε μισώ. Δε μ’ αγαπάς. Είμαστε πάτσι.
Κάνω ένα βήμα στο κενό. Φεύγω. Και συ μαζί. Είμαστε πάλι ένα. Και στην αγκαλιά μου πάντα η μικρή πάνινη βαλίτσα. Να που τελικά το κάναμε εκείνο το ταξίδι…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου