2 Ιαν 2009
Το καρφί
Πηγή εικόνας
Ήταν ένα καρφί. Ένα απλό ατσαλένιο καρφί, πάνω σ’ έναν παλιό άδειο τοίχο. Κάποιος το κάρφωσε εκεί πριν από χρόνια και το ξέχασε. Δεν είχε καμία απολύτως χρήση ή ρόλο. Απλά υπήρχε.
Πόσο πολύ ζήλευε τα υπόλοιπα πράγματα μέσα στο δωμάτιο. Όλα χρησίμευαν σε κάτι. Ακόμα και τα πιο άσχημα ή άχρηστα είχαν χρησιμοποιηθεί από κάποιον τουλάχιστον μια φορά. Αυτό ποτέ.
Κάποια ατελείωτα, μοναχικά βράδια, θυμόταν τις ιστορίες που του διηγούνταν τα παλιά εργαλεία στο εργοστάσιο που γεννήθηκε. Ιστορίες για σπουδαία καρφιά που είχαν φτιαχτεί εκεί, στο ίδιο ακριβώς μέρος. Καρφιά που πάνω τους είχαν κρεμαστεί διάσημοι πίνακες, θαυματουργές εικόνες, σπάνια κειμήλια μέχρι και άνθρωποι! Το πιο διάσημο απ’ όλα ήταν αυτό που κρεμόταν η Μόνα Λίζα στο Λούβρο. Διακόσια χρόνια στεκόταν ακλόνητο στη θέση του. Όλα τα νέα καρφιά το θαύμαζαν κι ονειρευόταν μια μέρα να του μοιάσουν!
Τούτο δω το καρφί βέβαια δεν ονειρευόταν τέτοια μεγαλεία. Θα του αρκούσε έστω για μια μοναδική φορά κάποιος να κρεμάσει κάτι σε αυτό – οτιδήποτε κι αν ήταν. Στο κάτω-κάτω, θα ήταν ευχαριστημένο ακόμη κι αν απλά κάποιος παρατηρούσε ότι υπήρχε, ότι ήταν εκεί.
Μια μέρα, όταν τα παιδιά γύρισαν από το σχολείο, τα άκουσε να μιλάνε για τα καρφιά που κράτησαν τον Χριστό πάνω στο σταυρό κι αγιάστηκαν με το θείο αίμα του. Αχ, πόσο πολύ θα ’θελε κι αυτό ν’ αλλάξει τη μίζερη ζωή του, ή έστω να την τερματίσει. Δυστυχώς όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτε από τα δυο. Ήταν καταδικασμένο να στέκεται καρφωμένο εκεί και να υπομένει καρτερικά την ανούσια μοίρα του.
Τα χρόνια έρχονταν κι έφευγαν αργά και βασανιστικά το ένα μετά το άλλο, σα βαριεστημένες αμαξοστοιχίες που αντί για ατμομηχανή τις σέρνουν γέρικες χελώνες. Μέχρι και η σκουριά φαινόταν να αγνοεί την ύπαρξή του, αφού παρόλο που τα είχε τα χρονάκια του, λόγω της αχρησίας του έμοιαζε σχεδόν ολοκαίνουριο.
Μέχρι που ένα πρωί – ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα – ο κόσμος του ταρακουνήθηκε για τα καλά. Στην κυριολεξία!
«Σεισμός! Σεισμός!» άκουσε να φωνάζουν οι άνθρωποι στο σπίτι, ενώ αυτό ακόμα χουζούρευε νωχελικά. Δεν είχε, εδώ που τα λέμε, άλλωστε και κανένα λόγο να βιάζεται να ξυπνήσει.
Στην αρχή, αισθάνθηκε μια έντονη δόνηση. Κάτι ανάμεσα σε τρέμουλο και γαργαλητό. Μετά, ακούστηκε ένα δυνατό βουητό κι ένιωσε να παρασύρεται με φόρα προς τα κάτω, μέσα σ’ ένα ποτάμι από σοβάδες, πέτρες κι ασβέστη.
Τα μάτια του έκαιγαν σα να είχαν πάρει φωτιά. Τα ρουθούνια και ο λαιμός του έφραξαν από τη σκόνη. Και λιποθύμησε.
Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, μα ένα έντονο φως το τύφλωσε και τα ξανάκλεισε αμέσως. «Πέθανα,» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. «Επιτέλους,» συμπλήρωσε με αγαλλίαση.
Περίμενε υπομονετικά να δει τι θα γίνει παρακάτω. Εξάλλου, αν υπήρχε ένα πράγμα στον κόσμο το οποίο ήξερε να κάνει καλά ήταν να περιμένει.
Περίμενε κι άλλο. Και λίγο ακόμα. Τίποτα…
Αποφάσισε να ξανανοίξει τα μάτια. Το φως ήταν ακόμη εκεί, μα ήταν λιγότερο έντονο τώρα. Δεν είχε πεθάνει τελικά, ήταν ο ήλιος. «Ο ήλιος! Μα τότε δεν είμαι πια μέσα, είμαι έξω!» αναφώνησε ενθουσιασμένο, ενώ οι απογευματινές ηλιαχτίδες αγκάλιαζαν το κορμί του με πρωτόγνωρη θαλπωρή.
Έγειρε τα μάτια προς τα κάτω και κοίταξε το υπόλοιπο σώμα του. Είχε στραβώσει λιγουλάκι στην άκρη και το ασημένιο του χρώμα είχε ξεφλουδίσει σε κάποια σημεία. Κατά τα άλλα όμως δεν είχε καμιά σοβαρή ζημιά.
Ξαφνικά, ένιωσε μια έντονη ρίγη. Το σώμα του συσπάστηκε. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, αλλά μια ανεξέλεγκτη δύναμη είχε κυριεύσει το κορμί του και το έκανε ότι ήθελε. Ένα δυνατό «Ααααατσού!» έσκισε σα βέλος τον αέρα. Κι αμέσως το ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε. «Γιατί αισθάνομαι σαν κάποιος να μου γαργαλάει τη μύτη; Για μια στιγμή! Μυρωδιά είναι αυτό που τρυπάει σα χίλιες βελόνες τα ρουθούνια μου; Είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι, τόσα χρόνια που ήταν φραγμένη μέσα στον τοίχο! Δεν το πιστεύω, αναπνέω!», μονολόγησε κι ένιωσε ένα νέο κύμα ενθουσιασμού να το πλημυρίζει.
Κοίταξε τριγύρω και είδε ότι πλέον βρισκόταν πάνω σ’ ένα μικρό βουνό από χαλάσματα, που κάποτε ήταν ο τοίχος που το φιλοξενούσε. Αυτό, ήταν σκαρφαλωμένο στην κορυφή του, καρφωμένο ακόμη σ’ ένα κομμάτι ξύλο που δε θα πρέπει να ήταν και πολύ παχύ, αφού ήξερε ότι η μύτη του είχε ξεπροβάλει από την πίσω του πλευρά.
«Ωραία,» σκέφτηκε, «αν ήμουν άχρηστο όσο ήμουν πάνω στον τοίχο, τι ελπίδες έχω τώρα που χάθηκε κι αυτός; Πάνω που πίστευα ότι τα πράγματα δε μπορούσαν να πάνε χειρότερα, να που ήρθε η ζωή να με διαψεύσει πανηγυρικά…» Κι ο αρχικός ενθουσιασμός του άρχισε σιγά-σιγά να δίνει τη θέση του στην παλιά γνώριμη κατάθλιψη.
Ο ήλιος έδυσε στον ορίζοντα χαρίζοντας στον κόσμο ένα φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα. Το καρφί δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ήξερε ότι αυτό το θέαμα θα το ξανάβλεπε πάρα πολλές φορές ακόμα.
«Τουλάχιστον ας βρέξει, μπας και σκουριάσω κι εγώ να τελειώνουμε επιτέλους,» ήταν οι τελευταίες του σκέψεις πριν κοιμηθεί.
Ο ύπνος του όμως δεν κράτησε για πολύ. «Τι φασαρία είναι πάλι αυτή;» είπε και τεντώθηκε αγουροξυπνημένο. Ένα συνονθύλευμα από σειρήνες, μηχανές αυτοκινήτων, ανθρώπινες φωνές και γαυγίσματα γέμισε τον αέρα.
«Ψάξτε, ψάξτε καλά. Ίσως υπάρχουν ακόμα επιζώντες,» άκουσε να λέει μια φωνή. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω κρατώντας φακούς κι εργαλεία.
«Βρήκαμε έναν εδώ! Φέρτε το φορείο γρήγορα!» , φώναζε που και που κάποιος.
Το καρφί παρακολουθούσε με αγωνία. Παρόλο που οι άνθρωποι του σπιτιού δεν του είχαν δώσει ποτέ σημασία, αυτό τους αγαπούσε κι ένιωθε ότι - με το δικό του τρόπο - αποτελούσε ένα κομμάτι της οικογένειας. Είχε βέβαια κι εκείνη την κρυφή ελπίδα, ότι ίσως μια μέρα κάποιος θα το πρόσεχε.
Η αναταραχή κράτησε μέχρι το ξημέρωμα. «Ώρα να φεύγουμε! Κάναμε ότι μπορούσαμε,» ανακοίνωσε απρόθυμα κάποιος. «Άντε παιδιά, πρέπει να ξεκουραστείτε γιατί μας περιμένει δύσκολη μέρα πάλι αύριο.»
Όσοι ήταν τριγύρω άρχιζαν να μαζεύουν τα εργαλεία και να πηγαίνουν προς τα αυτοκίνητα που τους περίμεναν λίγο πιο κει με τους προβολείς και τις μηχανές αναμμένες.
Το καρφί ένιωσε κάτι να κινείται από κάτω του. «Όχι πάλι!» σκέφτηκε πιστεύοντας ότι ήταν ένας ακόμη σεισμός. Όμως αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Κόλλησε το αυτί του πάνω στις πέτρες για ν’ αποκλείσει το θόρυβο που ερχόταν από γύρω του. Και τότε το άκουσε. Ναι, ήταν ξεκάθαρο. Ήταν ο χτύπος μιας καρδιάς. Κάποιος ήταν θαμμένος στα χαλάσματα ακριβώς από κάτω του και ζούσε ακόμα. Έπρεπε να κάνει κάτι. Αλλά τι; Δε μπορούσε να φωνάξει, ούτε να κινηθεί. Ήταν απλώς ένα καρφί.
Ένας μετά τον άλλο, οι άνθρωποι εγκατέλειπαν το χώρο βιαστικά.
Άκουσε τον ήχο που έκαναν οι μπότες ενός διασώστη καθώς περπατούσε προς το μέρος του. Μια μαύρη δερμάτινη μπότα πάτησε στα δεξιά του. Κοίταξε ψηλά και είδε ότι η δεύτερη μπότα αιωρούταν ακριβώς από πάνω του. Κρατήθηκε στο ξύλο με όλη του τη δύναμη, τη στιγμή που η λαστιχένια σόλα προσγειωνόταν πάνω του. Η ακονισμένη του μύτη τρύπησε εύκολα το καουτσούκ και τη μάλλινη κάλτσα κι έφτασε βαθιά ως τη σάρκα του πέλματος. Το καρφί λούστηκε με αίμα – «Σαν τα καρφιά του Χριστού,» σκέφτηκε.
«Ααααχ! Κάτι πάτησα!» φώναξε σφαδάζοντας από πόνο ο διασώστης και χοροπήδησε πάνω στα χαλάσματα.
«Μισό λεπτό! Μην κινείσαι, θα χτυπήσεις! Έρχομαι να σε βοηθήσω,» του είπε κάποιος άλλος που ήταν εκεί κοντά.
Ο διασώστης κάθισε πάνω στο σωρό από τις πέτρες για να βγάλει τη μπότα του. Άρχισε να λύνει τα κορδόνια του. Ο πιστός του σκύλος έτρεξε αμέσως κοντά του. Αντί όμως να πάει σ’ αυτόν, άρχισε να μυρίζει τις πέτρες δίπλα του και να σκάβει σαν τρελός.
«Μα τι συμβαίνει, εδώ;» ρώτησε ο δεύτερος διασώστης που είχε έρθει για βοήθεια.
«Δεν ξέρω,» του είπε ο πρώτος, «αλλά μάλλον κάποιον βρήκε.» Και ξεχνώντας εντελώς το πονεμένο του πόδι έπεσε στα τέσσαρα δίπλα στο σκύλο κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια.
«Σ’ αυτό το καρφί χρωστάω τη ζωή μου,» είπε ο νεαρός με τους επιδέσμους στο κεφάλι κι άπλωσε την παλάμη του προς τους δημοσιογράφους που είχαν μαζευτεί έξω από το νοσοκομείο. Οι κάμερες έκαναν ζουμ στο μισοστραβωμένο ατσαλένιο καρφί που, αν και αρκετά ταλαιπωρημένο, έλαμπε από περηφάνια. Η εικόνα του γέμισε τις τηλεοράσεις όλου του κόσμου.
«Αυτή είναι ζωή,» είπε με ζήλια όταν είδε το ρεπορτάζ το καρφί απ’ όπου κρεμόταν η Μόνα Λίζα στο Λούβρο. «Κι εγώ θα ’πρεπε να είμαι ήρωας! Όχι να στέκω εδώ διακόσια χρόνια ακίνητο για να βαστάω ένα κομμάτι μπογιατισμένο ξύλο και να βγάζουν φωτογραφίες οι τουρίστες. Βαρέθηκα πια!» Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επισκεπτών κι ενός γέρου φύλακα, με μια θεαματική βουτιά εγκατέλειψε τον τοίχο και πήδηξε στο κενό.
Από εκείνη τη μέρα, τα παλιά εργαλεία στο εργοστάσιο που είχε γεννηθεί το ατσαλένιο καρφί, πρόσθεσαν στις ιστορίες που διηγούνταν κι αυτή του καρφιού που μια φορά έσωσε έναν άνθρωπο. Κι όλα τα νέα καρφιά το θαύμαζαν πολύ κι ονειρευόταν μια μέρα να του μοιάσουν!
Ετικέτες
παραμύθι
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου