1 Ιαν 2009

Όσα φέρνει η ώρα…

Ποτέ μην εκνευρίζεις έναν συννεφογλύπτη…


Πηγή εικόνας

Τετάρτη 13 Αυγούστου. Ώρα 8:01 π.μ. Κεντρική είσοδος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως.

Άλλη μια αφόρητα ζεστή καλοκαιρινή μέρα στη Μεγάπολη. Αν και είναι ακόμα πολύ νωρίς το πρωί, τα τσιμεντένια κτίρια και η άσφαλτος, ελλείψει και του παραμικρού σύννεφου στον καταγάλανο ουρανό, έχουν ήδη αρχίσει να ξεροψήνονται από τις καυτές αχτίδες του ηλίου, τις οποίες αυτός σκορπά αφειδώς δεξιά κι αριστερά ωσάν πιωμένος μεγαλοεπιχειρηματίας τα λεφτά του σε σκυλάδικο της Εθνικής.

Όσοι δεν έχουν αποδράσει ακόμη από τη «ζούγκλα του μπετόν» για να «απολαύσουν», ως είθισται, στην επαρχία το εορταστικό τριήμερο, περπατούν ή οδηγούν νωχελικά στους μισοάδειους δρόμους, ενώ τ' αδέσποτα (σκυλιά, γατιά, ινδικά χοιρίδια, παπαγαλάκια, ινγκουάνα και λοιπά συναφή – εξωτικά και εδώδιμα – μέλη της γνωστής συνομοταξίας των «πρώην κατοικιδίων») ψάχνουν απεγνωσμένα κάποια δροσερή σκιά για να κρυφτούν από το πύρινο χάδι του ήλιου ή έστω καμιά λακουβίτσα με λασπόνερο για να σβήσουν την αβάσταχτη δίψα τους.

Ξαφνικά, μπροστά από την κεντρική είσοδο του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως καταφθάνει με μεγάλη ταχύτητα ένα ολοκαίνουριο ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο σε χρώμα ασημί μεταλλικό που λαμποκοπά στο φως του ήλιου σα χαμόγελο μοντέλας σε διαφήμιση οδοντόκρεμας. Τα φρένα του στριγκλίζουν καθώς φρενάρει απότομα, πιο δυνατά κι από γεροντοκόρη που αντικρίζει ποντικό στην κουζίνα της. Στο τιμόνι κάθεται ένας στρουμπουλός κοκκινοπρόσωπος κύριος γύρω στα 50 με γυαλιά ηλίου–καθρέφτες. Το λινό μπλε μαρέν κουστούμι που φορά τον στενεύει λιγουλάκι στην περιφέρεια, δημιουργώντας ένα μικρό σωσίβιο λίπους γύρω από τη μέση του, κρύβοντας έτσι εντελώς την πανάκριβη (από δέρμα κροκοδείλου) ζώνη του. Στο λαιμό του είναι περασμένη (σαν θηλιά σε ετοιμοθάνατο) μια απελπιστικά κακόγουστη μα ολομέταξη ροζ γραβάτα (πολύ γνωστού οίκου μόδας) με μπλε και καφέ λαχούρια, ο χαλαρός κόμπος της οποίας, σε συνδυασμό με τα τρία ανοιχτά κουμπιά του λευκού του πουκαμίσου, εκθέτουν σε κοινή θέα μια παχιά χρυσή καδένα που καταλήγει σε ένα βαρύ (χειροποίητο) εσταυρωμένο, πάνω από ένα δασύτριχο στήθος το οποίο προσπαθεί ανεπιτυχώς να καλύψει ένα φτηνιάρικο, πάλαι ποτέ λευκό, ξεχειλωμένο αθλητικό φανελάκι, φαιοκίτρινης πλέον αποχρώσεως.

Ως αποτέλεσμα του απότομου φρεναρίσματος έχει ανασηκωθεί σαν καπό αυτοκινήτου που έχει μείνει από νερό μια μικρή αλλά μείζονος στρατηγικής σημασίας συστάδα μαλλιών, η οποία υπό κανονικές συνθήκες καλύπτει την αχίλλειο πτέρνα τού κατά τα άλλα νεανίζοντος παρουσιαστικού τού κυρίου: ένα κενό ευκαταφρόνητου μεγέθους του τριχωτού της κεφαλής του, ήτοι τη γυαλιστερή ροζ φαλάκρα του. Στο κάθισμα του συνοδηγού βρίσκεται επιμελώς τοποθετημένος ένας ιδιαίτερα ακριβός μεταλλικός χαρτοφύλακας με αλαβάστρινη λαβή, τετραψήφιο κωδικό ασφαλείας και διπλές κλειδαριές ανάμεσα στις οποίες είναι σκαλισμένα με περίτεχνα καλλιγραφικά γράμματα τα αρχικά του κυρίου.

Ο κύριος καθώς σβήνει τη μηχανή κοιτάζεται στο καθρεφτάκι (από το οποίο κρέμεται ένα χαϊμαλί με πολύχρωμες γυάλινες χάντρες που καταλήγει σε ένα πλαστικό μπλε ματάκι) και έντρομος ανακαλύπτει την προαναφερθείσα (ανασηκωμένη) τούφα μαλλιών η οποία τον κάνει να φέρνει λίγο σε κακέκτυπο ινδιάνου πολεμιστή βγαλμένο από κάποιο «σπαγγέτι γουέστερν» της κακιάς ώρας. Φτύνοντας στην παλάμη του προσπαθεί όπως–όπως να επαναφέρει σε τάξη τις εξεγερμένες τρίχες, πότε χαϊδεύοντας και πότε χτυπώντας τες με το σαλιωμένο του χέρι. Στη συνέχεια, σκουπίζει (δήθεν αδιάφορα) την παλάμη του στο κάθισμα, βγάζει το κλειδί με το βαρύ ασημένιο μπρελόκ από τη μίζα, βουτά τον χαρτοφύλακα και ετοιμάζεται να κατέβει.

Πριν προλάβει να ανοίξει την πόρτα, καταφθάνει τρέχοντας ένας ασπρομάλλης γεράκος, ντυμένος με μια ξεθωριασμένη μπλε στολή θυρωρού με χρυσαφί σιρίτια, μισοξηλωμένα κουμπιά και ένα εντελώς παράταιρο μπεζ πηλίκιο. Λαχανιασμένος ανοίγει την πόρτα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κάνει μια βαθιά (ελαφρώς δουλοπρεπή) υπόκλιση.
- Κα….(βαθιά ανάσα), κα… (δεύτερη βαθιά ανάσα), καλημέρα σας κύριε Διευθυντά!
- Καλημέρα κυρ-Θανάση. Πως σου φαίνεται το καινούριο μου αυτοκίνητο;
- Ακριβό!
- Χα, χα! Δίκιο έχεις. Η αλήθεια είναι ότι κοστίζει κατιτίς παραπάνω. Χρειάστηκε να ξοδέψω της οικονομίες μιας ζωής και να πουλήσω και κάτι χτηματάκια από την προίκα της γυναίκας μου για να το αποκτήσω, αλλά χαλάλι. Ήταν βλέπεις για μένα όνειρό ζωής. Γιατί όπως λένε και τα «λαιφσταϊλ» περιοδικά ο άντρας ξεχωρίζει για δυο πράματα: για το αμάξι του και για το …. «ξέρεις εσύ» ποιο (κλείνοντας το μάτι). Χα, χα! Αλήθεια, ξέρεις τι θα πει «λαιφσταϊλ» κυρ-Θανάση (ειρωνικά);
- Όχι κύριε Διευθυντά (λυπημένα). Που να ξέρω. Εγώ ούτε το Δημοτικό δεν έχω βγάλει. Δύσκολοι καιροί τότε βλέπετε…
- Πάντα δύσκολοι είναι οι καιροί Θανάση. Αλλά άμα έχεις μυαλό, να όπως εγώ ας πούμε, καταφέρνεις πάντα και τα βγάζεις πέρα. Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, έτσι δε λένε κυρ-Θανάση;
- Μάλιστα, έτσι λένε καπετ.., ε, κύριε Διευθυντά.
- Μπα, κάνουμε και «χούμορ» κυρ-Θανάση; Δε κάθεσαι στ΄ αυγά σου λέω εγώ. Κρίμα είναι τώρα που κοντεύεις στη σύνταξη να ψάχνεις για δουλειά γέρος άνθρωπος.
- Όχι, όχι κύριε Διευθυντά. Εγώ δεν…
- Ναι, ναι ξέρω. Τέλος πάντων. Επειδή είμαι καλός άνθρωπος θα προσποιηθώ ότι δεν άκουσα τίποτα. Να ξέρεις όμως: εγώ είμαι τσακάλι, όλα τα πιάνω – τίποτα δε μου ξεφεύγει εμένα.
- (Νεύοντας θετικά) Τσακάλι, μάλιστα, κύριε Διευθυντά, τσακάλι.
- Λοιπόν, έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα κακομοίρη μου. Μέχρι να ξανακατέβω μην πάθει τίποτα το αμάξι μου γιατί εσύ θα την πληρώσεις μετά. Και δε θα σου φτάνει μετά να δουλεύεις ούτε δέκα ζωές για να ξεπληρώσεις. Γκέγκε; Γιατί αυτό δεν είναι αμάξι. Έργο τέχνης είναι. Φτιαγμένο εξ΄ ολοκλήρου στο χέρι κομμάτι–κομμάτι, με καθίσματα από δέρμα αφρικανικής γαζέλας, ταμπλό από σκαλιστό ξύλο άγριας τριανταφυλλιάς του Ισπαχάν, ασημένιους καθρέφτες και στερεοφωνικό σύστημα «ντόλμπυ σαρράουντ» με 14 ενεργά ηχεία! Χλιδή με «Χ» κεφαλαίο. Τι είναι ρε Θανάση; Τι δεν κατάλαβες και με κοιτάς με το ύφος αγελάδας στο Φαρ Ουέστ που βλέπει για πρώτη φορά τραίνο να περνάει;
- (Με γνήσια απορία) Ε; Α, να, δε λέω, καλά κι ακριβά ακούγονται όλα αυτά, αλλά άμα βρέξει δε θα χαλάσουνε;
- Χα, χα! Πλάκα έχεις κυρ-Θανάση. Μην ανησυχείς γέρο μου. Το αυτοκίνητο που βλέπεις έχει αυτόματη ηλεκτρονική οροφή τελευταίας τεχνολογίας, φτιαγμένη από ειδικό κράμα ατσαλιού και τιτανίου. Κι άκου τώρα και θαύμασε: με μια φωνητική εντολή συντονισμένη αποκλειστικά στη χροιά της δικής μου φωνής ανοίγει και κλείνει μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα και δεν τη διαπερνά ούτε σφαίρα, όχι βροχή. Να κοίτα: «Κλείσε σουσάμι!» (με ένα δυνατό σφύριγμα κλείνει η οροφή του αυτοκινήτου). «Άνοιξε Σουσάμι!» (με το αντίστροφο σφύριγμα η οροφή ξανανοίγει). Σ΄ αρέσει ρε αυτό με το σουσάμι; Εγώ το σκέφτηκα.
- (Ειρωνικά) Μπράβο! Πολύ καλό. Συγχαρητήρια κύριε Διευθυντά! Δεν την κλείνετε όμως καλού κακού μη γίνει τίποτα και βρω και ΄γω το μπελά μου ο καψερός;
- Μπα μωρέ, λέω να την αφήσω ανοιχτή γιατί έτσι και την κλείσω θα ζεσταθούν τα δερμάτινα καθίσματα και θα σκάσω μετά από τη βρώμα. Εξάλλου το πολύ κάνα τεταρτάκι θα λείψω. Τι λες να γίνει ρε Θανάση μέσα σ΄ ένα τεταρτάκι; Μήπως να βρέξει Αυγουστιάτικα και με τέτοιο καταγάλανο ουρανό; Κι όσο για τους περαστικούς, γι΄ αυτό σε αφήνω εδώ εσένα μπάστακα. Θα κάνεις περιπολία γύρω από το αμάξι μέχρι να΄ ρθω. Μην κουνήσεις ρούπι, ξηγηθήκαμε;
- Μάλιστα κύριε Διευθυντά (κάπως απρόθυμα).

Ο κύριος Διευθυντής μπαίνει στο κτίριο. Ο κυρ-Θανάσης μένει μόνος με το αυτοκίνητο και αρχίζει να το εξετάζει προσεκτικά σπιθαμή προς σπιθαμή.

---
Ώρα 8:13 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, έξω από το γραφείο του κυρίου Διευθυντή.

Η κυρά-Τασία βγαίνει από το γραφείο του Διευθυντή κρατώντας ένα κουβά με σαπουνάδα στο ένα χέρι και κραδαίνοντας ρυθμικά (σχεδόν τελετουργικά, σαν τη μάγισσα των παραμυθιών) μια σφουγγαρίστρα στο άλλο. Η κυρά-Τασία είναι το «στοιχειό» της Εφορίας: μια (σουφρωμένη και γερμένη από τον πανδαμάτορα χρόνο) μαυροφορεμένη γριούλα μ΄ ένα πλεχτό τσεμπέρι να σκεπάζει μονίμως το ασημογκριζωπό κεφάλι της. Το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο στολίζουν δυο ολοστρόγγυλα γαλάζια (σχεδόν παιδικά) μάτια που καθώς προβάλουν μέσα από το ζαρωμένο της δέρμα μοιάζουν με δυο πολύτιμους λίθους τοποθετημένους στις κόγχες ξυλόγλυπτου ξόανου κάποιας πρωτόγονης φυλής του Αμαζονίου. Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά ούτε πόσο χρονών είναι η κυρά-Τασία, ούτε και από πότε δουλεύει στην Εφορία, που γι΄ αυτήν είναι η δουλειά μα και το σπίτι της, αφού της έχει παραχωρηθεί ένα δωματιάκι (μια παλιά αποθήκη) στο Β΄ υπόγειο για να μένει, με μοναδικό αντάλλαγμα να καθαρίζει καθημερινά (πλην Κυριακών και επισήμων αργιών) το γραφείο του κυρίου Διευθυντή.

Μόλις αντικρίζει τον κύριο Διευθυντή (ο οποίος βγαίνει πολύ βιαστικά από το ασανσέρ) η κυρά-Τασία του λέει με πλατύ χαμόγελο: «Καλημέρα γιόκα μου», αφού νιώθει και αγαπά όλους τους εργαζόμενους στο κτίριο σαν παιδιά της. Αυτός εξαγριώνεται: «Πόσες φορές σου έχω πει Τασία να με αποκαλείς κύριο Διευθυντή και όχι γιόκα σου; Εδώ είναι δημόσια υπηρεσία κυρά μου, δεν είναι καφενείο. Έχουμε μια υψηλή θέση εδώ μέσα τέλος πάντων, ένα κύρος, δεν είμαστε τίποτα κλητήρες της σειράς», της απαντά με αυστηρό ύφος και μπαίνοντας στο γραφείο του χτυπά με δύναμη πίσω του την πόρτα μονολογώντας δυνατά «ακούς εκεί γιόκα μου… τι θράσος Θεέ μου».

Η κυρά-Τασία παρατά για μια στιγμή τον κουβά για να σκουπίσει με την άκρη από το μανίκι της ένα μεγάλο δάκρυ που κυλά στο ρυτιδιασμένο της μάγουλο. «Γρουσούζη», καταριέται χαμηλόφωνα μέσα από τα δόντια της, «απ΄ το Θεό να το ΄βρεις». Βγάζει ένα βρώμικο σκισμένο μαντίλι από την τσέπη της και φυσά με θόρυβο τη μύτη της. Το ξαναβάζει στην τσέπη, σηκώνει τον κουβά και κατευθύνεται προς το ασανσέρ.

---
Ώρα 8:17 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, μέσα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή.

Ο κύριος Διευθυντής έχει μείνει με το πουκάμισο (οι μασχάλες του οποίου είναι μούσκεμα στον ιδρώτα), έχει λύσει τη γραβάτα του και είναι αραγμένος στην ανατομική δερμάτινη ντιζάϊν πολυθρόνα του, με τα πόδια πάνω στο γραφείο. Το σακάκι του είναι κρεμασμένο στην πλάτη της πολυθρόνας. Μέσα από τα σινιέ παπούτσια του αναδύεται μια έντονη μπόχα άπλυτων (από μέρες) ποδιών διανθισμένη με μια ιδέα αποσμητικού ταλκ με μικροκρυστάλλους, οι οποίοι δυστυχώς, προς μεγάλη απογοήτευση του καταναλωτή–αναγνώστη και διαψεύδοντας καταφανώς τις φρούδες υποσχέσεις της σχετικής διαφημιστικής καμπάνιας, έχουν χάσει κατά κράτος τη μάχη με την ποδαρίλα, ίσως λόγω του ανεπαρκούς τους μεγέθους ή ίσως πάλι λόγω της αδιαμφισβήτητης υπεροχής του αντιπάλου. Λίγο πιο πέρα, πάνω στο γραφείο, βρίσκεται μια στρογγυλή γυάλα που έχει χορταριάσει από τη βρώμα. Μέσα στο θολό νερό της κολυμπά βαριεστημένα ένα υπέρβαρο χρυσόψαρο με ελαφρώς αηδιασμένη όψη (η οποία είναι άγνωστο αν οφείλεται στη βρώμα της γυάλας ή των ποδιών του κύριου Διευθυντή).

Ο κύριος διευθυντής, φανερά εκνευρισμένος πατά το κουμπί του συστήματος ενδοσυνεννόησης και ανακοινώνει στη γραμματέα του σε έντονο τόνο: «Ελένη, σήμερα δεν είμαι εδώ για κανέναν. Να μη με ενοχλήσεις, παρά μόνο αν είναι πάρα πολύ σοβαρός λόγος. Και εννοώ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΟΣ ΛΟΓΟΣ. Αλλιώς αλίμονό σου. Κατάλαβες;»

«Μάλιστα. Μάλιστα κύριε Διευθυντά. Κατάλαβα. Καλή σας μέρα…», απαντά ευγενικά μια λεπτή γυναικεία φωνή. «Γάιδαρε», σκέφτεται.

Ο κύριος Διευθυντής σηκώνει το ακουστικό του ασύρματου τηλεφώνου του και αναφωνεί με στόμφο λες και απευθύνεται ο μέγας Ναπολέοντας στο στράτευμα του: «ΣΠΙΤΙ!». Το τηλέφωνο υπακούει και εκτελεί αμέσως την προσταγή καλώντας έναν έναν τους σχετικούς αριθμούς. Μπλιπ, μπλιμπλιπ, μπλιπ, …

«Ναι;», ακούγεται από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Έλα Ερασμία καρδιά μου, εγώ είμαι ο αντρούλης σου. Έτοιμα όλα; ….Ωραία, ωραία. Λοιπόν, σε μισή ωρίτσα πάρε τη μάνα σου και κατεβείτε με τα πράγματά σας στην είσοδο. Θα πεταχτώ εγώ μια στιγμή από το γραφείο να σας πάω μέχρι το σταθμό. … Όχι αγάπη μου. Επιμένω. Εγώ θα σας πάω. Που να ψάχνετε για ταξί τέτοιες μέρες;… Ναι το ξέρω ότι είμαι πολύ γλυκός. Αφού όλο στα ώπα ώπα σε έχω καλή μου. Στη μάνα σου να το πεις αυτό που μ’ έχει συνέχεια στη μπούκα του κανονιού. Προικοθήρα με ανεβάζει, προικοθήρα με κατεβάζει, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί… Έλα κλείνω τώρα γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά και βιάζομαι. Άσε που δεν είναι και πρέπον να χρησιμοποιώ το τηλέφωνο της δουλειάς για ιδιωτικά τηλεφωνήματα. Φιλάκια γοργόνα μου, φιλάκια!». Κλείνει το τηλέφωνο. «Φώκια», σκέφτεται.

Η διάθεσή του κυρίου Διευθυντή μοιάζει ξαφνικά να έχει (ως δια μαγείας) αλλάξει ριζικά. Καθώς ατενίζει αγέρωχα τη φιγούρα του που διαγράφεται (όση χωρά βέβαια) σε ένα κιτς μπαρόκ καθρέφτη που είναι κρεμασμένος στον τοίχο δίπλα από το γραφείο του (η βασική χρήση του οποίου είναι για να ρίχνει κλεφτές ματιές στο εσώρουχο της γραμματέας του όταν της υπαγορεύει επιστολές) και σιγομουρμουρίζει: «Τσακάλι είσαι ρε συ, τσακάλι. Φτού σου!» και χαμογελά με αυταρέσκεια πιτσιλίζοντας ταυτόχρονα το ευγενές κρύσταλλο με πλήθος σταγονιδίων πτυέλου (εμπλουτισμένου με πλούσιο άρωμα τζατζικίλας, προϊόν της χτεσινοβραδινής κραιπάλης στη χασαποταβέρνα του Μήτσου). Ο καθρέπτης ανακατεύεται, ταλαντεύεται για λίγο ερωτοτροπώντας με το κενό αλλά τελικά κάνοντας μια ύστατη προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπρέπειά που αρμόζει στην αριστοκρατική καταγωγή του αποφασίζει να παραμείνει ακλόνητος στη (δύσκολη και ποταπή είναι η αλήθεια) θέση, που το κρύο χέρι της Μοίρας έμελλε να του επιβάλει.

Ο κύριος Διευθυντής μετά το σύντομο ιντερλούδιο αυτοθαυμασμού (και αυτοπτυσίματος) στρέφεται και πάλι προς το τηλέφωνο, το οποίο εξακολουθεί να στέκεται σε στάση προσοχής πάνω στο γραφείο του αναμένοντας την επόμενη διαταγή και αναφωνεί με ύφος μελιστάλαχτο (σχεδόν τραγουδιστά θα μπορούσε να πει κανείς – με κίνδυνο βέβαια να δεχθεί μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση από τους απανταχού τραγουδοποιούς, τραγουδιστές και λοιπούς επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά εντριφίζοντες στη σχετική τέχνη): «ΖΟΥΖΟΥΝΙΤΣΑ ΚΙΝΗΤΟ». Το τηλέφωνο, πιστό πάντα στο καθήκον του, εκτελεί τυφλά την εντολή εντελώς μάλιστα ανεπηρέαστο από την άκρως αναγουλιαστική υφή της όλης σκηνής, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να κάνει ακόμα και Συριανό ναυτάκι να πάθει χρόνια ναυτία.

«Παρακαλώ;», απαντά μια γυναικεία φωνή.
«Καλημέρα ζουζουνίτσα μου! Μόλις το αγόρασα….Ναι, ναι μπουμπουκάκι μου είναι υπέροχο… Ναι, ναι και πανάκριβο φυσικά. Θα το δεις κι από κοντά άλλωστε. Ο Μπούμπης σου τα κανόνισε όλα μια χαρά. Θα περάσουμε μαζί το τριήμερο…Ναι, αλήθεια σου λέω…Τι πως; Αφού είμαι τσακάλι. Ναι….; ναι…; με ακούς; Δε σε ακούω…. ΜΕ ΑΚΟΥΣ; ΤΣΑΚΑΛΙ ΛΕΩ. ΟΧΙ, ΟΧΙ ΤΣΟΥΚΑΛΙ ΦΡΑΝΤΖΟΛΙΤΣΑ ΜΟΥ… ΤΣΑΚΑΛΙ ΜΕ «ΤΣΑ», ΟΧΙ ΜΕ «ΤΣΟΥ»…. ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΑ «ΤΣΟΥ», ΠΑΝΤΑ «ΝΑΙ» ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ ΜΟΥ, ΠΟΤΕ «ΤΣΟΥ»... ΑΣΕ, ΚΛΕΙΝΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΠΑΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΘΕΡΟ ΓΙΑΤΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ Η ΜΠΑΤΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΥΡΜΑΤΟ.

Ο κύριος Διευθυντής πετά βλαστημώντας το ασύρματο τηλέφωνο στο χειροποίητο περσικό χαλί: «Γ… το σπίτι αυτού π…. που σ΄ έφτιαξε κ…τηλέφωνο!». Το μισοσακατεμένο πλέον τηλέφωνο παρόλη την κακομεταχείριση που έχει υποστεί παραμένει πιστό στο σκοπό του (σαν το σκυλί που εξακολουθεί να υπηρετεί το αφεντικό του ακόμα κι όταν το κλωτσά) και (αν και θανάσιμα λαβωμένο) καταβάλει φιλότιμη προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει την επιθυμία του κυρίου του που κρύβεται πίσω από αυτή την μακροσκελή και εξαιρετικά πολύπλοκη εντολή.

Εντωμεταξύ ο κύριος Διευθυντής αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη του πιστού του υπηκόου αρπάζει με τα ιδρωμένα δάχτυλα (με μαυριδερά νύχια άκοπα από καιρό) του δεξιού του χεριού το σταθερό τηλέφωνο σφιχτά, λες και προσπαθεί να το πνίξει. Στη συνέχεια (με το ελεύθερο αριστερό του χέρι) βγάζει πρώτα από την τσέπη του πουκαμίσου του ένα ζευγάρι (άθραυστα, αντιθαμβωτικά) γυαλιά πρεσβυωπίας με διάφανο σκελετό και μετά από το πορτοφόλι του ένα τσαλακωμένο απόκομμα χαρτοπετσέτας. Φορά τα γυαλιά στερεώνοντας τη βάση του σκελετού τους πίσω από τη μεγάλη κρεατοελιά της μύτης του (από τα ρουθούνια της οποίας ξεπροβάλουν μικρές συστάδες μαύρων κατσαρών τριχών), φέρνει το χαρτί σχεδόν δίπλα στη μύτη του και σχηματίζει βιαστικά με τον αντίχειρα έναν αριθμό στο καντράν.

«Παρακαλώ;», ακούγεται και πάλι η γνώριμη πλέον γυναικεία φωνή.
«Έλα μπαρμπουνίτσα μου, μ΄ ακούς τώρα; … Όχι, δε στο έκλεισα στα μούτρα γατουλίνι μου, η συσκευή είχε πρόβλημα. … Ναι, σου λέω στ΄ ορκίζομαι. Να μη σώσω να χαρώ το καινούριο μου αμάξι!… Λοιπόν, άκου πως έχουν τα πράγματα: πούλησα στη γυναίκα μου το παραμύθι ότι θα πρέπει να παραμείνω στην υπηρεσία ως προσωπικό ασφαλείας για το τριήμερο. … Τι; Αν το έχαψε; Φυσικά και το έχαψε. Αφού είμαι τσακάλι εγώ. … ΤΣΑ, ΤΣΑκάλι μωρό, όχι ΤΣΟΥΚΑΛΙ! Τέλος πάντων, μην ξαναρχίσουμε πάλι την ίδια ιστορία γιατί βιάζομαι…. Όχι, όχι, μωρουλινάκι μου. Δε σου θύμωσα. …. Όχι, μην μου το κλείνεις, στ΄ορκ…» (κλείσιμο της γραμμής).

Ο κύριος Διευθυντής κάτι μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του και πατά το πλήκτρο επανάκλησης με τον αντίχειρα με τόση δύναμη που σπάει το (σημαντικά επίμηκες και βρώμικο) νύχι του. «ΩΧ!», αναφωνεί καθώς βάζει στο στόμα του και πιπιλά το δάχτυλο που έχει αρχίσει να αιμορραγεί και να πρήζεται.

«ΠΑΡΑΚΑΛΩ;», ακούγεται θυμωμένη τώρα η γυναικεία φωνή.
«Έλα μικρή μου πεταλουδίτσα μη μου θυμώνεις. Γίνε εσύ πάλι η γλυκιά μου παστούλα και ο Μπούμπης σου θα σου αγοράσει ένα ολοκαίνουργιο δαχτυλιδάκι για να βάλεις στο γλυκούλι σου το δαχτυλάκι… Ναι, ναι μπιρμπιλίτσα μου μονόπετρο φυσικά, τι νομίζεις. Ο Μπούμπης σου δεν είναι κάνας τσιγκούνης. … Α ξεθύμωσες τώρα. Ωραία. Τι σου έλεγα; … Α, ναι. Ότι έπεισα τη φώκια τη γυναίκα μου να πάρει αυτή τη φάλαινα την πεθερά μου και να πάνε να κάνουνε θερμά λουτρά για να στρώσουνε λέει δέρμα. Κολοκύθια τούμπανα δηλαδή, αφού αυτές έτσι που ΄ναι για να στρώσουνε οδοστρωτήρα χρειάζονται, όχι λουτρά. Από την άλλη βέβαια φώκια η μια, φάλαινα η άλλη, στο φυσικό τους περιβάλλον θα είναι μέσα στο νερό. Άσε που μπορεί να είμαι τυχερός και να τις κρατήσουνε από την «Γκρηνπις» ως προστατευόμενα είδη. Χα, χα! Πως τα λέω, ρε γαμώτο… Α, και το πιο ωραίο δε στο πα βέβαια. Για να βεβαιωθώ ότι δε θα γίνει καμιά στραβή θα τις πάω εγώ ο ίδιος στο σταθμό και θα τις βάλω στο τρένο… Όχι παιδάκι μου μην ανησυχείς δε θ΄ αργήσω καθόλου. Σε καμιά ωρίτσα το πολύ θα είμαι όλος δικός σου… Ναι, ναι. Και το μονόπετρο μαζί, δεν το ξεχνάω, μην ανησυχείς. Αφού είμαι τσακάλι εγώ, τσακάλι. Άντε κλείνω τώρα για να την κάνω από το γραφείο σιγά σιγά. Πολλά, πολλά φιλάκια στα γλυκά σου τα χειλάκια. Τα λέμε σε λίγο και από κοντά. Φιλιά, φιλιά…».

«Α ρε. Τσακάλι είμαι!» σκέφτεται αυτός και χαμογελά καθώς αφήνει το ακουστικό και ξαναβάζει το πρησμένο του δάχτυλο στο στόμα. «Κορόιδο», σκέφτεται αυτή και επίσης χαμογελά αλλά μάλλον κάπως διαφορετικά.

---
Ώρα 8:22 π.μ. Κεντρική είσοδος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως.

Ένας πολύ περίεργος μα και συνάμα γραφικός τύπος κάνει την εμφάνισή του. Καθώς περπατά σφυρίζει ανέμελα κάποιο παιδικό τραγουδάκι, ενώ κάθε τόσο λοξοκοιτάζει προς τον ουρανό με τα γαλάζια μάτια του που μοιάζουν να παίζουν κρυφτούλι με τον ήλιο (που για κάποιο περίεργο λόγο φαίνεται να του χαμογελά) πίσω από ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά σε σχήμα καρδιάς. Ακριβώς στην κορυφή του κεφαλιού του ακροβατεί ένας κόκκινος μπερές με κίτρινα πουά μέσα από τον οποίο ξεπροβάλλει αγέρωχη μια λεπτή, μακριά, αλογοουρά από άσπρα (σχεδόν διάφανα) μαλλιά. Το ολοστρόγγυλο πρόσωπό του είναι κρυμμένο πίσω από μια μακριά αφράτη λευκή γενειάδα (σαν αυτή του Αϊ Βασίλη) που με τα βίας επιτρέπει να φανούν τα δυο ροδαλά μαγουλάκια του. Τα δάχτυλα των χεριών του είναι σταφιδιασμένα λες κι ήταν βουτηγμένα για ώρες στο νερό. Το πουκάμισο που φορά έχει το γαλάζιο χρώμα του ουρανού και είναι διακοσμημένο με διάσπαρτα σύννεφα (σε διάφορα σχήματα και μεγέθη), ενώ ένα πλεχτό κόκκινο σχοινί από κάνναβη που καταλήγει σε δυο φούντες με κρόσσια είναι σφιχτά δεμένο γύρω από τη μέση του με ένα μεγάλο γιορτινό φιόγκο για να συγκρατεί το ριχτό λευκό πάνινο παντελόνι του. Τα ρούχα του και τα μαλλιά του αναδύουν μια έντονη οσμή υγρασίας. Στα πόδια του φορά ένα ζευγάρι φθαρμένα πλαστικά σανδάλια θαλάσσης μπλε χρώματος, των οποίων το μεταλλικό κούμπωμα έχει σπάσει και έχει αντικατασταθεί από ροζ (στριφογυριστή) κορδέλα περιτυλίγματος.

Φτάνοντας μπροστά από το κτίριο της Εφορίας ο περίεργος τύπος συναντά τον κυρ-Θανάση ο οποίος ακόμη περιφρουρεί και ταυτόχρονα περιεργάζεται το αυτοκίνητο του κυρίου Διευθυντή. «Καλημέρα!», του λέει χαμογελαστά.

Ο κυρ-Θανάσης, απορροφημένος καθώς είναι, ξαφνιάζεται λίγο, ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι και ανταπαντά: «Ε; Α, καλημέρα και σε σας κύριε». Και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αφηρημάδα του συμπληρώσει με προσποιητό θαυμασμό: «Ωραίο αυτοκίνητο, ε;»

- Ναι, πράγματι είναι πολύ όμορφο. Δικό σας;
- Ά, όχι, όχι. Του κυρίου Διευθυντή (δείχνοντας προς τον τελευταίο όροφο του κτιρίου). Έργο τέχνης λέει. Πανάκριβο! Και του μιλάς και σε καταλαβαίνει – όχι εμένα βέβαια, μόνο τον κύριο Διευθυντή! Κι έχει και οροφή – μην το βλέπετε έτσι λειψό τώρα – που κλείνει για μην χαλάει όταν βρέχει! Αλλά τώρα δεν τη χρειάζεται, έχει ήλιο και θα μυρίζουν μετά τα καθίσματα και ο κύριος Διευθυντής δεν αντέχει καθόλου τη μυρωδιά του δέρματος. Έχει πολύ ευαίσθητη μύτη ξέρετε. Και…
- Συγνώμη που σας διακόπτω αλλά επειδή βιάζομαι λιγουλάκι, μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε που είναι τα γραφεία της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως;
- Αν ξέρω λέει. Σαράντα τρία χρόνια «θυρωρός Α΄» της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως είμαι. Το βλέπετε το μέγαρο πίσω μου με τα φυμέ τζάμια; Αυτό καλέ που σας έδειξα πριν. Εκεί είναι τα γραφεία, στον έκτο όροφο. Και ο κύριος Διευθυντής που σας έλεγα, ο Διευθυντής της Εφορίας είναι. Αν χρειαστείτε κάτι, πείτε του ότι είστε φίλος μου, με εκτιμά βαθύτατα ξέρετε.
- Α, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, με υποχρεώνετε. Να ΄στε καλά.
- Δεν κάνει τίποτα. Στο καλό. Και όπως είπαμε. Να πείτε ότι σας έστειλε ο κυρ-Θανάσης ο θυρωρός και θα εξυπηρετηθείτε στο άψε–σβήσε. Εμένα τ΄ όνομά μου ανοίγει πόρτες, σα και μένα δηλαδή, χα, χα.

Ο περίεργος κύριος κουνά χαρούμενα το δεξιό χέρι του (στο οποίο φορά ένα βραχιολάκι πλεγμένο από κλωστές με τα χρώματα του ουράνιου τόξου) κάνοντας μια κίνηση αποχαιρετισμού και μπαίνει χοροπηδώντας στο κτίριο, ενώ ο κυρ-Θανάσης μονολογεί και γελά: «ανοίγει πόρτες, χα, χα, καλό αυτό, να θυμάμαι να το λέω».

---
Ώρα 8:27 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, κεντρικός διάδρομος.

Απέναντι ακριβώς από το ασανσέρ, δίπλα σε ένα πεντακάθαρο τασάκι δαπέδου (γύρω από το οποίο υπάρχει ένα μικρό βουναλάκι από αποτσίγαρα και στάχτη), πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα (τα ελατήρια της οποίας πετάγονται δεξιά κι αριστερά σαν κοτσιδάκια μικρού κοριτσιού) κάθεται οκλαδόν η κυρά-Τασία. Στα χέρια της βαστά δυο μακριές μεταλλικές βελόνες πλεξίματος και μοιάζει πιο πολύ να προσπαθεί να δολοφονήσει το κουβάρι με το μαλλί που έχει πάνω στην ποδιά της, παρά να πλέξει με αυτό κάτι συγκεκριμένο. Παρόλα αυτά, φανερά ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα (ή ίσως πάλι απλά από τη διαδικασία) τραγουδά χαμηλόφωνα το νέο χιτ που άκουσε πρόσφατα στο ραδιόφωνο: «Άμα σου κάνω σεξ πάνω στο αφρολέξ, μωρό μου θα τα παιξ΄…».

Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει και από μέσα βγαίνει ο περίεργος τύπος. Ανασηκώνει τα σκούρα γυαλιά του για να βλέπει καλύτερα στο μουντό φως και τα στερεώνει στο κούτελό του. Βλέποντας την κυρά-Τασία, της λέει χαρούμενα: «Καλημέρα γιαγιάκα!».

- Καλημέρα και σε σένα γιόκα μου.
- Τι κάνετε; Πως είστε;
- Μόνη λεβέντη μου, πολύ μόνη. Σηκωθήκανε όλοι και φύγανε και με απαρατήσανε εδώ πέρα σαν τη καλαμιά στον κάμπο. Τι να κάμω και γω, κάθομαι το λοιπό και πλέκω μπας και περάσει λίγο η ώρα.
- Και τι καλό πλέκετε, αν επιτρέπετε;
- Τίποτα σπουδαίο παιδάκι μου, να! (δείχνει το «πλεχτό») ένα μαγιό.
- Μαγιό; Μαγιό από μαλλί;
- Εμ, και τι ήθελες να πλέκω με τέτοια ζέστα μάτια μου, πουλόβερ;
- Τέλος πάντων, τι να πω, εσείς ξέρετε. Μα καλά δεν είναι κανένας εδώ;
- Πως, είναι. Να, εδώ δίπλα στις πληροφορίες είναι η Σούλα, η χοντρή. Εδώ και μια ώρα την ακούω που κουτσομπολεύει στο τηλέφωνο. Μη με παρεξηγάς που τη λέω χοντρή, αλλά έχουμε και τη Σούλα τη λεπτή – έτσι τις ξεχωρίζουνε όλοι εδώ στο γραφείο – αλλά αυτή δεν είναι εδώ, λείπει. Τη γκάστρωσε ο Ηλίας, ο ταμίας από τον 5ο, αλλά ούτε κι αυτός είναι εδώ. Έχει πάρει αναρρωτική γιατί έχει χτυπήσει το πόδι του. Μπερδεύτηκε κι έπεσε ο έρμος από τη σκάλα τις προάλλες όπως κατέβαινε φορτωμένος με τα βιβλία και συνάμα προσπαθούσε να κοιτάξει κάτω από το μίνι της Μαιρούλας από τη Γραμματεία – ωραίο κορίτσι η Μαιρούλα – που ανέβαινε στον 6ο για να συναντήσει κρυφά το Μπάμπη που όμως ούτε…
- (Χτυπώντας φιλικά τον ώμο της κυρά-Τασίας για να τη σταματήσει) Ναι, ναι, κατάλαβα. Ούτε κι αυτός είναι εδώ.
- Ναι ΄γεια σου.
- Ωραία. Πάω λοιπόν να βρω τη Σούλα (κλείνοντας το μάτι συνωμοτικά )… τη χοντρή κι άμα τελειώσω θα΄ ρθω να μου πεις και τα υπόλοιπα. Εντάξει γιαγιάκα;
- Εδώ θα με βρεις γιόκα μου. Θα σε περιμένω. Στο καλό, κι όλα δεξιά να σου ΄ρχονται.
- Ευχαριστώ. Αντίο.

---
Ώρα 8:33 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, γραφείο πληροφοριών.

Πίσω από ένα παλιό ξύλινο γραφείο (ένα από τα πόδια του οποίου έχει αντικατασταθεί από μια κιτρινισμένη και σκοροφαγωμένη εγκύκλιο) κάθεται μια υπάλληλος διόλου ευκαταφρόνητου μεγέθους, το ογκώδες σώμα της οποίας ξεχύνεται μέσα από μια πολύ στενή (για τα μέτρα της πάντα) καρέκλα σαν αφρός μπύρας από ξεχειλισμένο ποτήρι. Η υπάλληλος έχει σκυμμένο το κεφάλι πάνω από ένα περιοδικό «κοινωνικού περιεχομένου» και με απαράμιλλη αυτοσυγκέντρωση και συγχρονισμό που θα ζήλευε ακόμη και ισορροπιστής τσίρκου καταφέρνει με μοναδική μαεστρία να διαβάζει τα άρθρα, ενώ ταυτόχρονα βάφει τα νύχια του αριστερού της ποδιού (που είναι ακουμπισμένο για την περίσταση πάνω στο ανοιχτό φωτοτυπικό), μασουλά μπισκότα διαίτης (με μικροδιαλείμματα για να κάνει τσιχλόφουσκες) και μιλά στο τηλέφωνο.

Ο περίεργος κύριος εισέρχεται διακριτικά στο γραφείο και γουρλώνει τα μάτια του αντικρίζοντας το απερίγραπτο θέαμα. Η υπάλληλος που βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους νιρβάνα, εντελώς αποστασιοποιημένη από την πραγματικότητα – όποια κι αν είναι αυτή – δε δείχνει να έχει αντιληφθεί την καινούρια παρουσία στο χώρο και συνεχίζει ακάθεκτη (και κυρίως αδιάσπαστη) το έργο της.

«Ναι, ναι χρυσή μου. Σου λέω είναι εξακριβωμένο. Τα έχουνε κανονικότατα. Μπροστά μου το έχω το περιοδικό τώρα που μιλάμε. Η φωτογραφία είναι ολοκάθαρη. Είναι τραβηγμένη από ελικόπτερο βέβαια και φαίνονται μόνο οι πλάτες, αλλά σίγουρα αυτή είναι… αφού το γράφει κιόλας…(Πλαφ! τσιχλόφουσκα)»

«Γκουχ, γκουχ!», ξεροβήχει με τρόπο ο περίεργος κύριος ελπίζοντας (ο αφελής) ότι έτσι εύκολα θα καταφέρει να αποσπάσει την πολύτιμη προσοχή της υπαλλήλου.

Αυτή αγνοεί εντελώς την παρουσία του και συνεχίζει: «Τι θα πει, τι κάνω με τη δίαιτα μου; Τη συνεχίζω φυσικά. Βέβαια δεν έχω δει ακόμα αποτελέσματα, αλλά είχα πάει τις προάλλες σε μια καφετζού και μου είπε ότι μάλλον φταίει ο μεταβολισμός μου… Όχι καλέ δεν το είδε στο φλιτζάνι. Είχε κι αυτή το ίδιο πρόβλημα και της το είπε μια συνάδελφός της που λέει τα ζώδια σε πρωινή εκπομπή… Ναι, ναι αυτηνής της το ΄πε η γυμνάστρια. Ξέρεις εκείνη που χώρισε με τον παρουσιαστή γιατί τον τσάκωσε στο καμαρίνι με τον κάμεραμαν. Κι έχω λέει και βαρύ σκελετό… Όχι αυτό δε μου το ΄πε η καφετζού, μόνη μου το σκέφτηκα. Αχ μωρέ Ευτέρπη, τίποτα δεν τρώω και παχαίνω. Με τον αέρα που λέει ο λόγος βρε παιδάκι μου…», λέει και βουτάει ένα ακόμα μπισκότο από ένα τεράστιο κουτί που έχει σχεδόν αδειάσει.

«Γκουχ, γκουχ!», βήχει πιο έντονα ο περίεργος κύριος μήπως και του δώσει επιτέλους λίγη σημασία η υπάλληλος. Μάταια όμως! Αυτή με αυτοσυγκέντρωση Ινδού γιόγκι παραμένει απερίσπαστη επί τω έργο: «Την είδες μωρέ την παστρικιά τη Μαιρούλα προχτές στο κυλικείο; Αμάν, όλα έξω τα πέταξε κι αυτή. Άσε χρυσή μου και τίποτα για να δει ο γαμπρός μετά το γάμο. Κι εμείς έχουμε προσόντα, αλλά δεν τα βγάζουμε όλα στη φόρα λες κι έχουμε γενικό ξεπούλημα. Έχουμε μια αξιοπρέπεια εμείς χρυσή μου, είμαστε κυρίες – όχι μην πω τι. Αμ εκείνους τους λιγούρηδες που τρέχανε ξωπίσω της τους είδες; Να ΄σου να την κεράσει τυρόπιτα ο Γιώργος από το πρωτόκολλο, να τρέξει να της ανοίξει την πόρτα ο Κώστας ο λογιστής, μέχρι κι από τη σκάλα έπεσε ο Ηλίας και τσακίστηκε για να χαζεύει τα μπούτια της αντί να κοιτάζει τα σκαλιά. Σα δε ντρέπεται λίγο κι αυτός παντρεμένος άνθρωπος. Αλλά έτσι είναι μωρέ οι άντρες. Αυτές οι ξετσίπωτες τους αρέσουνε. Κι όχι οι καθώς πρέπει κυρίες όπως είμαστε εμείς. Θα σου πω εγώ όμως. Δε θ΄ αδυνατίσω; Ε, ρε τι έχει να γίνει. Ντεκολτέ μέχρι τον αφαλό θα βάλω και σούπερ μίνι με σκίσιμο μέχρι τη μέση. Και τότε στα πόδια μου θα πέφτουνε όλοι, αλλά εγώ…»

«Συγγνώμη…», αποφασίζει να επέμβει επιτέλους πιο δυναμικά ο περίεργος κύριος κάνοντας όμως το μοιραίο το λάθος να διακόψει τη φαντασίωση της υπαλλήλου την ώρα που πλησιάζει στην κορύφωσή της.

