Πηγή εικόνας
Σε καιρό αλλοτινό και σε τόπο μακρινό,
Μια νύχτα με φεγγάρι, που ’κατσε στραβά το ζάρι,
Μελαγχόλησε η μοίρα, κι άρχισε να πίνει μπύρα.
Τη ρουτίνα για να σπάσει και τις έγνοιες να ξεχάσει.
Κι όπου αρχίζει να κεφίζει, μια ιδέα της καθίζει,
Ιστορία να υφάνει, τέτοια που ο νους δε βάνει.
Δίχως να καθυστερήσει, μην κι η έμπνευσή της σβήσει,
Κάθεται στον αργαλειό της για να φτιάξει το πλεχτό της.
Μα όπως είναι μεθυσμένη, κι απ’ τη μπύρα ζαλισμένη,
Το δεξί της χέρι τρέμει και της πέφτει η ανέμη.
Σκύβει για να τη μαζέψει – δίχως την, αχ πως να γνέψει;
Μα μπερδεύεται στο νήμα – πείτε μου δεν είναι κρίμα;
Έτσι – από συγκυρία – πλέκεται μια ιστορία,
Άκρως συναρπαστική, κωμική και τραγική,
Όλο έρωτες και πάθη, μα με γκάφες και με λάθη,
Για έν’ αταίριαστο ζευγάρι, ένα βράδυ με φεγγάρι...
---------------------------------------------------
Η πλανεύτρα η Σελήνη, με γοβάκια και με μίνι,Είχε βγει να σουλατσάρει και αέρα για να πάρει,
Γιατί είχε έρθει θέρος – η εποχή π’ ανθίζει ο έρως –
Κι απ’ τη ζέστη είχε βράσει κι είπε λίγο να ξεσκάσει.
Όπως νυχτοπερπατούσε και τη λάμψη της σκορπούσε,
Φως πλημμύριζε την πλάση - κάμπους, λίμνες, όρη, δάση.
Της σφυρίζανε τ’ αστέρια και απλώνανε τα χέρια,
Και μ’ ένα δικό της χάδι, άναβαν μες στο σκοτάδι.
Κάτω από τη φεγγαράδα, βάτραχοι έκαναν καντάδα,
Τζιτζιρίζαν τα τζιτζίκια και βελάζαν τα κατσίκια.
Ευωδιάζαν τα λουλούδια, χωρικοί λέγαν τραγούδια,
Στις αυλές και στα μπαλκόνια κελαηδούσανε αηδόνια.
Όλη αυτή η συγκυρία, έδινε την ευκαιρία,
Σ’ όσους έψαχναν για ταίρι, πριν χαθεί το καλοκαίρι,
Ραντεβού τυφλό να δώσουν και τυχαία ν’ ανταμώσουν,
Κι ύστερα ότι και να γίνει, να το ρίξουν στη σελήνη...
---------------------------------------------------
Στην ολάνθιστη πεδιάδα, σμίγει ταύρος με γελάδα,
Και στο ξεραμένο στάρι, προβατίνα με κριάρι.
Μες στο γάργαρο ποτάμι, που φυτρώνει τ’ ασφαντάμι,
Βάτραχος με βατραχίνα κι ένας χήνος με μια χήνα.
Όλα ήτανε εντάξει, μια χαρά τα είχε φτιάξει,
Η τρανή υφάντρα η μοίρα – είχε, βλέπετε, και πείρα.
«Μία μέσα, δύο έξω, να προσέχω μην τα μπλέξω»,
κάθε τόσο μουρμουρούσε, μα η μπύρα δε βοηθούσε...
«Μία μέσα, δύο έξω, το πλεχτό μου θα το πλέξω»,
έλεγ’ αποφασισμένη, μα έλα που ’ταν μεθυσμένη.
Κι από το πολύ πιοτό, όπως ήταν φυσικό,
Ένας λόξυγγας την πιάνει και τα λόγια της τα χάνει.
«Μία έξω, δυο μέσα, έγια μόλα, έγια λέσα»,
τώρα σιγοτραγουδάει, και το μέτρημα χαλάει...
«Και τι έγινε;» θα πείτε. Περιμένετε, θα δείτε,
στη συνέχεια παρακάτω, να ’ρχονται τα πάνω κάτω!
---------------------------------------------------
Σε μια θάλασσα καθρέφτη, ξάφνου έν’ αστέρι πέφτει
Και μια ευαίσθητη ψυχή κάνει αμέσως μιαν ευχή.
«Ασημένιο πεφταστέρι, στείλε μου κι εμέ ’να ταίρι,
να μην είμαι μοναχή, σαν ξανάρθει η βροχή.»
Και για να μη μπερδευτείτε και στην ιστορία χαθείτε,
Πρέπει να σας διευκρινίσω, κι έντονα να το τονίσω,
Πως τα λόγια παραπάνω – όρκο ιερό σας κάνω -
Δεν τα είπε κοπελούδα, μα μια ωραία πεταλούδα.
Πεταλούδα πιτσιρίκα από σπίτι και με προίκα,
Που ’χε και μυαλό και σώμα, και πολλά καλά ακόμα.
Μάτια στρόγγυλα, γαλάζια, όλο τσαχπινιά και νάζια,
Γαλλικά έκανε και πιάνο και τραγούδαγε σοπράνο.
Μόνη της λοιπόν καθόταν κι έρωτες ονειρευόταν,
Μέσα στο ζεστό το βράδυ, αγκαλιά με το σκοτάδι.
Κι έμοιαζε με οπτασία κι ας την έλεγαν Τασία…
---------------------------------------------------
Κάπου λίγο παρακάτω, κάποιος είχε πιάσει πάτο,
Κι έπινε για να ξεχάσει, την αγάπη που ’χε χάσει.
«Πάει η αγάπη μου, πάει το φως μου, έφυγε κι είμαι μοναχός μου.»
«Μου ’πε πως της πέφτω λίγος, γιατί είμαι ένας μύγος»,
σιγανά μονολογούσε και τον πόνο του θρηνούσε.
«Α, δεν την ξαναπατάω, γυμναστήριο θα πάω,
Το στομάχι θα το ρίξω και τα μπράτσα μου θα σφίξω.
Το μαλλί μου θα το βάψω, και να ρεύομαι θα πάψω,
Και θ’ αρχίσω να διαβάζω κι αποσμητικό να βάζω.»
---------------------------------------------------
Είμαι σίγουρος πως τώρα, μιας και πέρασε κι η ώρα,
Κάποιοι θ’ αναρωτηθείτε – μη βιαστείτε, κρατηθείτε,
Ποια μπορεί να είναι η σχέση, ποια η αρχή και ποια η μέση,
Σ’ όλα αυτά που αναφέρω και πιστά σας μεταφέρω.
Ε, λοιπόν δεν το αντέχω, σας το λέω κι ας προτρέχω.
Τούτα ’δω τα δυο ζουζούνια – δίχως μαγικά ματζούνια,
Ξέφρενα θα ερωτευτούνε, μόλις θα συναντηθούνε.
Θα μου πείτε τώρα πάλι, το ξερό σας το κεφάλι,
Δε μπορεί να το χωρέσει, πως η ιστορία θα δέσει.
Κι όμως έγινε στ’ αλήθεια, δε σας λέω παραμύθια,
θα το δείτε αμέσως τώρα, μόλις θα ξεσπάσει η μπόρα.
---------------------------------------------------
Μέσα στο γλυκό μεθύσι, που ‘χε η Μοίρα αρχινίσει,
Άκουσε, κάπου στο βάθος, κάποιους να μιλούν για πάθος.
«Να μια ωραία ευκαιρία», σκέφτηκε λοιπό’ η κυρία,
«δυο υπάρξεις να ενώσω κι απ’ τον πόνο να λυτρώσω!»
Και μες τον ενθουσιασμό της, του οινοπνεύματος δεσμώτης,
Ούτε σκέφτηκε καθόλου – δίχως όμως ίχνος δόλου,
Να τσεκάρει, να ελέγξει, πριν τον Έρωτα να μπλέξει,
Αν θα ήταν δυνατό – χωρίς χάπια και ποτό,
Να ενωθούν και ν’ αγαπιούνται, δύο κόσμοι που μισιούνται.
Κι έτσι αποφασισμένη, και για όλα ετοιμασμένη,
Δυο κλωστές αμέσως πιάνει και σφιχτό κόμπο τις κάνει.
---------------------------------------------------
«Πάω στη λίμνη να βουτήξω, τους καημούς μου για να πνίξω»,
Σκέφτηκε ευθύς ο Μύγος, και τον έπιασ’ ένα ρίγος.
«Πάω στη λίμνη για ένα σπα, που τα νεύρα μου ξεσπά»,
Είπε κι η Πεταλουδίτσα, στη μαμά της την Πιπίτσα.
Έτσι πέταξαν οι δύο τους, για να βρουν το ριζικό τους,
Δίχως όμως να γνωρίζουν, πως αυτοί δεν το ορίζουν.
Πρώτη έφτασε εκείνη, με μαγιό καυτό, μπικίνι.
Τσόκαρα ψηλά φορούσε και με χάρη περπατούσε.
Έβγαλε το παρεό της - τι κορμάρα, τι κομψότης,
Πρόβαλε μέσ’ απ΄το ρούχο, που θα κόλαζε κι ευνούχο.
Κι επειδή ‘τανε και μόνη, στα ρηχά για να πατώνει,
Αποφάσισε να μείνει, καμιά ’νάποδη μη γίνει.
Εντωμεταξύ ο Μύγος, με ζωντάνια και με σφρίγος,
Πέταγε αφηρημένος και στις σκέψεις του χαμένος.
Ξάφνου απ’ το πουθενά, μια μπόρα ξεκινά,
Που τον ουρανό γεμίζει, σύννεφα και μπουμπουνίζει.
Το νερό πέφτει με φόρα, σα χοντρός σε κατηφόρα,
Και στο διάβα του σαρώνει, ότι βρει να ξεφυτρώνει.
«Παναγιά μου τι κακό, πρέπει απ’ το νερό να βγω»
Σκέφτεται η Πεταλούδα, μα η ελπίδα είναι φρούδα.
Το νερό την παρασέρνει και προς τα βαθιά την παίρνει.
Προσπαθεί να κολυμπήσει, μήπως και την κοπανήσει,
Μα η προσπάθεια δε φτάνει, τρύπα στο νερό θα κάνει.
Πριν να χάσει κάθ’ ελπίδα, βγάζει δυνατή τσιρίδα:
«Αχ, βοήθεια σας ζητάω, ίσια στο χαμό τραβάω,
Αν μ’ ακούει κάποιος τώρα, χάνομαι μέσα στη μπόρα,
Για πολύ δε θα τ’ αντέξω, όπου να ’ναι θα τα παίξω.»
Για καλή της τύχη όμως, στο σημείο αυτό συντόμως,
Μούσκεμα θα καταφτάσει, και θα αναλάβει δράση,
Κάποιος που τον στέλνει η Μοίρα, καθώς ρεύεται τη μπύρα.
«Τι φωνή ήταν αυτή; Πρέπει να ‘ρθε από κει.»
Λέει ο Μύγος και πηγαίνει, να κοιτάξει τι συμβαίνει.
Τις φωνές ακολουθάει, προς το μέρος τους πετάει.
Το σκοτάδι είναι πυκνό, μα ευτυχώς κρατά φακό.
Μέσα στο νερό βουτάει, και το χέρι της αρπάει.
Την κρατάει κι από τη μέση, μην τυχόν κάτω του πέσει.
Η βροχή τον δυσκολεύει, τον κουράζει, τον παιδεύει,
Μα αυτός τα καταφέρνει και στο σπίτι του την παίρνει.
---------------------------------------------------
Την ξαπλώνει στο κρεβάτι – μη σας μπει στο νου σας κάτι,
Δε σκοπεύει να τη γδύσει, ούτε καν να τη φιλήσει.
Απ’ το σοκ της η Τασία, έχει πέσει σ’ αφασία.
«Αχ, έχει λιποθυμήσει. Τι να κάνω να ξυπνήσει;
Μήπως να τη χαστουκίσω ή να την ταρακουνήσω;
Τι κάνω; Τι να πράξω; Τη μαμά μου θα φωνάξω.»
Έτσι, μες την κάμαρα του, καταφθάνει η μαμά του.
Μόλις βλέπει στο κρεβάτι, την Τασία αμανάτι,
Το ματάκι της θολώνει και τον γιόκα της μαλώνει.
«Τι ‘ναι τούτη βρε ρεμάλι, που ‘φερες στο σπίτι πάλι;
Κοίταξε πως είν’ ντυμένη, τίποτα κρυφό δε μένει.
Δε σου είπα βρε μπουμπούνα, να βρεις μια καλή ζουζούνα,
Μαζεμένη, ντροπαλή, να μην είναι παρδαλή;
Με τα κάζα που μου κάνεις, κάποτε θα με ξεκάνεις,»
Λέει και αναστενάζει και την πιάνει το μαράζι.
«Μάνα ας την τραγωδία, δεν την ξέρω την κυρία»,
λέει για να την ηρεμήσει, μήπως και το στόμα κλείσει.
Μα αυτή ξανά φουντώνει και χειρότερα θυμώνει.
«Και κουβάλησες μια ξένη, που ‘ναι και μισοντυμένη;
Τι θα πούνε οι γειτόνοι; Αχ κανένας δε γλυτώνει,
έτσι και τα είδε όλα, η Σουλτάνα η κουτσομπόλα.
Θε μου τι σου έχω φταίξει, και με τιμωρείς τη δόλια έτσι;
Αχ και βαχ και πάλι αχ, θα πιστέψω στον Αλλάχ,
αφού εσύ δε με προσέχεις, κι απ’ το δράμα μου απέχεις».
«Μάνα το κορίτσι σβήνει, κοψ’ την πάρλα – μου τη δίνει.
Άσε τα πολλά το λόγια και τα μαύρα μοιρολόγια.
Σε παρακαλώ πολύ, μη μου πρήζεις τη χολή.
Κάνε κάτι να συνέρθει, πίσω στη ζωή να έρθει.»
«Τέλος πάντων, έχε χάρη, Μαρέ γιέ μου κανακάρη,
που σου έχω αδυναμία – μάνα είναι μόνο μία»,
Του απαντά τότε εκείνη και αρχίζει να τη φτύνει.
«Φτου σου σκόρδα και κρεμμύδια, όπως στο βουνό τα γίδια,
Σου ζητάω να ξυπνήσεις κι όρθια πάνω να πηδήσεις.»
«Τι συμβαίνει; Ποιος με φτύνει. Μούσκεμα καλέ ‘χω γίνει»,
Η Τασία ξεφωνίζει και τη φάτσα της σκουπίζει.
«Μα που είμαι;» συμπληρώνει και τα χείλη της σουφρώνει.
«Μη φοβάστε δεσποινίς, τώρα είστε ασφαλής,»
Λέει ο Μύγος που γελάει και το χέρι της φυλάει.
«Μάνα ώρα να πηγαίνεις, δε χρειάζεται να μένεις,
Θ’ αναλάβω εγώ τώρα, να βοηθήσω τη σινιόρα».
Κι οσονούπω με τη βία, πριν την πέσει στην Τασία,
Τη μανούλα του τη διώχνει, κι όξω από την πόρτα σπρώχνει.
«Μα, ποια ήταν η κυρία;», λέει στο Μύγο η Τασία,
Που ‘χει τώρα πια συνέλθει, και στα ίσια έχει έρθει.
«Εναλλακτική γιατρός», απαντά με στόμφο αυτός.
«Είναι λίγο ξεματιάστρα, ξέρει κάτι κι από άστρα,
Κι αν της δώσεις και φλιτζάνι, στο διαβάζει μάνι-μάνι.»
---------------------------------------------------
Εντωμεταξύ η Μοίρα, άνοιξε άλλη μια μπύρα,
Και τα βλέπει όλα διπλά, και τα δύσκολα απλά.
«Άντε γεια μας», ξεφωνίζει και μονάχη της τσουγκρίζει.
«Έλα μην καθυστερείτε, πρέπει αμέσως να τα βρείτε,»
Ορμηνεύει και διατάζει, πλέκει και αναστενάζει.
---------------------------------------------------
«Μα τι παίδαρος είν’ τούτος και δε φαίνεται τοιούτος»,
σκέφτεται τώρα η Τασία, και δε δίνει σημασία,
που δεν έχουν ίδιο χρώμα και ψηφίζουν άλλο κόμμα.
«Ήρωα μου, Ηρακλή μου, σου χρωστάω τη ζωή μου.
Έλα εδώ να σ’ αγκαλιάσω και τα μπράτσα σου να πιάσω.»
Μα κι ο Μύγος απ’ την άλλη, έχει ανάψει σα μαγκάλι,
Και θωρεί την Πεταλούδα, σα το μέλι η αρκούδα.
Έτσι, γίναν τα δυο ένα, όμορφα κι αγαπημένα,
Κι ένωσαν στόμα με στόμα, και πολλά άλλα ακόμα.
Όμως δε θα αναφέρω, τι συνέβη περαιτέρω,
Μη φιρί-φιρί το πάω, κάνα πρόστιμο να φάω.
Όποιος έχει φαντασία, ας σκεφτεί σαν την Τασία,
Και καλά θα καταλάβει, τι έκαναν όλο το βράδυ.
---------------------------------------------------
Το επόμενο πρωί, κικιρίκου, κικιρί,
Λάλησε ένα κοκόρι και εξύπνησε τ’ αγόρι.
Μόλις άνοιξε το μάτι κι είδε δίπλα στο κρεβάτι,
Το κορίτσι ξαπλωμένο, που ‘χε σώμα κολασμένο,
Δε μπορούσε να πιστέψει, τι λαχείο του ’χε πέσει.
«Μπας και δεν έχω ξυπνήσει, ή είμαι τύφλα στο μεθύσι,
Κι ονειρεύομαι ακόμα, ότι δίπλα μου στο στρώμα,
Ένας άγγελος κοιμάται, φάτε μάτια ψάρια, φάτε.
Μήπως βρε να τσιμπηθώ, ώστε να σιγουρευτώ,
Ότι όλ’ αυτά ειν’ αλήθεια, κι όχι ονείρου παραμύθια;»
Δίχως να καθυστερήσει, μια και είχε βρει τη λύση,
Μια τσιμπιά στο πόδι δίνει, μα το όνειρο δε σβήνει.
Βουρ λοιπόν μες στα σεντόνια, που μυρίζουνε κολόνια,
Με τη μια ξαναβουτάει, και στα σύννεφα πετάει.
---------------------------------------------------
Κάπου λίγο παραπέρα, χάραζε η νέα μέρα,
Και μια ντίβα ηλιαχτίδα, με ολόχρυση χλαμύδα,
Και σανδάλια φτερωτά, περπατά στα μουλωχτά,
Μες της Μοίρας το εργαστήρι, και πατά το ξυπνητήρι.
Να! πετάγεται η Μοίρα, – άβαφη η κακομοίρα,
Απ’ τη γη ως το ταβάνι, και ξυπνάει μάνι – μάνι.
Το κεφάλι της πονάει, κι η ανάσα της βρωμάει,
Τα μαλλιά της είν’ μπλεγμένα, και τα μάτια της κομμένα.
Κάνει παγωμένο ντους, στο μαλλί της βάζει μους,
Και στο πρόσωπο απλώνει, μάσκα ομορφιάς πεπόνι.
Όπως είναι παστωμένη, στην κουζίνα κατεβαίνει,
Τούρκικο καφέ να φτιάσει, το φλιτζάνι να διαβάσει.
Με αυτά που αντικρίζει, τα καμώματά της βρίζει,
«Θε μου τι ανοησία, έκανα με την Τασία;
Τώρα πώς να τα μπαλώσω, ένα τέλος πώς να δώσω,
Σε αυτήν την κωμωδία, πριν να γίνει τραγωδία;»
---------------------------------------------------
Συνεχίζεται...
ανυπομονώ για την συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή