2 Ιαν 2009

Το Παραμύθι της Μάικα


Καλλιτέχνης: Mayka Gonsalez

– Στο σπίτι μου στη Βενεζουέλα έχω ένα πανέμορφο άλογο, είπε το κορίτσι. Μου το έκανε δώρο πέρυσι ο πατέρας μου για τα γενέθλια μου.
– Άλογο; Τι είναι το άλογο; Ρώτησε όλο απορία το αγόρι.
– Δε σε πιστεύω, είπε το κορίτσι σουφρώνοντας τα φρύδια και κουνώντας δεικτικά το δάχτυλο του. Στ’ αλήθεια δεν ξέρεις τι είναι το άλογο;
– Αλήθεια, απήντησε το αγόρι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη λέξη.
– Ε, τότε να σου πω τι είναι το άλογο, είπε το κορίτσι χαμογελώντας με νάζι. Είναι ένα μεγάλο ζώο με τέσσερα πόδια, ατίθασο και περήφανο. Είναι ψηλό – πολύ πιο ψηλό από εμένα και σένα. Κι έχει μια μακριά χαίτη, που όταν καλπάζει ανεμίζει σαν σημαία κουρσάρικου πλοίου στον αγέρα.
– Πω, πω! θαύμασε το αγόρι. Ακούγεται πολύ όμορφο! Πόσο θα ήθελα να δω κι εγώ ένα άλογο μια φορά.

Το κορίτσι έσκυψε και μάζεψε ένα ξερό κομμάτι ξύλου που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Το χάιδεψε απαλά και το έφερε κοντά στη μύτη για να γευτεί το άρωμά του.
– Είναι παλιό, πολύ παλιό, ανακοίνωσε με ικανοποίηση. Ίσως από κάποιο ναυαγισμένο πλοίο. Ποιος ξέρει…

Μετά, χωρίς να πει κάτι άλλο, άρχισε να περπατά βιαστικά πάνω - κάτω στην παραλία και κάθε τόσο να απλώνει το χέρι για να κόψει ένα λουλούδι ή τα φύλα κάποιου περίεργου φυτού.
– Μα τι κάνεις; ρώτησε το αγόρι που έτρεχε ξωπίσω του για να το προλάβει.
– Περίμενε και θα δεις, είπε το κορίτσι καθώς αναμόχλευε μ’ ένα καλάμι τα απομεινάρια μιας φωτιάς που ακόμα κάπνιζαν. Αφού έψαξε για λίγη ώρα, με πολύ προσοχή λες και φοβόταν μη σπάσει κάτι, έσκυψε και πήρε ένα κομμάτι κάρβουνο και το έβαλε στην τσέπη. Ικανοποιημένο από τη συλλογή του, παραμέρισε με το πόδι μερικά βότσαλα και κάθισε στον παχύ ίσκιο μιας γριάς ελιάς, που ο κορμός της ήταν χιλιοτρυπημένος σαν κεντημένη δαντέλα και τα κλαδιά της απλώνονταν μέχρι τη θάλασσα.

Το αγόρι κάθισε δίπλα του χωρίς να μιλά. Μόνο παρατηρούσε γεμάτο περιέργεια και αδημονία. Το κορίτσι στερέωσε το ξύλο πάνω στα πόδια του, κράτησε σφιχτά το κάρβουνο σα μολύβι ανάμεσα στα δάχτυλα κι άρχισε να σχεδιάζει πάνω στην αδρή επιφάνεια. Πρώτα, έφτιαξε το περίγραμμα ενός αλόγου. Μετά, έφτιαξε δέντρα, λουλούδια – πολλά λουλούδια, πουλιά κι ένα ολόγιομο φεγγάρι. Κι ενώ ζωγράφιζε, κάθε τόσο σταματούσε για να σκουπίσει με το πίσω μέρος της παλάμης τον ιδρώτα που έσταζε στο μέτωπό του. Όταν δεν είχε μείνει παρά μια σπιθαμή από το κάρβουνο, το ακούμπησε στο χώμα κι άπλωσε δίπλα του τα λουλούδια και τα φυτά που είχε μαζέψει. Κι άρχισε να τα μαδά και να τα τρίβει με δύναμη πάνω στη ζωγραφιά. Κι αυτά, καθώς έλειωναν πάνω στο ξύλο, το πότιζαν με χρώματα κι αρώματα της φύσης που όμοια τους κανένας άνθρωπος δε μπορεί να φτιάξει, παρά μόνο ο ίδιος ο Θεός.

Όταν τελείωσε, ξανακοίταξε μια ακόμα φορά τη ζωγραφιά για να βεβαιωθεί ότι όλα όσα ήθελε ήταν εκεί και μετά την πήρε στα χέρια του που ήταν κι αυτά πια σα δυο μικρές ζωγραφιές.
– Να πως είναι το άλογο! είπε με περηφάνια. Και τώρα είναι δικό σου, πρόσθεσε κι άφησε το ξύλο πάνω στα πόδια του αγοριού.
– Αυτό είναι υπέροχο! αναφώνησε με ενθουσιασμό το αγόρι. Είναι το πιο όμορφο πράγμα που μου έχουν χαρίσει ποτέ! Θα το φυλάω για πάντα με προσοχή σαν πολύτιμο θησαυρό!
– Μα, αλήθεια, εσύ δεν έχεις κάποιο ζώο δικό σου; ρώτησε το κορίτσι.
– Ζώα έχω πολλά, αλλά δεν είναι δικά μου, είναι φίλοι μου. Είναι η Ζουζού η γάτα με τον άντρα της τον Παντελή και τα παιδιά τους τα Ζουζουνάκια που έρχονται στην αυλή μου όταν καθαρίζω τα ψάρια που έχω πιάσει, ο Σεβάχ και η Χαλιμά, ένα ζευγάρι χελιδόνια που έρχονται κάθε άνοιξη από την Αίγυπτο και φτιάχνουν τη φωλιά τους στα κεραμίδια της καλύβας μου, η Μαριγούλα, η θαλάσσια χελώνα, που κολυμπάει στον πέρα κόλπο και βουτάμε μαζί τα καλοκαίρια για όστρακα και καλαμάρια, η Μόμο η μικρή φώκια που ζει στη σπηλιά της νεράιδας, ο Απόλλωνας το αγαπημένο μου δελφινάκι με το σημαδεμένο πτερύγιο κι ένα σωρό ακόμα ζώα που συναντώ κάθε τόσο… Μα εξήγησέ μου μόνο. Πως μπορείς να έχεις κάποιο ζώο δικό σου; Τα ζώα δεν είναι πράγματα να τα φυλάξεις στην τσέπη σου ή μέσα σ’ ένα σεντούκι. Έχουν ψυχή και μυαλό, όπως εμείς οι άνθρωποι και κάνουν ότι θέλουν.
– Μα τι αστείος που είσαι χαζούλη, είπε χαμογελώντας το κορίτσι. Φυσικά και μπορείς να τα έχεις δικά σου. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά ακόμα και ανθρώπους μπορείς να έχεις άμα θέλεις! Ο μπαμπάς μου – που είναι στρατηγός – έχει ένα σωρό υπηρέτες και σωματοφύλακες. Και είναι δικοί του. Είναι πάντα στο πλάι του και κάνουν μόνο ότι τους πει αυτός. Η ίδια τους η ζωή κρέμεται από μια του λέξη. Εγώ πάλι, όπως σου είπα και πριν, έχω ένα άλογο τον Μπολίβαρ, αλλά κι έναν παπαγάλο τον Ρίκο που μιλάει όταν του δώσεις φιστίκι, μια μαϊμού την Τερέσα που ξέρει να κάνει ένα σωρό αστεία κόλπα με αντάλλαγμα μια μπανάνα κι ένα ζευγάρι χρυσόψαρα, τον Αλόνσο και τη Μαρία, που λαμπυρίζουν όταν πέφτει πάνω τους ο ήλιος.
– Μα δεν καταλαβαίνω όμως, τι θα πει είναι δικά σου; παραπονέθηκε το αγόρι.
– Θα πει πως δεν μπορούν να φύγουν. Είναι μαζί μου για πάντα.
– Και πως γίνεται αυτό;
– Μα είναι απλό. Το άλογο ζει στο σταύλο και δε μπορεί να βγει έξω αν δεν του ανοίξω εγώ. Κι όταν είναι να βγει του φοράω δερμάτινη σέλα και γκέμια και το έχω σφιχτά δεμένο και δε μπορεί να πάει παρά μόνο όπου θέλω εγώ. Ο παπαγάλος ζει μέσα σε ένα μεγάλο κλουβί και καμιά φορά, όταν όλα τα παράθυρα είναι σφαλισμένα, του ανοίγω το πορτάκι και τον αφήνω να πετάει μέσα στο δωμάτιο μου. Η μαϊμού έχει στο πόδι μια ασημένια αλυσίδα και την περνώ στο χέρι μου όταν πηγαίνουμε μαζί βόλτα. Κι όσο για τα χρυσόψαρα, ζουν σε μια μεγάλη γυάλα δίπλα από το κρεβάτι μου. Όπως βλέπεις λοιπόν, τα ζώα αυτά είναι δικά μου.
– Μα όχι, τότε δεν είναι στ’ αλήθεια δικά σου. Είναι απλά φυλακισμένα! είπε το αγόρι θυμωμένο.
– Δεν είναι φυλακισμένα, διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. Εγώ τα αγαπώ πολύ και είμαι σίγουρη ότι με αγαπούν και αυτά.
– Τότε θα έπρεπε να τα αφήσεις ελεύθερα, είπε το αγόρι. Όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να τον αφήνεις ελεύθερο. Αν σ’ αγαπάει κι αυτός θα γυρίζει πάντοτε κοντά σου, ακόμα κι αν πρέπει να φεύγει που και που, όπως τα χελιδόνια που ζουν στα κεραμίδια μου. Αν δε σ’ αγαπάει, τότε δεν έχει σημασία ακόμα κι αν είναι κάθε μέρα στο πλάι σου.
– Δεν ξέρω, είπε το κορίτσι. Μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά θα πρέπει να το σκεφτώ καλά πριν κάνω κάτι. Πιστεύω ότι ο πατέρας θα θύμωνε πολύ μαζί μου αν άφηνα να φύγει κάποιο από τα ζώα που έδωσε τόσα χρήματα για να μου αγοράσει. Ναι, ναι, είμαι σίγουρη ότι θα στεναχωριόταν πολύ, παρόλο που είναι τόσο πλούσιος.
– Πλούσιος; τη διέκοψε το αγόρι. Τι θα πει πάλι αυτό;
– Ε, είσαι απίστευτος, είπε το κορίτσι κάνοντας μια θεατρινίστικη έκφραση αγανάκτησης. Πώς να στο εξηγήσω αυτό τώρα; Πλούσιος είναι αυτός που έχει πολλά λεφτά… Ή μάλλον καλύτερα, πλούσιος είναι αυτός που μπορεί να έχει πάντα ότι θελήσει. Ναι, ναι, αυτό θα πει πλούσιος!
– Ε, τότε κι εγώ πλούσιος είμαι! φώναξε το αγόρι και σήκωσε ψηλά τα χέρια του όλο χαρά.
– Μα, όχι, όχι! είπε το κορίτσι χτυπώντας με πείσμα το πόδι στα βότσαλα της παραλίας που κροτάλισαν. Πως μπορεί να είσαι εσύ πλούσιος που φοράς ρούχα μπαλωμένα με κουρέλια, είσαι ξυπόλυτος και δεν έχεις ούτε ένα χρυσό νόμισμα στις τρύπιες σου τσέπες;
– Μα - σάστισε το αγόρι - εσύ μου είπες μόλις τώρα ότι πλούσιος είναι αυτός που μπορεί να έχει πάντα ότι θελήσει, έτσι δεν είναι;
– Ε, ναι, είπε το κορίτσι. Και λοιπόν;
– Εγώ έχω πάντα ότι θελήσω. Όταν πεινάω πηγαίνω με το καλάμι μου στην ακροθαλασσιά και πιάνω όσα ψάρια τραβάει η ψυχή μου ή, αν έχει κακοκαιριά, κόβω ζουμερά λαχανικά και φρούτα απ’ την αυλή μου. Όταν διψάω, βουτάω το κεφάλι μου στην πηγή που αναβλύζει εδώ πιο κάτω από το βράχο και πίνω δροσερό νερό. Κι άμα νυστάξω, αν είναι μέρα, πάντα υπάρχει ένα δέντρο να με προστατέψει με τη φυλλωσιά του από τον καυτό ήλιο, ενώ το βράδυ, αν κάνει κρύο, πηγαίνω στο καλύβι μου και στρώνω μια κουρελού δίπλα από τη χόβολη που σιγοκαίει. Αν θέλω να παίξω έχω τόσους φίλους, όσα ζωντανά υπάρχουν στη φύση κι αν πάλι χρειαστώ βοήθεια, όλοι οι άνθρωποι που ζουν εδώ στο νησί βρίσκονται αμέσως δίπλα μου πριν καν ακόμη το ζητήσω, κι ας μην είναι «δικοί μου», όπως οι υπηρέτες του πατέρα σου. Τα ρούχα μου μπορεί να είναι τρύπια και ξεθωριασμένα, μα δε χρειάζομαι και κάτι παραπάνω. Δεν έχω λόγο να στολιστώ, για να κάνω τον ωραίο ή τον σπουδαίο. Όλοι εδώ ξέρουν καλά ποιος είμαι κι όσο κι αν μασκαρευτώ δεν πρόκειται να ξεγελάσω κανέναν. Και τα παπούτσια που μου λες, τι να τα κάνω; Δε μπορώ εγώ να θάψω τα ποδάρια μου σ’ αυτά τα παράξενα κουτιά λες κι έχουνε πεθάνει. Γιατί, άμα τα κλείσεις εκεί μέσα αυτό παθαίνουνε – πεθαίνουν και δεν καταλαβαίνουνε πια που πατούνε – μήτε αν είναι χορτάρι δροσερό, μήτε πέτρα που καίει από τον ήλιο. Κι όσο για τα χρυσά νομίσματα, πες μου, τι να τα θέλω; Ούτε να τα φάω μπορώ, ούτε να τα φορέσω. Άμα θέλω χρυσό εγώ, πάω το βράδυ στο βουνό, ψηλά - πολύ ψηλά, πιο πάνω ακόμα κι από τα σύννεφα. Εκεί έχει έναν πλάτανο. Χίλια χρόνια κάποιοι λένε ότι είναι εκεί, μπορεί και παραπάνω. Και σκαρφαλώνω στο πιο ψηλό κλαδί, που άμα το δεις, θαρρείς ότι αγγίζει τον ουρανό. Ξαπλώνω εκεί πάνω, απλώνω το χέρι μου και πιάνω πεφταστέρια, που λάμπουνε πιότερο κι από το καθαρότερο χρυσάφι. Και κάνω ευχές, πολλές ευχές, κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι.

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του κοριτσιού. Για να το κρύψει, σηκώθηκε και βάδισε βιαστικά προς στη θάλασσα.
– Κλαις; Γιατί κλαις; ρώτησε το αγόρι που έτρεξε κοντά του.
– Γιατί είμαι φτωχή - δεν έχω τίποτα που να είναι πραγματικά δικό μου, είπε ανάμεσα σε αναφιλητά το κορίτσι.
– Φτωχός είναι μονάχα αυτός που δεν έχει τίποτα να δώσει, είπε το αγόρι σκουπίζοντας με τον αντίχειρα το δάκρυ από το μάγουλο του κοριτσιού. Και είμαι σίγουρος ότι εσύ έχεις μέσα σου τόσα πολλά να δώσεις που είσαι πιο πλούσια ακόμη κι από έμενα, συμπλήρωσε χαμογελώντας.
– Πιστεύω ότι σε αγαπώ, είπε το κορίτσι και το σταρένιο πρόσωπό του έλαμψε σαν ήλιος.
– Τότε κι εγώ θα είμαι για πάντα δικός σου, είπε το αγόρι. Και καθώς πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά του, ένα μικρό πεφταστέρι γλίστρησε από την τρύπια τσέπη του κι έβαψε χρυσή τη θάλασσα κάτω από τα πόδια τους.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Our site is at APN Greece Directory