- Χτες το βράδυ είδα ένα όνειρο, είπε το σκιάχτρο.
- Συγνώμη, σε μένα μίλησες; ρώτησε ένα κοράκι που εκείνη τη στιγμή πετούσε ακριβώς από πάνω του.
- Ναι, σε σένα. Θες να το ακούσεις;
- Τρελός είσαι; Να σταματήσω στο χωράφι και να ΄ρθει ο αγρότης με την καραμπίνα του και να μου την ανάψει;
- Α, μην ανησυχείς. Ο αγρότης λείπει. Έχει πάει στο παζάρι στην πόλη και θα γυρίσει μετά από μέρες.
- Καλά τότε, έρχομαι, είπε το κοράκι και κάνοντας μια θεαματική βουτιά στον αέρα προσγειώθηκε στο δεξί ώμο του σκιάχτρου.
- Για να είμαι ειλικρινής, προειδοποίησε το σκιάχτρο, δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Βλέπεις δεν είχα ξαναδεί ποτέ όνειρο μέχρι σήμερα.
- Καλά, με κοροϊδεύεις; Νομίζω πως χάνω το χρόνο μου, γκρίνιαξε το κοράκι και άνοιξε τα φτερά του για να φύγει.
- Μη φεύγεις, παρακάλεσε το σκιάχτρο, κι εγώ θα σε αφήσω να φας όσο καλαμπόκι τραβά η ψυχή σου.
- Άντε, λέγε, αλλά γρήγορα γιατί σουρουπώνει, είπε το κοράκι και μάζεψε πάλι τα φτερά του.
- Λοιπόν, αυτό που θυμάμαι είναι ότι παντού υπήρχαν χρώματα, πολλά χρώματα, είπε το σκιάχτρο και σταμάτησε.
- Ε, και; ρώτησε το κοράκι.
- Αυτό είναι όλο.
- Καλά πλάκα μου κάνεις; είπε θυμωμένο το κοράκι. Αυτό δεν είναι όνειρο.
- Το ξέρω, αλλά μόνο αυτό θυμάμαι, είπε με παράπονο το σκιάχτρο. Είμαι σίγουρο όμως ότι είδα κι άλλα πράγματα πολύ πιο σημαντικά, αλλά δε μπορώ να τα θυμηθώ με τίποτα.
- Καλά, μη στενοχωριέσαι, κάτι είναι κι αυτό, είπε το κοράκι που είχε αρχίσει να συμπαθεί το σκιάχτρο. Εγώ πάλι, μπορώ να δω μόνο ασπρόμαυρα όνειρα. Και τι δε θα ΄δινα για να ΄βλεπα ένα έγχρωμο όνειρο σαν το δικό σου κι ας μην το θυμόμουνα την επόμενη μέρα.
- Αλήθεια μου λες; ρώτησε το σκιάχτρο με κάποια δόση δυσπιστίας.
- Φυσικά. Τώρα όμως πρέπει να φύγω γιατί αρχίζει να σκοτεινιάζει, είπε το κοράκι, τίναξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.
- Αντίο, είπε το σκιάχτρο και κούνησε την αχυρένια σκούπα που είχε για χέρι.
---
Το επόμενο απόγευμα την ίδια περίπου ώρα, το σκιάχτρο είδε να έρχονται προς το μέρος του δυο κοράκια. Καθώς πλησίασαν, είδε ότι το ένα ήταν αυτό που είχε γνωρίσει την προηγούμενη μέρα.- Γεια! είπε το κοράκι. Ελπίζω να μην σε πειράζει, αλλά έφερα τη γυναίκα μου. Ξέρεις, χτες το βράδυ μόλις γύρισα σπίτι, της είπα για το όνειρό σου και ήθελε να έρθουμε σήμερα για να το ακούσει από εσένα.
- Τι λες; Να με πειράζει; Το αντίθετο, χαίρομαι που θα έχω μεγαλύτερο ακροατήριο. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά από αυτό που έγινε χτες το βράδυ, είπε το σκιάχτρο και χαμογέλασε πλατιά.
- Χτες το βράδυ; Τι έγινε χτες το βράδυ; ρώτησε το θηλυκό κοράκι όλο περιέργεια.
- Δεν θα το πιστέψετε, αλλά είδα ξανά το ίδιο όνειρο. Ή μάλλον όχι ακριβώς το ίδιο...
- Δηλαδή, τι είδες; Ρώτησε και πάλι το θηλυκό κοράκι.
- Να, είδα πάλι τα χρώματα, μόνο που αυτή τη φορά θυμάμαι περισσότερες λεπτομέρειες…
- Λέγε ντε, θα μας σκάσεις! γκρίνιαξε το αρσενικό κοράκι.
- Λοιπόν… Είδα παιδιά, πολλά παιδιά. Κι είδα και τον ουρανό που ήταν καταγάλανος… Α, ναι… Και λουλούδια, λουλούδια ολάνθιστα. Τώρα μάλιστα που το ξανασκέφτομαι νομίζω ότι μοσχοβολούσε σαν την πρώτη μέρα της Άνοιξης. Και αν θυμάμαι καλά, τα παιδιά φορούσαν πολύχρωμα ρούχα κι όλα μαζί έπαιζαν, χόρευαν και τραγουδούσαν ευτυχισμένα! Κι έμοιαζε σαν μια μεγάλη γιορτή…
- Αυτό μάλιστα! Αυτό είναι όνειρο! Είπε με θαυμασμό το αρσενικό κοράκι. Φίλε μου συγχαρητήρια!
- Ε-ευχαριστώ, δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο, είπε κομπιάζοντας το σκιάχτρο και τα μάγουλά του πήραν ένα απαλό ρόδινο χρώμα.
- Μπορούμε να ξανάρθουμε αύριο μήπως δεις πάλι το όνειρο σου κι έχεις περισσότερα να μας πεις; ρώτησε ευγενικά το θηλυκό κοράκι.
- Μα φυσικά! είπε με ενθουσιασμό το σκιάχτρο. Σας υπόσχομαι ότι απόψε θα βάλω τα δυνατά μου.
- Αχ ωραία, θα το πω σε όλες τι φίλες μου στο δάσος και θα σκάσουν από τη ζήλια τους, είπε το θηλυκό κοράκι που εδώ που τα λέμε ήταν και κομματάκι κουτσομπόλα.
---
Την επόμενη μέρα, πριν καλά-καλά ξημερώσει, τα δυο κοράκια φάνηκαν στον ορίζοντα. Όμως δεν ήταν μόνα τους. Λίγο πιο πίσω ακολουθούσαν κι άλλα κοράκια, και όχι μόνο: ένα σύννεφο από σπουργίτια, σουσουράδες, κοτσύφια, κοκκινολαίμηδες, δρυοκολάπτες, αγριοπερίστερα, ορτύκια κι όλων των λογιών τα πετούμενα του δάσους έρχονταν προς το χωράφι. Ο αέρας πλημμύρισε από τιτιβίσματα, κρωξίματα και κελαηδήματα.Μόλις τα δυο κοράκια κάθισαν στο μπράτσο του σκιάχτρου, αυτό τα ρώτησε:
- Μα καλά, τι γίνεται εδώ;
- Χμ, να, βλέπεις, είπε λίγο διστακτικά το αρσενικό κοράκι, η γυναίκα μου είπε σε μερικές φίλες της για το όνειρό σου.
- Κι αυτές στις δικές τους φίλες, συμπλήρωσε το θηλυκό κοράκι.
- Κι αυτές στους άντρες τους, και πάει λέγοντας, είπε το αρσενικό κοράκι.
- Πω, πω! είπε το σκιάχτρο. Δεν το πιστεύω!
- Ελπίζω να μην έκανα κάτι που δεν έπρεπε, είπε το θηλυκό κοράκι με νάζι.
- Όχι, όχι, δεν πειράζει. Μόνο που να, ντρέπομαι λιγουλάκι. Ποτέ δεν έχω ξαναμιλήσει σε τόσο μεγάλο ακροατήριο.
- Μη σε νοιάζει φίλε μου, είπε το αρσενικό κοράκι. Εσύ απλά κλείσε τα μάτια σου και διηγήσου το όνειρό σου σα να το βλέπεις μόλις τώρα.
Το σκιάχτρο άκουσε τη συμβουλή του, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να μιλάει. Και τότε τα τιτιβίσματα και τα κρωξίματα σταμάτησαν μονομιάς και όλα τα πουλιά άκουγαν μαγεμένα. Κι όταν πια σουρούπωσε για τα καλά, το σκιάχτρο άνοιξε τα μάτια και τα πουλιά τον χαιρέτησαν και χάθηκαν στον ορίζοντα.
---
Και η ίδια ιστορία συνεχίστηκε για αρκετές μέρες. Μόνο που κάθε φορά το ακροατήριο μεγάλωνε καθώς όλο και περισσότερα ζώα του δάσους ήθελαν να δουν και να ακούσουν το σκιάχτρο που ονειρευόταν από κοντά. Και το σκιάχτρο κάθε βράδυ έβλεπε ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο και την επόμενη μέρα κατάφερνε και θυμόταν ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες.Ώσπου τελικά ένα απόγευμα, το σκιάχτρο, ανάμεσα σε κρωξίματα, τιτιβίσματα, κελαηδήματα και άλλες διάφορες φωνές ζώων, ανακοίνωσε με χαρά: «Φίλοι μου, νομίζω ότι επιτέλους γνωρίζω για ποιο πράγμα μιλάει το όνειρό μου!»
«Σσστ! Ησυχία!», φώναξε το κοράκι που είχε καθίσει πάνω στο κεφάλι του σκιάχτρου, καθώς δεν υπήρχε άλλος ελεύθερος χώρος σε ολόκληρο το χωράφι.
Μόλις τα ζώα ησύχασαν, το σκιάχτρο ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Λοιπόν, πιστεύω ότι το όνειρό μου μιλάει για την ελπίδα», είπε και έκανε μια μεγάλη παύση, ενώ όλα τα ζώα κρέμονταν από τα χείλη του.
«Και για να είμαι πιο σαφής,» συμπλήρωσε προσπαθώντας να δώσει έναν πιο επίσημο τόνο στη φωνή του, «πιστεύω ότι το όνειρό μου μιλάει για το τι μπορούμε να κάνουμε όλοι μας για να γίνει ο κόσμος που ζούμε καλύτερος».
«Μπα, τι μας λες;», πετάχτηκε μια νυφίτσα. «Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι ο κόσμος μας πάει απ΄ το κακό στο χειρότερο».
«Ναι, ναι», συμφώνησε ένας αρουραίος των αγρών. «Και γι΄ αυτό φταίνε οι άνθρωποι. Ο κόσμος μας ήταν μια χαρά μέχρι που εμφανίστηκαν αυτοί».
«Δίκιο έχει ο αρουραίος», συμπλήρωσε ένα γεράκι. «Οι άνθρωποι κόβουν τα δέντρα, δηλητηριάζουν το νερό και το χώμα και καταστρέφουν τις φωλιές μας».
«Και μας φυλακίζουν σε κλουβιά», μπήκε στην κουβέντα ένα αηδόνι.
«Και μας σκοτώνουν για να στολίσουν το σαλόνι τους», γρύλισε ένα αγριογούρουνο.
«Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτός ο κόσμος καλύτερος είναι να εξαφανίσουμε τους ανθρώπους», ούρλιαξε ένας λύκος δείχνοντας τα σουβλερά του δόντια.
«Ναι, ναι. Πόλεμος στους ανθρώπους, ζήτω τα ζώα!», ξεφώνισε ένα τόσο δα σπουργιτάκι.
«Ζήτω, ζήτω», αναφώνησαν όλα μαζί τα ζώα και αμέσως μετά «πόλεμος, πόλεμος!» Και ξάφνου στο χωράφι επικράτησε αναστάτωση μεγάλη.
«Σταματήστε!» φώναξε με όλη του τη δύναμη το σκιάχτρο και όλοι σάστισαν, μια που ποτέ ως τότε δεν το είχαν ακούσει να φωνάζει. «Σταματήστε επιτέλους. Όχι, όχι, δεν είναι ο πόλεμος η λύση και είμαι σίγουρος γι΄ αυτό. Αφού σας είπα. Το όνειρό μου είναι φωτεινό – έχει χρώματα, τραγούδια, λουλούδια και χαρά. Και μιλάει για την ελπίδα – για μια καινούργια αρχή.»
«Δεν ξέρω», απήντησε ο λύκος, «αν θα πρέπει να σε εμπιστευτούμε». «Στο κάτω-κάτω εσύ δουλεύεις για τους ανθρώπους και επομένως είσαι με το μέρος τους. Εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι η μόνη λύση είναι ο πόλεμος. Ποιος είναι μαζί μου;»
«Μισό λεπτό!», πετάχτηκε το σκιάχτρο πριν προλάβει κανείς να απαντήσει. «Πριν πάρετε την απόφασή σας, ακούστε πρώτα αυτά που θα έχω να σας διηγηθώ αύριο, γιατί νομίζω πως απόψε θα είναι η τελευταία φορά που θα ονειρευτώ. Αν αυτά που θα σας πω δε σας ικανοποιήσουν κάντε ότι νομίζετε. Μόνο αυτό σας ζητώ. Τι λέτε; Είναι μόνο μια μέρα. Τι έχετε να χάσετε; Ελάτε όμως όσο πιο νωρίς μπορείτε, γιατί έχω ένα περίεργο προαίσθημα.»
«Ναι βρε παιδιά είναι μόνο μια μέρα», επανέλαβε το κοράκι που δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον φίλο του. «Στο κάτω-κάτω έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και σε λίγο είναι ώρα για το βραδινό. Κανείς δεν θέλει να πάει στον πόλεμο με άδειο στομάχι έτσι δεν είναι;»
«Δεν έχει κι άδικο», συμφώνησε το αγριογούρουνο που το στομάχι του είχε αρχίσει ήδη να γουργουρίζει.
«Κι εγώ νύσταξα», είπε ένας σκίουρος και χασμουρήθηκε.
«Κι εγώ έχω αφήσει τα παιδιά στο σπίτι νηστικά», είπε μια κουκουβάγια.
Κι έτσι, τα ζώα αποφάσισαν ένα-ένα να αναβάλουν τα σχέδιά τους για πόλεμο με τους ανθρώπους για μια μέρα.
Πάνω όμως που τα ζώα ετοιμάζονταν να φύγουν, ένας δυνατός θόρυβος γέμισε τον αέρα και μέσα σε λίγα λεπτά έκανε την εμφάνισή του ένα παλιό αγροτικό αυτοκίνητο. Οι λαμαρίνες του έτριζαν, ενώ απ΄ την εξάτμισή του κάθε τόσο πεταγόταν ένα πυκνό μαύρο σύννεφο καπνού.
«Ο αγρότης, ο αγρότης!», άρχισαν να φωνάζουν τα ζώα. «Τρέξτε να σωθείτε». Και άρχισαν άλλα να πετούν και άλλα να τρέχουν αλαφιασμένα. Μόνο το κοράκι δε θέλησε να εγκαταλείψει τον φίλο του και παρέμεινε ακίνητο στη θέση του.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα στο συρματόπλεγμα που περιέβαλε το χωράφι. Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα ζευγάρι κίτρινες λασπωμένες μπότες. Ο αγρότης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έφτυσε στο χώμα το τσιγάρο που κρεμόταν από τα χείλη του. Κοιτάζοντας τριγύρω έξυσε το κεφάλι του με απορία. Μετά έσκυψε μέσα στο φορτηγάκι και κάτι έπιασε.
Το σκιάχτρο δε μπόρεσε να δει τι ήταν αυτό γιατί ένα φτερό από κάποιο πουλί είχε προσγειωθεί ακριβώς πάνω στα μάτια του. Άκουσε όμως έναν εκκωφαντικό κρότο κι ένιωσε υγρό το χώμα γύρω από τη βάση του. Φύσηξε το φτερό και κοιτάζοντας προς κάτω είδε το κοράκι ξαπλωμένο ανάσκελα μέσα σε μια μικρή κόκκινη λίμνη. «Ωχ, όχι, Θεέ μου!» σκέφτηκε. «Γιατί άφησες να συμβεί αυτό; Αφού το όνειρό μου μίλαγε για την ελπίδα, πως είναι δυνατόν να χαθούν όλα;» Κι ένα δάκρυ κύλησε στο αχυρένιο μάγουλό του.
Ο αγρότης πλησίασε το σκιάχτρο κρατώντας ένα μεταλλικό δοχείο στο χέρι. Άνοιξε το καπάκι του και περιέλουσε με το περιεχόμενό του το σκιάχτρο και το κοράκι. «Τι άχρηστο σκιάχτρο.» είπε. «Αντί να τρομάζει τα ζώα και να τα διώχνει από το χωράφι μου, αυτό μοιάζει να τα τραβάει σαν μαγνήτης.» Μετά απομακρύνθηκε βιαστικά, μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά και μόλις ξεκίνησε άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε πάνω στο σκιάχτρο. Αυτό άρπαξε αμέσως φωτιά και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έμοιαζε με μια τεράστια λαμπάδα.
Μαύρος καπνός ανέβαινε ψηλά στον ουρανό και τα ζώα μπορούσαν να τον δουν από όλα τα σημεία του δάσους. Όταν η φωτιά έσβησε είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά. Μέσα στην ασφάλεια της νύχτας τα ζώα γύρισαν στο χωράφι για να δουν τι είχε απογίνει ο φίλος τους.
Το μόνο που βρήκαν ήταν ένας μικρός σωρός από γκρίζα στάχτη πάνω στο χώμα που ήταν ακόμα βαμμένο κόκκινο.
Από εκείνη τη μέρα, κανένα ζώο του δάσους δεν ξαναπλησίασε στο χωράφι και δεν ξαναμίλησε ούτε για το σκιάχτρο, ούτε για το όνειρό του, μα ούτε και για την ελπίδα. Και το χωράφι ξεράθηκε γιατί κανένα φυτό δεν ήθελε να φυτρώνει πια εκεί κι έτσι ο αγρότης το εγκατέλειψε για πάντα.
Και που και που ακούγονταν στο δάσος διάφορες φήμες για έναν μεγάλο πόλεμο που ετοίμαζαν τα ζώα ενάντια στους ανθρώπους.
---
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, πέρασε ο καιρός και ήρθε το φθινόπωρο. Τα πρωτοβρόχια πότισαν το διψασμένο χώμα. Το χειμώνα, το χαλάζι γέμισε πληγές το αδειανό χωράφι, μα τις γιάτρεψε όλες η θαλπωρή του ήλιου όταν έφτασε η άνοιξη.Και στις αρχές του καλοκαιριού, έγινε ένα μικρό θαύμα! Στη μέση του χωραφιού, εκεί ακριβώς που κάποτε ήταν το σκιάχτρο και είχε σκοτωθεί το κοράκι, φύτρωσε μια κατακόκκινη παπαρούνα.
«Χτες το βράδυ είδα ένα όνειρο», είπε η παπαρούνα.
«Συγνώμη, σε μένα μίλησες;» ρώτησε μια μέλισσα που εκείνη τη στιγμή πετούσε ακριβώς από πάνω της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου