2 Ιαν 2009

Το πρώτο δάκρυ


Πηγή εικόνας

Ήταν απλώς ένα δάκρυ. Από χημικής απόψεως, τίποτα το σπουδαίο δηλαδή. Ένα καθαρό υγρό, λίγο αλμυρό, προϊόν αλκαλικής αντίδρασης που παράγεται από τις εκκρίσεις των δακρυϊκών αδένων των ματιών. Κι όσο για τη διάρκεια της ζωής του, τι να πει κανείς; Όπως θα το έθετε κάποιος μαθηματικός ίσως, ευθέως ανάλογη του μεγέθους του προσώπου πάνω στο οποίο κυλάει. Κι αυτό φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για το πρόσωπο κάποιου αναίσθητου, ο οποίος θα το σκουπίσει αμέσως πριν καλά-καλά ξεπροβάλει.

Το συγκεκριμένο δάκρυ όμως, είχε κάτι το ιδαίτερο. Το ίδιο, δεν είχε ιδέα γι’ αυτό. Ούτε και θα το μάθαινε ποτέ. Ήταν το πρώτο δάκρυ που έβγαινε από τα μάτια του μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια. Όχι, όχι, δεν είχε κλάψει ποτέ ξανά. Ούτε καν τη μέρα που εγκατέλειψε την κοιλιά της μητέρας του για να έρθει σ’ έναν κόσμο που - αν μη τι άλλο - δεν του φέρθηκε τελικά και με τον καλύτερο τρόπο. Να λοιπόν, που μετά από τόσα πολλά χρόνια, ένα μοναδικό δάκρυ είχε επιτέλους την ευκαιρία να ποτίσει το πρόσωπό του.

Ο δακρυϊκός αδένας που το δημιούργησε ήταν εξαιρετικά περήφανος. Επιτέλους, πάνω που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ήταν εντελώς άχρηστος, ή ίσως κι ελαττωματικός ακόμα, να που τα είχε καταφέρει. Και όπως όλοι οι νέοι γονείς, είχε μεγάλες προσδοκίες για το μοναχοπαίδι του. Δυστυχώς όμως, η διαδρομή που θα ακολουθούσε το δάκρυ, θα ήταν πολύ πιο σύντομη απ’ όσο αυτός ονειρευόταν.

Γεννήθηκε μέσα στο δεξί μάτι. Στην αρχή, δεν ήταν παρά μια τόση δα μικροσκοπική σταγόνα – όχι μεγαλύτερη από το κεφάλι μιας καρφίτσας. Όμως, με τη στοργική φροντίδα του δακρυϊκού αδένα που το τάιζε αδιάκοπα, το δάκρυ φούσκωνε και θέριευε συνεχώς, καθώς περνούσαν το ένα μετά το άλλο τα χιλιοστά του δευτερολέπτου.

Όταν μεγάλωσε αρκετά, ο αδένας του έδωσε την ευχή του. Μαζί, του έδωσε και μια γερή σπρωξιά για να μπορέσει να σκαρφαλώσει πάνω στο ορθάνοιχτο βλέφαρο. Σαν έφτασε στην κορυφή, κοντοστάθηκε κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον κόσμο.

Είχε βραδιάσει. Ψηλά στον ουρανό, ένα ασθενικό θολό φεγγάρι φώτιζε μετά βίας το νυχτερινό τοπίο, λες και προσπαθούσε να κρύψει κάτι. Τριγύρω υπήρχαν δέντρα, πολλά δέντρα. Ελιές μάλλον. Το μουντό φεγγαρόφωτο έβαφε ασημένια τα μακρόστενα φύλλα τους, ενώ η δροσερή αύρα τα χάιδευε τρυφερά κάνοντάς τα να κροταλίζουν από ευχαρίστηση. Ένα παχύ στρώμα πάχνης είχε κατακαθίσει στο πυκνό χορτάρι, δημιουργώντας μια απόκοσμη εικόνα. Ουρανός και γη είχαν γίνει ένα κι οι ρίζες των δέντρων χάνονταν βαθιά μέσα σ’ ένα μεγάλο πουπουλένιο σύννεφο. Λίγο πιο πέρα, διαγράφονταν αχνά στο σκοτάδι οι σκιές μιας παρέας ανθρώπων που ετοιμάζονταν να κοιμηθούν. Δε θα πρέπει να ήταν περισσότεροι από καμιά δεκαριά.

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τούτο το βράδυ δεν ήταν σαν τα άλλα. Το δάκρυ φυσικά δε μπορούσε να το καταλάβει αυτό, αφού ήταν μόλις το πρώτο (και παρεμπιπτόντως το τελευταίο) βράδυ της ζωής του.

«Τι όμορφα που είναι!» σκέφτηκε μολαταύτα. «Μακάρι να μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ πάνω.»

Κάπου στο βάθος, ακούστηκε βαρύ ποδοβολητό και μεταλλικές κλαγγές. Αν δεν υπήρχαν ψίθυροι κι ανθρώπινες λαλιές, θα πίστευε κανείς πως ήταν κάποιος βοσκός με το κοπάδι του που ερχόταν προς το μέρος του.

Το βλέφαρο κινήθηκε νευρικά. Το δάκρυ έκανε να κρατηθεί, μα ήξερε πως ήταν μάταιο κι αφέθηκε στη μοίρα του. Διέσχισε βιαστικά το σταρένιο μάγουλο. Του έκανε μεγάλη εντύπωση πόσο απρόσμενα ζεστό ήταν αυτό το ωχρό κομμάτι σάρκας.

Η ταχύτητά του αυξανόταν συνεχώς. Όταν έφτασε λίγο πριν από την άκρη της μύτης προσπάθησε να ελέγξει την ξέφρενη πορεία του, αλλά η κλίση του προσώπου άλλαξε απότομα. Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μετέωρο στο κενό. Μα όχι για πολύ. Η σύντομη πτώση του διακόπηκε από ένα πυκνό στρώμα, από σκληρά μαύρα γένια. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Άρχισε να διαλύεται.

Και καθώς έσβηνε, άκουσε – σαν σε όνειρο – μια βαθιά φωνή να ψιθυρίζει με αγωνία λόγια που, αν μπορούσε να μιλήσει, ίσως να τα είχε πει και το ίδιο: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Our site is at APN Greece Directory