2 Ιαν 2009
Το Πονηρό Αστέρι
Πηγή εικόνας
«Λένε πως αν κλάψεις κάτω από το φεγγαρόφωτο, τα δάκρυα σου δε χάνονται, αλλά γλιστρούν απαλά πάνω στις αχτίδες του φεγγαριού, όπως τα μικρά παιδιά στην τσουλήθρα της παιδικής χαράς, και φτάνουν ψηλά, πολύ ψηλά, στο νυχτερινό ουρανό και γίνονται αστέρια - τα δικά σου αστέρια. Τ΄ αστέρια αυτά φωτίζουν το δρόμο σου στη ζωή και οδηγούν το κάθε σου βήμα.
Κι εκεί ψηλά, αν κάποια στιγμή συναντηθούν τ΄ αστέρια δυο ανθρώπων που είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, το καταλαβαίνουν αμέσως κι ειδοποιούν όλα τα υπόλοιπα αστέρια τ΄ ουρανού. Αυτά με τη σειρά τους πλέκουν τα υφάδια της μοίρας με τέτοιο τρόπο ώστε οι δρόμοι των δυο ανθρώπων να συναντηθούν, για να τους δοθεί μια - και μοναδική - ευκαιρία να ενωθούν για πάντα και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Αν τελικά τα καταφέρουν, τα δυο αστέρια ενώνονται κι αυτά, γίνονται ένα μεγάλο λαμπρό πεφταστέρι και ταξιδεύουν μαζί, αιώνια, στο άπειρο. Γι΄ αυτό κι όποτε βλέπετε ένα αστέρι να πέφτει να ξέρετε πως δυο άνθρωποι βρήκαν την αληθινή αγάπη.
Δυστυχώς όμως, αυτό δε συμβαίνει πάντα. Πολλές φορές οι άνθρωποι, χαμένοι σ΄ έναν κόσμο που έχει ξεχάσει πια ν΄ αγαπά αληθινά και έχει μάθει να βλέπει μόνο με τα μάτια των αριθμών και της ψυχρής λογικής και όχι μ΄ αυτά της καρδιάς, δεν αναγνωρίζουν την πολύτιμη ευκαιρία και την αφήνουν να χαθεί. Κι όπως σας είπα και πριν, η ευκαιρία αυτή είναι μοναδική. Γιατί αν δυο αστέρια δεν καταφέρουν να ενώσουν τους ανθρώπους τους, μεταμορφώνονται και πάλι σε δάκρυα, γίνονται βροχή που πέφτει στη γη κι εξαφανίζονται.
Γι΄ αυτό σας λέω παιδιά μου, να΄ χετε το νου σας, γιατί ποτέ δεν ξέρετε πότε το δικό σας αστέρι θα συναντηθεί με αυτό απ΄ το ταίρι σας. Κι έτσι και σας δοθεί η ευκαιρία, μη διστάσετε ούτε στιγμή. Κυνηγήστε την, αρπάξτε την. Αλλιώς θα το μετανιώνετε μια ζωή.»
- Και πως θα το ξέρουμε βρε γιαγιάκα πότε θα είναι αυτή η ευκαιρία; πετάχτηκε η μικρή Φιλίτσα, που είχε κουρνιάσει στη ζεστή αγκαλιά του μπαμπά της.
- Να ΄χεις πάντα τα μάτια της καρδιάς σου ανοιχτά και να ΄σαι σίγουρη πως θα την καταλάβεις από την πρώτη στιγμή. Ξέρουν τ΄ αστέρια καλά τη δουλειά τους. Βλέπεις την κάνουν για εκατομμύρια χρόνια - από την αρχή του ίδιου του χρόνου.
- Καλά και δεν κάνουν ποτέ λάθος; πετάχτηκε ο Νικολάκης, που όση ώρα μιλούσε η γιαγιά έπαιζε με τα στρατιωτάκια του μπροστά στο τζάκι.
- Ποτέ βρε χαζούλη. Αφού, σας είπα, είναι επαγγελματίες!, είπε οι γιαγιά κι έσκασαν όλοι στα γέλια.
- Και όμως, αγαπητή μου, πετάχτηκε ο παππούς αγκαλιάζοντας τρυφερά τη γιαγιά, κάνεις λάθος. Μου φαίνεται πως ξέχασες την ιστορία με το Πονηρό Αστέρι.
- Πω, πω! Δίκιο έχεις, την είχα ξεχάσει τελείως, είπε η γιαγιά και κοκκίνισε από ντροπή, σαν να είχε χάνει κάποιο μεγάλο σφάλμα.
- Αχ καλέ μου παππούλη πες τη μας, τον παρακάλεσε όλο νάζι η Φιλίτσα.
- Ναι, ναι, πες μας την ιστορία, του είπε και ο Νικολάκης τραβώντας του τα μπατζάκια της πυτζάμας.
- Ε, λοιπόν, εντάξει, είπε ο παππούς, που εδώ που τα λέμε δε χρειαζόταν και πολλά παρακάλια, αφού λάτρευε τόσο τα εγγονάκια του όσο και το να λέει ιστορίες με τις ώρες.
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά, πολλά χρόνια σε ένα μικρό νησάκι, χαμένο κάπου στα γαλαζοπράσινα νερά του Ιονίου, σ΄ ένα μικρό σπιτάκι κοντά στη θάλασσα ζούσε ένας ψαράς με τη γυναίκα του και τη μονάκριβή τους κόρη, τη Φιλιώ. Ο ψαράς, ήταν άνθρωπος τραχύς και απότομος, κι ολημερίς γυρνούσε στη θάλασσα ψαρεύοντας και βουτώντας για κοχύλια και σφουγγάρια, που τα πουλούσε στην αγορά της κοντινής πόλης. Η γυναίκα του, μια καλοκάγαθη γυναικούλα με ολοστρόγγυλα ρόδινα μάγουλα και χαμόγελο πιο ζεστό κι από καλοκαιρινό μεσημέρι, τα πρωινά έκανε τις δουλειές του σπιτιού και μετά κατέβαινε με τον άντρα της στην αγορά. Την κόρη τους δεν την έπαιρναν ποτέ μαζί τους, γιατί ο πατέρας της φοβόταν πως θα την ξεμυάλιζαν οι σειρήνες της πόλης και μόλις μεγάλωνε θα τους εγκατέλειπε και δεν θα΄ χαν μετά κανέναν να τους γηροκομήσει.
Έτσι, ετούτο το κορίτσι μεγάλωνε δίχως να έχει γνωρίσει ποτέ άλλα παιδιά, μα ούτε και άλλους ανθρώπους. Ολημερίς τριγυρνούσε στο σπίτι και βοηθούσε τη μάνα της στις δουλειές και μόλις τελείωνε πήγαινε στη θάλασσα και κολυμπούσε με τις ώρες ή ξάπλωνε στην παραλία και απολάμβανε τη θαλπωρή του ήλιου. Φίλους δεν είχε, πέρα από τα ζωντανά του σπιτιού – ένα σκύλο, μια γάτα και δέκα στρουμπουλές κότες – και τα πετούμενα του ουρανού που τη συντρόφευαν στις ατελείωτες βόλτες της.
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια, και το κορίτσι έγινε γυναίκα. Και τι γυναίκα! Ο ήλιος, η θάλασσα κι ο καθαρός αέρας σμίλεψαν ένα πλάσμα που την ομορφιά του θα ζήλευαν ακόμα και οι πιο όμορφες πριγκιποπούλες των παραμυθιών. Κι όλο διάβαζε η Φιλιώ στα βιβλία που της έφερναν οι δικοί της από την πόλη ιστορίες για αγάπη αληθινή, αιώνια, και μέσα της ολοένα φούντωνε η επιθυμία να γνωρίσει κι αυτή τη φλόγα του έρωτα.
Και τα βράδια που δεν την έπαιρνε ο ύπνος, το ΄σκαγε κρυφά από το παράθυρο τής κάμαράς της, πήγαινε κοντά στη θάλασσα και σιγοτραγουδούσε κάτω από το φεγγαρόφωτο:
«Αχ αστεράκια μου λαμπρά,
κι ολόχρυσο φεγγάρι,
ακούστε με από εκεί ψηλά,
και κάντε μου τη χάρη.
Πάρτε αυτό το δάκρυ μου,
και κάντε το αστέρι,
μήπως και βρει στον ουρανό,
και το δικό μου ταίρι.»
Και κάθε φορά που τραγουδούσε, ένα δάκρυ κυλούσε από τα μάτια της και πριν καλά-καλά διασχίσει το μάγουλό της, το άρπαζε μια φεγγαραχτίδα και το έπαιρνε ψηλά στον ουρανό και το έκανε αστέρι. Ύστερα, η Φιλιώ επέστρεφε πίσω στην καμαρούλα της σιγά-σιγά, πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να μην ξυπνήσει τους δικούς της, ξάπλωνε στο πουπουλένιο της στρώμα και την έπαιρνε γλυκά ο ύπνος. Κι έβλεπε στα όνειρά της πως ερχόταν λέει - εκεί στην παραλία κάτω από το φεγγαρόφωτο - ένα πανώριο παλικάρι, ένας αληθινός ιππότης, με το λευκό του άτι που την σήκωνε μέσα στα γερά του μπράτσα και την έπαιρνε μαζί του στον παραμυθένιο πύργο του, μακριά, πολύ μακριά, εκεί που το φως του φεγγαριού έσβηνε στον ορίζοντα.
Το νησί που ζούσε η Φιλιώ, το κυβερνούσε ένας πολύ πλούσιος μα και πολύ κακός Άρχοντας. Όσοι τον είχαν συναντήσει έλεγαν πως η καρδιά του ήταν μαύρη, κρύα και σκληρή λες κι ήταν φτιαγμένη από το ίδιο μαύρο μάρμαρο που΄ ταν φτιαγμένο και το αρχοντικό του, που δέσποζε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού του νησιού σαν μαύρο όρνιο που περιμένει να κατασπαράξει τη λεία του. Το μόνο ζωντανό πλάσμα που αγαπούσε ο Άρχοντας ήταν ένα τεράστιο σκυλί, τρομερό κι απαίσιο, τον Κέρβερο, που, όπως φαίνεται απ΄ το όνομά του, έμοιαζε να ΄ χει βγει από τα τρίσβαθα της Κόλασης. Και φαίνεται πως και το σκυλί τον αγαπούσε καθώς ήταν ο μόνος άνθρωπος που άφηνε να το πλησιάσει. Ίσως γιατί τον έβλεπε σαν όμοιό του.
Ολάκερο το νησί ανήκε σε τούτον τον καταραμένο Άρχοντα κι όλοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν βαρύ φόρο, αβάσταχτο, για να τους επιτρέπει ακόμα και ν΄ αναπνένε. Κι αλίμονο σε όποιον δε πλήρωνε. Νύχτα τον άρπαζαν από το σπίτι του οι φρουροί του Άρχοντα και τον εξόριζαν σ΄ ένα πέτρινο πύργο που ΄ταν χτισμένος σε μια ξέρα καταμεσίς στο πέλαγος. Κι ύστερα κανείς δε ματάκουγε γι΄ αυτόν, ποτέ.
Ένα βράδυ που η Φιλιώ είχε βγει να τραγουδήσει το παράπονό της στο φεγγάρι, έτυχε να περνά με τη βάρκα του από εκεί κοντά ο Νικόλας, που΄ χε ξανοιχτεί πολύ το πρωί ψαρεύοντας και τον έπιασε το σούρουπο μέσα στη θάλασσα. Νέο παλικάρι κι όμορφο ήταν ο Νικόλας κι αν αντί για τρύπια φανέλα και τριμμένο παντελόνι φορούσε ασημένια πανοπλία και τα χέρια και τα πόδια του δεν είχαν πληγές από το δίχτυ και την αρμύρα, ίσως να ΄μοιαζε με τον ιππότη που ονειρευόταν η Φιλιώ - μπορεί να ΄ταν και καλύτερος. Τι να γίνει όμως. Ένας φτωχός ψαράς ήταν που πάλευε μέρα νύχτα προσπαθώντας να μαζέψει αρκετά λεφτά για να πλερώσει τους φόρους του Άρχοντα, μη χάσει το κεφάλι του. «Αυτά τα λεφτά, τ΄ άτιμα τα λεφτά», σκεφτόταν, «μια μέρα θα΄ χω και ΄γω μπόλικα και θα μπορώ να ορίσω τη δική μου μοίρα».
Και ξάφνου η σκέψη του διακόπηκε από το τραγούδι της Φιλιώς που ΄σκιζε τη σιγαλιά της νύχτας σαν ανάλαφρη βαρκούλα που σκίζει με τη ρότα της τη γαλήνια θάλασσα. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, πέταξε τη λευκή του φανέλα και βούτηξε στα σκοτεινά νερά προσέχοντας μην κάνει θόρυβο. Σα χέλι γλίστρησε μέσα στο σκοτάδι μέχρι που έφτασε εκεί κοντά που τραγουδούσε η Φιλιώ.
Τι ονειρεμένη οπτασία ήταν αυτή! Τι θάμα! Το φεγγαρόφωτο που έλουζε τα πυκνά ξανθά μαλλιά και το αλαβάστρινο κορμί της Φιλιώς την έκανε να μοιάζει με νεράιδα που ΄χε βγει στην παραλία να ξαποστάσει. Και το τραγούδι της ήταν γλυκό σαν το κρασί της Κεφαλλονιάς, μεθυστικό σαν τα πιο ακριβά αρώματα του Τζάντε. Μαγεύτηκε ο Νικόλας από την τόση ομορφιά κι ένοιωσε ένα σκίρτημα μέσα στο στήθος, που γρήγορα έγινε φλόγα που ολοένα φούντωνε μέχρι που έγινε φωτιά που του ΄καιγε τα σωθικά. Δεν άντεξε λοιπόν και αποφάσισε να την πλησιάσει. Έκανε να σηκωθεί μα, ζαλισμένος καθώς ήταν από το άγγιγμα του έρωτα, δεν πρόσεξε, γλίστρησε και βρέθηκε με ένα δυνατό πάφλασμα φαρδύς πλατύς στο νερό.
Η κοπέλα μόλις άκουσε το θόρυβο τρόμαξε και γύρισε προς το μέρος του. Μέσα στο μισοσκόταδο είδε τα δυο μαύρα του μάτια που έλαμπαν σαν δυο μικρές φωτιές και για μια στιγμή η ματιά της βυθίστηκε στη δική του. Ο Νικόλας τα ΄χασε και πριν καταφέρει να βγάλει μιλιά, μια τραχιά φωνή ακούστηκε: «Φιλιώ, Φιλιώ, που είσαι;» Ήταν ο πατέρας της, που είχε ξυπνήσει από το θόρυβο κι έψαχνε να τη βρει. Η Φιλιώ το΄ βαλε τότε στα πόδια και χάθηκε σαν οπτασία μέσα στη νύχτα. Ο Νικόλας απόμεινε μόνος, μούσκεμα από την κορφή ως τα νύχια μες στο νερό, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε γίνει κι αν όλα αυτά που είχε ζήσει ήταν αλήθεια ή κάποιο περίεργο, μα πολύ ωραίο, όνειρο.
Όλο το υπόλοιπο βράδυ ο Νικόλας δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Ότι και να ΄κανε, ότι και να σκεφτόταν, δε μπορούσε με τίποτα να βγάλει από το μυαλό του ούτε το τραγούδι μήτε τα μάτια της κοπέλας. Την επόμενη μέρα δεν πήγε για ψάρεμα. Περίμενε με ανυπομονησία το βράδυ, να ξαναπάει να βρει τη νεράιδα του. Και πήγε. Μα η κοπέλα δεν ήταν εκεί. Και πήγε και το επόμενο, και το μεθεπόμενο και πήγαινε κάθε βράδυ για ένα ολάκερο μήνα. Μάταια όμως. Ο πατέρας της Φιλιώς είχε θυμώσει πολύ όταν ανακάλυψε ότι η κόρη του το ΄σκαγε κρυφά τα βράδια κι έβαλε σιδεριά στο παραθύρι της και κλείδωσε με σύρτη βαρύ την πόρτα της να μη μπορεί να ξαναβγεί. Έτσι, η Φιλιώ, φυλακισμένη καθώς ήταν τα βράδια μες το ίδιο της το σπίτι, το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει και να ονειρεύεται και πάλι τον ερχομό του ιππότη της.
Οι μέρες περνούσαν κι ο Νικόλας που΄ χε μαραζώσει δεν είχε ψαρέψει ούτε μια φορά. Κι η ώρα που θα ΄ρχόταν ο εισπράκτορας με τους στρατιώτες για το φόρο πλησίαζε. Έτσι λοιπόν, ένα βράδυ αντί να πάει στη θάλασσα, πήγε στην ταβέρνα της πόλης, να πιει με τα λιγοστά χρήματα που του είχαν απομείνει, μήπως και μέσα στο πιοτό πνίξει τον πόνο του και μπορέσει να ξεχάσει την κοπελιά. Ήλπιζε ότι έτσι ίσως θα μπορούσε να ξαναψαρέψει όπως παλιά για να καταφέρει τουλάχιστον να γλυτώσει από τη φυλακή. Κι άρχισε να πίνει και να πίνει, μα τίποτα. Ο πόνος αντί να γαληνεύει όλο και θέριευε μέσα του.
Ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και είπε την ιστορία του στη γυναίκα του ταβερνιάρη που του έφερνε το κρασί. Ετούτη δω η γυναίκα ήταν πολύ πονηρή και φιλάργυρη. Και δεν έχασε την ευκαιρία. Έκατσε κι άκουσε προσεκτικά τον Νικόλα που της τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Για την ομορφιά της κοπέλας, για το πάθημά του, ακόμη και όλα τα λόγια του τραγουδιού τής είπε, αφού δεν έλεγε να σβήσει ακόμη από τ΄ αυτιά του. Κι όσο της έλεγε ο Νικόλας, τόσο αυτή του γέμιζε το ποτήρι. Μέχρι που τον μέθυσε κι έπεσε λιπόθυμος πάνω στην ξύλινη τάβλα. Τότε η ταβερνιάρισσα, δίχως να χάσει χρόνο, φώναξε τον άντρα της και κουβάλησαν το Νικόλα σ΄ ένα υγρό σκοτεινό δωμάτιο στο υπόγειο και τον κλείδωσαν.
Το άλλο πρωί, η ταβερνιάρισσα πήγε στο κάστρο του Άρχοντα, του είπε όλα όσα είχε ακούσει το προηγούμενο βράδυ και πλερώθηκε και με το παραπάνω για τις υπηρεσίες της. Ο Άρχοντας αποφάσισε πως αυτή η πεντάμορφη και αγνή κόρη έπρεπε να γίνει γυναίκα του. «Μόνο μια τέτοια νύφη μου αξίζει», σκέφτηκε και γέλασε διαβολικά. Κι αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιό του. Πρώτα απ΄ όλα έπρεπε να ξεφορτωθεί το Νικόλα. Έστειλε λοιπόν τους φρουρούς του στην ταβέρνα που ήταν κλειδωμένος και τον συνέλαβαν, τάχατες για τους φόρους που χρωστούσε. Άδικα προσπαθούσε ο άμοιρος ο Νικόλας να εξηγήσει πως είχε ακόμα μέρες για να ξοφλήσει και πως αν τον άφηναν με δυο-τρεις καλές ψαριές θα μάζευε τα χρήματα που ζητούσαν. Τον αλυσόδεσαν, τον έσυραν επιδεικτικά μέσα από όλα τα δρομάκια της πόλης και τον φυλάκισαν σ΄ ένα σκοτεινό κελί του πύργου στη μέση του πελάγου που δεν είχε μήτε ένα παράθυρο, παρά μόνο μια μικρή χαραμάδα από την οποία με το ζόρι έμπαιναν μια-δυο αχτίδες του ήλιου.
Μόλις ο Άρχοντας έμαθε ότι ο Νικόλας ήταν πλέον φυλακισμένος, προχώρησε στο δεύτερο βήμα του σχεδίου του. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, βγήκε στο μπαλκόνι του πύργου κάτω από το φως του φεγγαριού και φώναξε το πιστό του σκυλί. Αυτό έτρεξε όλο χαρά κοντά του και ξάπλωσε στα πόδια του. Τότε, ενώ με το ένα χέρι τού χάιδευε το κεφάλι, με το άλλο τράβηξε από τη ζώνη του το χρυσό του στιλέτο και το κάρφωσε με δύναμη στη καρδιά του δύστυχου ζώου που βόγκηξε από πόνο, ενώ κοιτούσε με απορία και παράπονο στα μάτια το άκαρδο αφεντικό του. Κι εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν ξεψυχήσει το σκυλί, ένα μοναδικό καυτό δάκρυ κύλησε από τα μάτια του Άρχοντα. Ευθύς, αυτός τ΄ άρπαξε και το παγίδεψε στην παλάμη του.
«Άσε με, άρχοντά μου να φύγω», τον παρακάλεσε το δάκρυ. «Πρέπει να πάω στον ουρανό κοντά στ΄ αδέρφια μου να εκπληρώσω τη μοίρα μου». «Αν θες να σ΄ αφήσω πρέπει πρώτα να μου υποσχεθείς ότι θα κάνεις τη Φιλιώ δική μου», του αποκρίθηκε αδίστακτα αυτός. «Μα δε μπορώ, το ξέρεις πως δεν είναι γραφτό», αποκρίθηκε το δάκρυ. «Τότε διάλεξε: ή θα κάνεις αυτό που σου ζητώ, ή θα σε κλείσω σ΄ εφτασφράγιστο μπουκάλι και θα μείνεις δάκρυ για πάντα».
Το δάκρυ δεν άντεξε, λιγοψύχησε και τελικά δέχτηκε. Έτσι, μόλις ο Άρχοντας το άφησε λεύτερο, άρπαξε μια κοντινή φεγγαραχτίδα και γλίστρησε ψηλά στον ουρανό για να εκτελέσει την ανίερή του αποστολή. Κι εκεί ψηλά, έψαξε και βρήκε ένα αστέρι της Φιλιώς, το σίμωσε και με διάφορα τεχνάσματα περίτεχνα και πονηρά το έπεισε πως πρέπει οι άνθρωποί τους ενωθούν. Σα γίνηκε αυτό, το πονηρό αστέρι έστειλε σινιάλο μυστικό στον Άρχοντα και κανόνισε με τ΄ άλλα αστέρια να του φωτίσουν το δρόμο από το κάστρο του ως το σπίτι της Φιλιώς.
Ο Άρχοντας καβαλίκεψε το μαύρο άλογό του που ΄χε μάτια κόκκινα σα δαίμονας κι έβγαζε φλόγες απ΄ τα ρουθούνια και κάλπασε μες τη νύχτα ακολουθώντας το δρόμο που του έδειχναν τ΄ αστέρια. Κι έμοιαζε με τον ίδιο το Χάροντα. Σαν έφτασε στο κατώφλι, ξεπέζεψε και βρόντηξε με τη γροθιά του την ξύλινη πόρτα. Ο ψαράς που είχε ακούσει το φοβερό καλπασμό να πλησιάζει, άνοιξε έντρομος και σαν αντίκρισε τον Άρχοντα έγινε άσπρος σαν το πανί.
«Μη φοβάσαι φίλε μου», του είπε ο Άρχοντας προσπαθώντας να φανεί φιλικός, αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν τέτοιος που έκανε τον ψαρά να τρέμει σαν το ψάρι. «Έχω έρθει για καλό σκοπό. Θα κάνω την κόρη σου αρχόντισσα του νησιού και συ με τη γυναίκα σου θα γίνεται αυλικοί μου. Είστε πολύ τυχεροί», είπε και γέλασε.
«Μα, μα, …», ψέλλισε ο ψαράς. «Δεν πιστεύω να υπάρχει καμιά αντίρρηση;», ρώτησε ο Άρχοντας και η φωνή του ήταν τόσο βροντερή που το φτωχικό σπίτι σείστηκε συθέμελα. Δίχως να περιμένει απάντηση παραμέρισε τον ψαρά και μπήκε μέσα. Εκεί, μπροστά από την κλειδωμένη πόρτα της Φιλιώς στεκόταν η γυναίκα του ψαρά. «Μη, μη μας παίρνεις την μονάκριβή μας κόρη Άρχοντά μου», τον παρακάλεσε πέφτοντας με λυγμούς στα γόνατα. «Κάνε στην άκρη γυναίκα», της φώναξε και τραβώντας το σπαθί από το θηκάρι του έδωσε μια στην ξύλινη πόρτα και την έκανε κομμάτια. Μέσα στο δωμάτιο ήταν η Φιλιώ, όρθια μπροστά στο σιδερόφραχτο παράθυρο. Φορούσε ένα λευκό αραχνοΰφαντο νυχτικό κι έμοιαζε με ολόλευκο περιστέρι κλεισμένο σε κλουβί. Μεγάλα δάκρυα κυλούσαν απ΄ τα μάτια της και ανέβαιναν στον ουρανό, σαν τα τελευταία σήματα κινδύνου που στέλνει ένα καράβι λίγο πριν να βουλιάξει.
«Σταμάτα να κλαις», την πρόσταξε ο Άρχοντας. «Αυτός που περίμενες ήρθε». «Όχι, όχι, δε μπορεί να είσαι εσύ!», αποκρίθηκε απελπισμένα η Φιλιώ. «Κι όμως αγαπητή μου», είπε κάνοντας μια κίνηση για να την αγκαλιάσει. «Ρώτα και τ΄ αστέρια σου στον ουρανό αν δε με πιστεύεις, αυτά με έφεραν εδώ», συμπλήρωσε καγχάζοντας και της έδειξε τ΄ άστρα που έμοιαζαν να γνέφουν ναι, με το δικό τους παράξενο τρόπο. Και για να σιγουρέψει την απάντηση της, δεν παρέλειψε να της τονίσει πως η ευημερία αλλά και η ίδια η ζωή των δικών της, που τόσα πολλά τους χρωστούσε αφού την έφεραν στον κόσμο και την ανέθρεψαν με τον ιδρώτα τους, κρεμόταν από ένα δικό της «ναι», αλλιώς μπορεί να κατέληγαν σε κάποιο κελί του πύργου στη μέση του πελάγους και να καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που τη γέννησαν.
Η Φιλιώ είδε πως δε μπορούσε πια να κάνει τίποτα και πως έπρεπε να υποταχτεί στο σκληρό πεπρωμένο της. Ήταν βλέπετε και κείνα τ΄ αστέρια στον ουρανό που με τα καμώματά τους έκαναν και την παραμικρή ελπίδα της για ένα θαύμα - μιαν αναπάντεχη τροπή της μοίρας της - να σβήσει. Σκούπισε τα τελευταία της δάκρυα με την άκρη του νυχτικού της κι έσκυψε το κεφάλι σε ένδειξη υποταγής. Ο Άρχοντας την άρπαξε από τη μέση, την ανέβασε στο άλογό του και ξεκίνησε για το μαύρο κάστρο του. Όλα έμοιαζαν με εφιάλτη. Το όμορφο παλικάρι του ονείρου είχε γίνει ένα πανάσχημο και μοχθηρό τέρας, το λευκό άτι, μαύρος δαίμονας της κόλασης και ο παραμυθένιος πύργος, το σκοτεινό κάστρο του κάτω κόσμου.
Το επόμενο πρωί, ο Άρχοντας μάζεψε τους συμβούλους του και τους ανακοίνωσε τα νέα. Τους έδωσε τσουβάλια ολόκληρα με χρυσά φλουριά για τις ετοιμασίες του γάμου. Ήθελε να γίνει μεγαλοπρεπής ωσάν ταίριαζε σ΄ έναν άρχοντα σαν του λόγου του και οι άνθρωποι να τον θυμούνται και να μιλάνε γι΄ αυτόν για πολλά-πολλά χρόνια. Και κάλεσε όλους τους άρχοντες και τους βασιλιάδες του γνωστού κόσμου κι έβαλε τελάληδες να διαλαλούν από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό την ομορφάδα της νύφης και την αντρειοσύνη και την αρχοντιά του γαμπρού και ν΄ αναγγέλλουν το λαμπρό γλέντι που θα γινόταν το βράδυ του γάμου. Κόσμος πολύς ερχόταν από ξηρά και θάλασσα για να δει από κοντά αυτό το μεγάλο γεγονός και μαζί πλήθος πραματευτάδες, μουσικοί, γελωτοποιοί, μάγοι, τσιγγάνοι κι ένα σωρό άλλοι πλανόδιοι έμποροι, διασκεδαστές κι μικροαπατεώνες.
Κι έφτασε το προηγούμενο βράδυ του γάμου. Όλα ήταν έτοιμα για τη γιορτή. Παντού ακουγόταν μουσικές και το κρασί έρεε άφθονο. Όλοι στους δρόμους γιόρταζαν και τραγουδούσαν. Μόνο στο κάστρο του Άρχοντα βασίλευε νεκρική σιγή. Βλέπετε ο Άρχοντας σιχαινόταν τη μουσική μα και την ίδια τη χαρά. Κι αν έκανε όλη αυτή τη λαμπρή γιορτή ήταν μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του και να εξαγοράσει μια θέση ανάμεσα στους πιο γνωστούς και τρανούς άρχοντες της χώρας. Η Φιλιώ ήταν κλειδωμένη στο πιο ψηλό δωμάτιο του κάστρου, τόσο ψηλό που θαρρείς πως άγγιζε τον ουρανό. Φορούσε το ίδιο νυχτικό που είχε και τη νύχτα που την άρπαξε ο Άρχοντας. Ήθελε τόσο πολύ να κλάψει μα σκέφτηκε πως ήταν ανώφελο αφού η μοίρα της ήταν γραμμένη. Κοίταξε μελαγχολικά τ΄ αστέρια και το φεγγάρι κι ένοιωσε βαθιά μέσα της ότι την είχαν προδώσει. Και για μια στιγμή της ήρθαν στο μυαλό τα δυο μαύρα μάτια του άγνωστου παλικαριού, εκείνο το βράδυ στην παραλία. «Γιατί αστεράκια μου να μην είναι αυτός; Γιατί;», ρώτησε με παράπονο κι απόμεινε εκεί να κοιτά το νυχτερινό ουρανό.
Εκείνο το βράδυ, ένα καράβι με Φοίνικες εμπόρους που ΄φερναν πέρλες και μετάξια από την Ανατολή για να στολίσουν το φόρεμα της νύφης και δώρα πολύτιμα για το γαμπρό έχασε το δρόμο του και προσάραξε στο κάστρο στη μέση του πελάγου. Έτσι, έφτασαν τα νέα μέχρι τ΄ αυτιά του Νικόλα. Κι ο πόνος του γίνηκε αβάσταχτος. Τόσο καιρό μες στο κελί δεν είχε ξεχάσει ούτε στιγμή τη νεράιδά του. Στη σκέψη και μόνο πως αυτό το θείο πλάσμα θα γινόταν γυναίκα του μοχθηρού Άρχοντα η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Δεν άντεξε λοιπόν και για πρώτη φορά στη ζωή του έκλαψε! Και τα δάκρυά του ήταν πολλά, σαν ποτάμι, σα χείμαρρος. Την ίδια ώρα μια χλωμή φεγγαραχτίδα κατάφερε να τρυπώσει στο κελί από τη μοναδική σχισμάδα του τοίχου. Ευθύς, άρπαξε όλα τα δάκρυα του Νικόλα και τα ΄καμε αστέρια. Κι ήταν τόσα πολλά που ο νυχτερινός ουρανός έγινε δυο φορές πιο φωτεινός από πριν.
Και τότε γίνηκε ένα θάμα! Όλα τ΄ άλλα αστέρια έσβησαν κι απόμειναν στον ουρανό μόνο τ΄ αστέρια του Νικόλα και το Πονηρό αστέρι. Τότε, το Πονηρό αστέρι, που ήταν κατά βάθος καλό και αγνό σαν το λευκό φως του, κατάλαβε το λάθος του και το κακό που είχε κάμει και ντράπηκε τόσο πολύ που έγινε ασημένια βροχή κι έπεσε στη γη, πάνω στη φυλακή του Νικόλα. Κι ήταν τόσο καυτή η βροχή που έλιωσαν οι τοίχοι και βρέθηκε ο Νικόλας λεύτερος. Οι Φοίνικες, που ΄ναι λαός σοφός και ξέρουν να διαβάζουν τα σημάδια τ΄ ουρανού, κατάλαβαν την αδικία που΄ χε γίνει και αποφάσισαν να βοηθήσουν το Νικόλα. Τον πήραν μαζί τους στο καράβι τους και ξανοίχτηκαν στο πέλαγος.
Τ΄ αστέρια στον ουρανό τους έδειχναν το δρόμο, το φεγγάρι φώτιζε τις ξέρες και τα βράχια για να ταξιδεύουν με ασφάλεια και το βραδινό αγέρι φυσούσε πρίμα για να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους. Σαν ξημέρωσε κι έφτασαν στο νησί οι Φοίνικες έντυσαν τον Νικόλα με ασημένια αστραφτερή πανοπλία και πορφυρή χλαμύδα, του πέρασαν στη ζώνη σπαθί ατσάλινο, σμιλευτό, στολισμένο με πολύτιμες πέτρες και χρυσά σκαλίσματα και του ΄δωσαν άτι λευκό, αραβικό, καθαρόαιμο. Κι έμοιαζε ο Νικόλας σαν τον αρχάγγελο πάνω στ΄ άλογό που πάει να πολεμήσει το δράκοντα. Και παρόλο που ΄χε ξημερώσει το φεγγάρι και τ΄ αστέρια δεν είχαν σβήσει, παρά είχαν μείνει εκεί, στις θέσεις τους, να τον οδηγούν στη Φιλιώ.
Σα σίφουνας πέρασε ο Νικόλας μέσα από το πλήθος που ΄χε μαζευτεί στους δρόμους για να παρακολουθήσει τη γαμήλια πομπή κι εκείνη την ώρα κοίταζε με απορία τον ουρανό προσπαθώντας να εξηγήσει το περίεργο φαινόμενο. Σαν καταιγίδα ξεχύθηκε πάνω στους σαστισμένους φρουρούς του μαύρου κάστρου. Σαν κεραυνός γκρέμισε τη βαριά σιδερένια πόρτα και βρέθηκε μπροστά στον Άρχοντα, που ΄ταν ντυμένος με τη μαύρη επίσημη στολή του για το γάμο.
«Τι θές εσύ εδώ;», ρώτησε ο Άρχοντας σαστισμένος, αφού έβλεπε πως δεν είχε μείνει κανείς τριγύρω να τον προστατέψει. «Ήρθα να πάρω πίσω τη μοίρα που μου έκλεψες», του απήντησε ο Νικόλας και ξεπέζεψε απ΄ το άλογο. «Το μόνο που θα πάρεις είναι η λάμα από το σπαθί μου που θα καρφώσω στην καρδιά σου», αποκρίθηκε ο Άρχοντας και τραβώντας το σπαθί του όρμηξε καταπάνω στο Νικόλα. Ο Νικόλας με μια γρήγορη κίνηση παραμέρισε κι ο Άρχοντας με τη φόρα που είχε πάρει έχασε την ισορροπία του και ξαπλώθηκε στο μαύρο μάρμαρο του πατώματος. Ο Νικόλας αμέσως τράβηξε το δικό του σπαθί κι έσπασε στα δυο το σπαθί του Άρχοντα. Αυτός βρέθηκε ξαφνικά άοπλος κι ανήμπορος κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά και να παρακαλεί το Νικόλα να του χαρίσει τη ζωή, τάζοντάς του πλούτη και τιμές.
«Δε θέλω πλούτη, μήτε παλάτια. Έκανες πολλά και πρέπει να τιμωρηθείς», είπε ο Νικόλας κι ετοιμάστηκε να κατεβάσει με δύναμη το σπαθί του πάνω στο λαιμό του Άρχοντα. Τον σταμάτησε όμως μια φωνή: «Σταμάτα! Μην το κάνεις, δεν αξίζει.» Ο Νικόλας γύρισε κι είδε να κατεβαίνει από τις κατάμαυρες σκάλες του κάστρου μια λευκή οπτασία που έμοιαζε να φωτίζει ολόκληρη την αίθουσα. Ήταν η Φιλιώ. Ο Νικόλας πέταξε το σπαθί και για μια στιγμή έμεινε εκεί ακίνητος να θωρεί τον ίδιο τον έρωτα να βαδίζει προς το μέρος του.
Ο Άρχοντας δεν έχασε την ευκαιρία κι έβγαλε το στιλέτο που είχε πάντα κρυμμένο στη μπότα του για να μαχαιρώσει πισώπλατα το Νικόλα. Όμως το φεγγάρι που παρακολουθούσε από ψηλά είδε από ένα παράθυρο του πύργου την ύπουλη κίνηση κι έστειλε μια αχτίδα του κατευθείαν στα μάτια του Άρχοντα και τον τύφλωσε για πάντα. Η Φιλιώ έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του Νικόλα κι έκλαψε, έκλαψε από χαρά. Κι ο Νικόλας έκλαψε. Και τα δάκρυά τους τα ΄παιρνε το φεγγάρι κι ας ήταν μέρα μεσημέρι, τ΄ ανέβαζε στον ουρανό και τα ΄κανε αστέρια που ενώνονταν μεταξύ τους και γίνονταν πεφταστέρια. Και ξαφνικά ήταν σα να γέμισε ο ουρανός από χιλιάδες βεγγαλικά. Κι όσοι τα είδαν νόμισαν πως η μεγάλη γιορτή είχε ξεκινήσει κι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χορεύουν χαρούμενα.
Ο Νικόλας πήρε στα γερά του μπράτσα τη Φιλιώ, την ανέβασε στο λευκό του άλογο και καλπάζοντας ανάμεσα στον κόσμο που γιόρταζε χάθηκε μαζί της μακριά, πολύ μακριά, εκεί που το φως του φεγγαριού έσβηνε στον ορίζοντα, ακριβώς όπως στα όνειρά της – γιατί, να το θυμάστε αυτό – τα όνειρα δε λένε ποτέ ψέματα, μόνον οι άνθρωποι.
- Και μετά, τι έγινε μετά παππού; ρώτησε η Φιλίτσα, που πολύ της άρεσε η ιστορία κι ήθελε ν΄ ακούσει κι άλλο.
- Μα φυσικά, ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!
- Και ο κακός τι απέγινε; ρώτησε ο Νικολάκης.
- Έτσι τυφλός καθώς ήταν δε μπορούσε πια να πειράξει κανέναν. Έγινε ζητιάνος και τριγυρνούσε ντυμένος με μαύρα κουρέλια από πόλη σε πόλη, ζώντας για πάντα στο μαύρο σκοτάδι που του άξιζε.
- Κι είναι αληθινή αυτή η ιστορία παππού; ρώτησε με αφέλεια η Φιλίτσα.
- Θα μπορούσε να είναι και αληθινή, είπε ο παππούς χαμογελώντας και κλείνοντας το μάτι με νόημα στη γιαγιά.
- Πατέρα, σε παρακαλώ μη λες τέτοια στα παιδιά και μετά τα πιστεύουν, πετάχτηκε η μαμά των παιδιών. Άντε ώρα για ύπνο! Στα κρεβάτια σας γρήγορα.
Εκείνο το βράδυ, όταν όλοι πήγαν στα κρεβάτια τους, ο παππούς με τη γιαγιά ανέβηκαν αγκαλιασμένοι κρυφά στην ταράτσα και σαν από θαύμα, ο ουρανός άρχισε να βρέχει πεφταστέρια. Αλήθεια σας λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια!
ΤΕΛΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Κάτι πολύ παραπάνω από απλά ωραίο....!!! :) :D
ΑπάντησηΔιαγραφή