- (Απότομα) Τι συμβαίνει κύριε; Δε βλέπετε ότι μιλάω;
- (Ευγενικά, με μια δόση αφέλειας) Ναι το βλέπω, αλλά ξέρετε εγώ έχω έρθει εδώ για δουλειά.
- Δεν κατάλαβα; Τι υπονοείτε δηλαδή; Ότι εγώ έχω έρθει εδώ για βόλτα; Ότι προτίμησα να έρθω σε αυτό το βρωμερό κτίριο που δεν έχει ούτε καν αιρ–κοντίσιον με αυτό το λιοπύρι για να περάσω ευχάριστα την ώρα μου; Δε φτάνει δηλαδή που είμαι κορόιδο κι αντί να την κάνω κι εγώ στα μουλωχτά για το τριήμερο, όπως κάνουν οι λοιποί αξιότιμοι συνάδελφοι, κάθομαι εδώ και σκάω από τη ζέστη για να εξυπηρετήσω κάτι στραβόξυλα σαν και του λόγου σου, θα με προσβάλεις κι από πάνω; Ε; Για σε παρακαλώ πρόσεχε τα λόγια σου γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες. Στα παράθυρα θα μας βγάλουν τα κανάλια. Και θα σου κάνω και μήνυση για εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμηση και ψυχική οδύνη. Α στο καλό, με σύγχυσες πρωινιάτικα.
- (Απολογητικά) Όχι, όχι, χίλια συγγνώμη κυρία μου δεν υπονοούσα τίποτα. Απλά ξέρετε…
- (Ξεσπαθώνοντας βλέποντας τη σαφή αδυναμία του αντιπάλου) Ξέρω, ξέρω. Νομίζεις ότι επειδή είσαι και καλά φορολογούμενος πολίτης πως όλοι εμείς, οι δημόσιοι υπάλληλοι, είμαστε σκλάβοι σου και πρέπει να σε υπηρετούμε. Δεν έχουμε δηλαδή εμείς το δικαίωμα να έχουμε προσωπική ζωή; Να κάνουμε ένα κοινωνικό σχόλιο βρε αδερφέ; Πειράζει δηλαδή που έχουμε άποψη και την εκθέτουμε; Μήπως πειράζει που αναπνέουμε κιόλας;

Η τελευταία αυτή πρόταση συνοδεύτηκε από μια μικρή βροχή από ψίχουλα τα οποία είχαν αποκλειστεί σε κάποια απόμερη γωνιά του στόματος της υπαλλήλου και κατάφεραν να αποδράσουν χάρη στην ενέργεια που εκλύθηκε λόγω της αυξημένης έντασης της φωνής της. Την ψιχουλοκαταιγίδα ακολουθεί μια σύντομη παύση καθώς η υπάλληλος αρχίζει να σκουπίζει τα ψίχουλα από το πρόσωπό της και να τα τινάζει από τα ρούχα της. Μέσα στην αναπάντεχη ησυχία μια φωνή ακούγεται από το υπερπέραν: «Σούλα, Σουλίτσα μου τι έγινε; Είσαι καλά;». Η υπάλληλος ξαφνιάζεται προσωρινά, αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η φωνή προέρχεται από το ακουστικό που με τη φασαρία έχει παρατήσει πάνω στο γραφείο.

«… Αχ χίλια συγγνώμη Ευτέρπη μου. Με τη φασαρία σε ξέχασα. Όχι, μην ανησυχείς δεν έγινε τίποτα σοβαρό. Ένας αγενέστατος τύπος με διέκοψε την ώρα που σου μιλούσα και ήθελε και τα ρέστα από πάνω ο γάιδαρος. Κατάλαβες; Τέλος πάντων σε κλείνω τώρα να δω τι θέλει, μπας και φύγει και μ΄ αφήσει ήσυχη… Ναι, ναι, μετά τα λέμε πάλι. Θα σε πάρω εγώ… Όχι μη με πάρεις εσύ. Θα σε πάρω εγώ στο κινητό. Αφού εγώ το ΄χω τσάμπα γιατί να χρεώνεσαι εσύ; Χαζή είσαι; Φιλάκια χρυσή μου, φιλάκια.»

Η υπάλληλος κατεβάζει το ακουστικό, αποτελειώνει το μπισκότο, φυσά τα δάχτυλα του ποδιού της για να στεγνώσει το μανό και ρωτά με ύφος ανακρίτριας του τρίτου Ράιχ τον περίεργο κύριο: «Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα τέλος πάντων;»

- Καταρχήν και πάλι συγνώμη. Ονομάζομαι Ιωσήφ Ουρανοκατέβατος και θα ήθελα παρακαλώ να κάνω έναρξη επαγγέλματος.
- Καλά σήμερα βρήκες και συ άνθρωπέ μου; Τέλος πάντων, έχε χάρη…

Κατεβάζει το πόδι της από το φωτοτυπικό, ανοίγει ένα μεταλλικό συρτάρι που τρίζει πάνω στα σκουριασμένα ρουλεμάν του σαν τρένο που φρενάρει και βγάζει μια τσαλακωμένη και ελαφρώς κιτρινισμένη κόλα χαρτιού. «Μπας κι έχεις κάνα στυλό γιατί πάλι κάποιος μου βούτηξε το δικό μου ρε γαμώτο; Περίεργο πράμα ρε παιδάκι μου. Κάθε πρωί φέρνω καινούριο στυλό και μετά από λίγο εξαφανίζεται.»

- Λυπάμαι πολύ, δεν έχω.
- Για ρίξε μια ματιά στο απέναντι γραφείο, στο πάνω–πάνω συρτάρι.
- (Ψάχνει για λίγο) Α, ναι βρήκα ένα. Όμως είναι ροζ. Πειράζει;
- Όχι μωρέ. Της κόρης του Σπύρου θα΄ ναι που τη φέρνει εδώ μετά τον παιδικό και ζωγραφίζει.
- Ωραίο είναι! Μυρίζει και φράουλα. Δεν πιστεύω να είναι πρόβλημα αυτό;
- Μπα δε βαριέσαι. Άντε συμπλήρωσε εδώ την αίτηση να τελειώνουμε. (Του δίνει την τσαλακωμένη κόλα χαρτιού).
- (Δειλά) Ε, μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε λιγάκι; Ξέρετε δυστυχώς δε γνωρίζω να γράφω.
- Ε, δεν το πιστεύω! Να δω τι άλλο θα μου τύχει σήμερα. Τέλος πάντων, άντε να σου γράψω και την αίτηση μπας και με αφήσεις στην ησυχία μου.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ (της δίνει το χαρτί και το στυλό).
- Λοιπόν, για λέγε. Όνομα;
- Ιωσήφ.
- Ρε συ, ωραία μυρίζει το μελάνι. Μου άνοιξε την όρεξη ρε γαμώτο. (Βουτάει ακόμα μπισκότο και μπουκωμένη συνεχίζει) Επθτό;
- Συγνώμη;
- (Κατεβάζει μονομιάς τη μπουκιά) Επίθετο, λέω.
- Α! Ουρανοκατέβατος.
- Είναι η αλήθεια, ουρανοκατέβατος μου ΄ρθες σήμερα. Χα, χα! Τέλος πάντων, τέλος πάντων. Επάγγελμα;
- Καλλιτέχνης.
- (Με θαυμασμό, αλλάζοντας ξαφνικά εντελώς τη στάση της απέναντί του) Σοβαρά; Τι; Ηθοποιός;
- Αχ, όχι, λυπάμαι. Γλύπτης, ή για να είμαι πιο ακριβής συννεφογλύπτης.
- (Πετάγεται σχεδόν όρθια) Τι πράγμα;
- (Με απόλυτη φυσικότητα) Συννεφογλύπτης…
- (Νευριασμένη και πάλι) Καλά πλάκα μου κάνεις ρε φίλε;
- Όχι, όχι, πολύ σοβαρά σας μιλάω. Αυτό ακριβώς επαγγέλλομαι.
- Καλά και τι κάνεις δηλαδή;
- Μήπως έχει τύχει να παρατηρήσετε ποτέ στον ουρανό ότι ορισμένα σύννεφα δεν έχουν ακαθόριστο σχήμα αλλά συγκεκριμένη μορφή; Για παράδειγμα κάποια μοιάζουν με δράκους, κάποια με καράβια, με πουλιά, πρόσωπα κι ένα σωρό άλλα;
- (Δύσπιστα) Ναι, ναι… (Για να δούμε που το πάει, σκέφτεται).
- Ε, λοιπόν εγώ τα φτιάχνω!
- Χα, χα, ωραίο αυτό. Να΄ σαι καλά μ΄ έκανες και γέλασα.
- (Ελαφρά εκνευρισμένος) Σας παρακαλώ κυρία μου. Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το αστείο. Εγώ σας μιλάω πολύ σοβαρά.
- Ναι καλά κι εγώ είμαι αστροναύτης. Λοιπόν, καλό το αστείο σου δε λέω, αλλά πες μου τώρα το επάγγελμά σου για να τελειώνουμε.
- (Περισσότερο εκνευρισμένος) Μα σας λέω κυρία μου είμαι συννεφογλύπτης.
- Α, σα πολύ το τραβάς το σκοινί. Θα μου πεις τι να γράψω ή να σε στείλω από κει που ΄ρθες κι ακόμα παραπέρα;
- (Εκνευρισμένος με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα) Σας λέω κυρία μου, ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΝΕΦΟΓΛΥΠΤΗΣ! Τελεία και παύλα. Αυτό λοιπόν να γράψετε και προσέξτε γιατί αν και εν γένει είμαι πολύ υπομονετικός άνθρωπος έχετε αρχίσει να με εκνευρίζετε.

«Ποτέ μην εκνευρίζεις ένα συννεφογλύπτη γιατί θα το πληρώσεις ακριβά, μου έλεγε η γιαγιά μου», πετάγεται ξαφνικά η κυρά-Τασία που είχε ακούσει τη φασαρία και είχε έρθει στο γραφείο.

«Άσε μας και συ βρε Τασία», της απαντά η υπάλληλος, «δε φτάνει που έχω έναν τρελό εδώ μέσα τώρα θα ΄χω και δεύτερο στο κεφάλι μου;»

- Σας παρακαλώ κυρία μου. Ποιον αποκαλείται τρελό; Απαιτώ να ανακαλέστε αμέσως αλλιώς θα σας καταγγείλω στους ανωτέρους σας!
- Βρε δε πα να με καταγγείλεις και στον Άρειο Πάγο; Άντε πάγαινε άνθρωπέ μου από δω πριν φωνάξω την Ασφάλεια και σε μπουζουριάσουνε.
- Όχι την Ασφάλεια, το Διευθυντή να φωνάξετε και τώρα αμέσως μάλιστα! Απαιτώ να του μιλήσω!
- Α, μη μου υψώνεις τη φωνή εμένα, γιατί θα ΄χουμε κακά ξεμπερδέματα. Κατάλαβες;
- Είστε ανάγωγη και αναιδέστατη. Φωνάξτε αμέσως το Διευθυντή αλλιώς θα γίνει μεγάλη φασαρία. (Δείχνοντας προς τα πάνω) Θα φτάσει πολύ ψηλά αυτή η υπόθεση – δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο ψηλά (δείχνοντας ακόμα πιο πάνω) – και θα μετανιώσετε πικρά την προσβολή που μου κάνατε.

Η υπάλληλος βλέποντας ότι ξαφνικά ο ήρεμος γεράκος έχει μετατραπεί σε θεριό ανήμερο και παρατηρώντας και το μάτι του που έχει αρχίσει να γυαλίζει σκέφτεται: «Ρε λες να έχει τίποτα υψηλές διασυνδέσεις και να βρω εγώ το μπελά μου; Και γιατί στο κάτω–κάτω της γραφής να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα; Εγώ μια απλή χαμηλόμισθη υπάλληλος είμαι. Ας βρει την άκρη ο Διευθυντής. Τόσα λεφτά παίρνει και δεν κάνει τίποτα. Μόνο να διατάζει και να μας μπινελικώνει ξέρει. Ας κάνει επιτέλους και κάτι χρήσιμο εδώ μέσα.»

---
Ώρα 8:46 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, μέσα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή.

Ο κύριος Διευθυντής δένει τη γραβάτα, φορά το σακάκι του και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτοντας μια μικρή ατέλεια στην άψογη κατά τα άλλα εμφάνισή του χώνει το μικρό δακτυλάκι του δεξιού του χεριού στο αριστερό ρουθούνι και το σκαλίζει επίμονα με περιστροφικές κινήσεις. Ξαφνικά, ακούγεται ο ήχος της ενδοσυνεννόησης. Ο κύριος Διευθυντής αποσύρει το δάχτυλο από τη μύτη του και εκσφενδονίζει ένα μικρό μαύρο μπαλάκι στον αέρα, το οποίο και προσγειώνεται μέσα στην γυάλα του χρυσόψαρου. Το χρυσόψαρο το καταπίνει λαίμαργα και μετά ρεύεται.

- Τι συμβαίνει δεσποινίς; Δε σας είπα να μη με ενοχλήσει κανείς; Είμαι πολύ απασχολημένος.
- Συγνώμη κύριε Διευθυντά, αλλά να, η Σούλα, από τις πληροφορίες ακούγεται πάρα πολύ αναστατωμένη και θέλει να σας μιλήσει επειγόντως. Είναι πολύ σοβαρός λόγος λέει.
- Καλά, καλά, τέλος πάντων περάστε τη στη γραμμή ένα.

Χτυπά το τηλέφωνο. Ο κύριος Διευθυντής σηκώνει το ακουστικό πριν προλάβει να κτυπήσει δεύτερη φορά. «Παρακαλώ… Τι; Τρελός, τι τρελός;.. Καλά κι εγώ τι είμαι; Ψυχίατρος;… Μη φωνάζετε δεσποινίς μου παρακαλώ. Ηρεμήστε και εξηγείστε μου λεπτομερώς τι συμβαίνει… Συννεφο–τι;… Τέλος πάντων, δε βγάζω άκρη απ΄ ότι μου λέτε. Έρχομαι από κει να δω τι γίνεται γιατί δεν έχω χρόνο για χάσιμο.»

«Έχε χάρη που έχεις μπάρμπα τον υπουργό, αλλιώς θα σου ΄λεγα αν θα ΄ρχόμουνα, παλιοκαρακάξα», σκέφτεται και βγαίνει από το γραφείο του.

---
Ώρα 8:51 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, γραφείο πληροφοριών.

Μέσα στο γραφείο επικρατεί ηρεμία καθώς έχει γίνει προσωρινή ανακωχή εν αναμονή του κυρίου Διευθυντή. Την υπάλληλο έχει καταλάβει μια κρίση βουλιμίας και καταβροχθίζει μανιωδώς μπισκότα διαίτης (κρατά από τρία–τέσσερα σε κάθε χέρι). Η κυρά-Τασία έχει καθίσει σε ένα σκαμνάκι δίπλα στην πόρτα και πλέκει μονολογώντας: «ποτέ μην εκνευρίζεις έναν συννεφογλύπτη, ποτέ…». Ο παράξενος κύριος βηματίζει ανυπόμονα πάνω–κάτω, σαν μελλοντικός πατέρας που περιμένει έξω από το μαιευτήριο.

Ξαφνικά, έξω από το γραφείο, κάνουν την εμφάνισή τους δυο κυρίες σημαντικών διαστάσεων, η μια από τις οποίες δείχνει να είναι γύρω στα σαράντα (χρόνια, όχι κιλά βέβαια) ενώ η άλλη αρκετά μεγαλύτερη.

«Που είναι το κάθαρμα, ο απατεώνας, ο μοιχός;», φωνάζει η μια (η νεότερη) τόσο δυνατά που τρίζουν τα τριγύρω τζάμια.
«Σιγά κορούλα μου ηρέμησε μην πάθεις τίποτα», προσπαθεί να την ηρεμήσει κάπως η άλλη.
«Μην ανησυχείς μαμά, εγώ τίποτα δε θα πάθω. Αυτός όμως θα πάθει. Α ρε να το πιάσω στα χέρια μου το καθίκι, θα το λιώσω σα σκουλήκι», της απαντά η άλλη και χειρονομεί ανάλογα.

Για κακή του τύχη, αυτήν ακριβώς τη στιγμή διαλέγει να καταφθάσει καταϊδρωμένος ο κύριος Διευθυντής, με το χαρτοφύλακά του υπό μάλης, κατευθυνόμενος προς το γραφείο πληροφοριών. Ένα τσούρμο από σταγόνες ιδρώτα γλιστρούν από το μέτωπό του σαν παιδάκια σε τσουλήθρα και φτάνουν μέχρι την άκρη του σαγονιού του, απ΄ όπου με ένα θεαματικό σάλτο μορτάλε πηδούν στο κενό ως άλλες Σουλιωτοπούλες και σκάνε στο πουκάμισο, τη γραβάτα και το σακάκι του. Βλέποντας τις δυο γυναίκες απέναντί του αιφνιδιάζεται, φρενάρει απότομα και λέει: «Ερασμίτσα μου; Μαμά; Εσείς εδώ; Συμβαίνει κάτι;»

«Μη μου λες εμένα αν συμβαίνει κάτι παλιοτόμαρο», του λέει η νεότερη και συμπληρώνει: «τα ξέρω όλα!».
«Όλα, ποια όλα;» ρωτά ο κύριος Διευθυντής που, αν και είναι ακίνητος, οι σταγόνες του ιδρώτα έχουν πολλαπλασιαστεί στο πρόσωπό του.
«Κοίτα μαμά κάνει και τον ανήξερο το κτήνος», λέει αυτή απευθυνόμενη στην κυρία δίπλα της. «Για τη ζουζουνίτσα σου – μην ξεράσω – και για το τριήμερο που θέλεις να μας ξαποστείλεις, Δον Ζουάν της δεκάρας!»
«Μα, μα πως;», ψελλίζει αυτός που δε μπορεί να καταλάβει πώς αυτός – το τσακάλι – την έχει πατήσει τόσο άσχημα.
«Τ΄ άκουσα όλα από το ασύρματο τηλέφωνο, φαίνεται ότι το ξέχασες ανοιχτό. Βλέπεις ο Θεός αγαπά τον κλέφτη, αγαπά και το νοικοκύρη. Πάνω του μαμά, επίθεση!» και μ΄ αυτά τα λόγια οι δυο ευτραφείς κυρίες εφορμούν καταπάνω στον εμβρόντητο Διευθυντή, κραδαίνοντας τις τσάντες τους στον αέρα σαν πολεμιστές τα γιαταγάνια τους σε γιουρούσι.

Ο κύριος Διευθυντής αισθάνεται για μια στιγμή σα μυρμήγκι μπροστά από πανικόβλητη αγέλη ελεφάντων. Πετάει στο πάτωμα το χαρτοφύλακά του και βουτά με ένα θεαματικό πλονζόν μέσα στο γραφείο πληροφοριών.

«Κύριε Διευθυντά;», αναφωνεί με έκπληξη η υπάλληλος.
«Την πόρτα, γρήγορα! Κλείστε την!», φωνάζει αυτός από το πάτωμα με φωνή που τρέμει.

Η υπάλληλος δίνει μια κλωτσιά στην πόρτα κι αυτή κλείνει με ένα δυνατό «μπαμ». Ο κύριος Διευθυντής σηκώνεται και με μια γρήγορη κίνηση κλειδώνει την πόρτα. Τινάζει τα ρούχα του και ξεφυσά με ανακούφιση.

«Άνοιξε κάθαρμα να λογαριαστούμε», ωρύεται από την άλλη πλευρά της πόρτας η Ερασμία. Ο κύριος Διευθυντής ταμπουρωμένος πλέον με ασφάλεια πίσω από την πόρτα που σείεται συθέμελα ανακτά την αυτοκυριαρχία του και αποφασίζει να ανοίξει διάλογο με τον εχθρό.

- Ερασμίτσα μου ηρέμησε σε παρακαλώ. Πρόκειται για παρεξήγηση.
- Ποια παρεξήγηση βρε σαρδανάπαλε; Τα ΄χω γράψει όλα στον τηλεφωνητή. Θα σου πω εγώ. Θα σε πάω στα δικαστήρια και θα σου τα φάω όλα. Ξεβράκωτο θα σε αφήσω όπως ήσουν πριν σε πάρω και σε κάνω άνθρωπο. Να δω μετά αν θα γυρίσει να σε κοιτάξει καμιά σουρλουλού. Στην ψάθα θα πεθάνεις. Θα σε καταστρέψω σάτυρε!
- (Ξαφνικά ο κύριος Διευθυντής αποφασίζει να αλλάξει στάση) Μη με απειλείς εμένα Ερασμία γιατί παίρνω το αυτοκινητάκι μου και φεύγω κι άντε να με βρεις μετά. Γονατιστό θα με παρακαλάς να γυρίσω.
- Τι λες μωρέ απατεώνα που πούλησες όλη μου την περιουσία για να το αγοράσεις; Δικό μου είναι αυτό το αυτοκίνητο.
- Έτσι νομίζεις! Στο όνομά μου είναι γραμμένο. Άσε λοιπόν τα βαριά λόγια και κάτσε να συζητήσουμε πολιτισμένα μην το πάρω κι εξαφανιστώ. Κι άντε βρες με μετά.

Πριν καλά-καλά τελειώσει η τελευταία αυτή πρόταση ακούγεται ένας δυνατός γδούπος από την άλλη πλευρά της πόρτας τον οποίο ακολουθεί μια ελαφριά δόνηση του πατώματος και μια πολύ δυνατή στριγκλιά: «Ιιιιιιιιιιιιι! Παιδάκι μου, είσαι καλά; Τη σκότωσες κακούργε! Τρέχτε! Χάνω το παιδί μου! Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!»

Ο κύριος Διευθυντής ξεκλειδώνει αμέσως την πόρτα για να δει τι συμβαίνει. Ακριβώς απ΄ έξω είναι ξαπλωμένη στη βρώμικη και φθαρμένη μοκέτα φαρδιά–πλατιά η Ερασμία. Από πάνω της είναι σκυμμένη η μάνα της και της κάνει αέρα με την τσάντα της. Την ίδια σχεδόν στιγμή καταφθάνει λαχανιασμένος κι ο κυρ-Θανάσης που έχει ανέβει τις σκάλες τρέχοντας, αγκαλιά με έναν πυροσβεστήρα.

«Που πας κυρ-Θανάση με τον πυροσβεστήρα; Τρελάθηκες;» τον ρωτά ο κύριος Διευθυντής. Ο κυρ-Θανάσης ακουμπά τον πυροσβεστήρα κάτω, σκουπίζει με το πίσω μέρος του χεριού του το μέτωπό του και βαριανασαίνοντας απαντά: «Α–άκουσα τη σειρήνα και νόμισα ότι πιάσαμε φωτιά!».
«Ποια σειρήνα βρε Θανάση; Η πεθερά μου είναι. Άντε πετάξου κάτω μέχρι το κυλικείο και φέρε γρήγορα λίγο νερό μπας και συνεφέρουμε τη γυναίκα μου.»
«Μα–μάλιστα κύριε Διευθυντά», απαντά ο κυρ-Θανάσης, κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και φεύγει.
«Μια στιγμή. Στάσου. Πάρε και τον πυροσβεστήρα μαζί σου.»
Ο κυρ-Θανάσης επιστρέφει, παίρνει τον πυροσβεστήρα στον ώμο και κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες.

Όλοι πλέον έχουν συγκεντρωθεί στο διάδρομο και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα.

Ο περίεργος κύριος που δε μπορεί πια να περιμένει άλλο λέει απευθυνόμενος στον κύριο Διευθυντή: «Με συγχωρείτε, καταλαβαίνω ότι ίσως η στιγμή δεν είναι εντελώς κατάλληλη, αλλά τι θα γίνει με την υποθεσούλα μου;»
«Υποθεσούλα; Ποια υποθεσούλα», ρωτά ο κύριος Διευθυντής που με τη φασαρία έχει ξεχάσει εντελώς το λόγο για τον οποίο έχει έρθει στο γραφείο πληροφοριών.
«Την έναρξη επαγγέλματος φυσικά», απαντά αυτός.
«Είναι ο συννεφογλύπτης που σας έλεγα», πετάγεται από πιο πίσω η υπάλληλος κουνώντας ταυτόχρονα το δείκτη του δεξιού της χεριού κυκλικά στο ύψος του κροτάφου της, προσπαθώντας έτσι να δώσει στον κύριο Διευθυντή να καταλάβει ότι πρόκειται για κάποιον τρελό.
«Και φίλος του κυρ-Θανάση», συμπληρώνει αυτός προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοια του κύριου Διευθυντή.
«Βρε δεν πας στο διάολο και συ και η υποθεσούλα σου κι ο κυρ-Θανάσης! Δε μου φτάνουν τα δικά μου προβλήματα (δείχνει με τα δυο χέρια προς την ξαπλωμένη Ερασμία) θα πρέπει να ασχολούμαι και με τον κάθε τρελό εδώ μέσα;», λέει ο κύριος Διευθυντής που βλέποντας ότι έχει καταφέρει να βγάλει νοκ–άουτ την Ερασμία, έχει πάρει τα πάνω του.
«Α, εσείς είστε χειρότερος από την υπάλληλό σας. Τώρα θύμωσα πραγματικά. Φεύγω λοιπόν, αλλά θα μου το πληρώσετε ακριβά αυτό!», λέει αποχωρώντας από το χώρο ο παράξενος κύριος, κουνώντας το δάχτυλό του απειλητικά.
«Στα τσακίδια!», του φωνάζει ο κύριος Διευθυντής, ο οποίος έχει ήδη αρχίσει να σκέφτεται διάφορους τρόπους για να τη βγάλει καθαρή από αυτή τη δύσκολη κατάσταση όταν συνέλθει η Ερασμία.
«Ποτέ μην εκνευρίζεις ένα συννεφογλύπτη γιατί θα το πληρώσεις ακριβά, μου έλεγε η γιαγιά μου», λέει για μια ακόμα φορά η κυρά-Τασία βλέποντας τον παράξενο κύριο να απομακρύνεται θυμωμένος.
«Άσε μας και συ κυρά-Τασία με τις κουταμάρες σου. Άντε στο υπόγειό σου και άσε μας στην ησυχία μας», τη μαλώνει ο κύριος Διευθυντής κι αυτή βάζει τα κλάματα.

---
Ώρα 8:56 π.μ. 6ος όροφος του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως, έξω από το γραφείο πληροφοριών.

Η κυρά-Τασία έχει εξαφανιστεί. Ο κύριος Διευθυντής μαζί με τη «μαμά» προσπαθούν μάταια να συνεφέρουν την Ερασμία. Αυτός της κρατά το κεφάλι και της δίνει ελαφρά χαστουκάκια, ενώ η «μαμά» εξακολουθεί να της κάνει αέρα με την τσάντα της.

«Κακούργε, μου το ΄φαγες το κοριτσάκι μου», του λέει αυτή.
«Ησυχάστε μαμά, να δούμε τι θα γίνει», της λέει αυτός.
«Μη με λες μαμά ξεδιάντροπε!».

«Κύριε Διευθυντά, κύριε Διευθυντά, τρέχτε γρήγορα!», διακόπτει τη στιγμή οικογενειακής ευτυχίας η φωνή του κυρ-Θανάση που ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Ο κύριος Διευθυντής παρατάει το κεφάλι της Ερασμίας που σκάει στο πάτωμα με θόρυβο και τρέχει προς τις σκάλες να συναντήσει τον κυρ-Θανάση.

- Τι συμβαίνει κυρ-Θανάση και φωνάζεις έτσι; Και που είναι το νερό που σου ζήτησα;
- Αφήστε τώρα το νερό. Αν σας πω τι γίνεται έξω αυτή τη στιγμή δε θα το πιστέψετε παρά μόνο αν το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια κύριε Διευθυντά. Για να΄ μαι ειλικρινής και γω που το είδα δε μπορώ να το πιστέψω!
- Κυρ-Θανάση, άσε τους γρίφους και πες μου αμέσως τι συμβαίνει!
- (Λαχανιασμένα) Βρε–βρέχει!
- Τι λες βρε Θανάση, σε βάρεσε η ζέστη; Κοίτα έξω από το παράθυρο. Που βρέχει; Έχει ένα ήλιο να! (δείχνει)
- Ναι, ναι το βλέπω. Αλλά δε βρέχει παντού.
- Και τότε που βρέχει;
- Πάνω από το αυτοκίνητό σας!
- Τιιιιιι;

---
Ώρα 9:01 π.μ. Μπροστά από την κεντρική είσοδο του μεγάρου της ΣΤ΄ Εφορίας Μεγαπόλεως.

Ο κύριος Διευθυντής βγαίνει τρέχοντας από την είσοδο του επιβλητικού κτιρίου. Πίσω του ακολουθεί ο κυρ-Θανάσης. Ο κύριος Διευθυντής δε μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Ένα σύννεφο που έχει το σχήμα του προσώπου του συννεφογλύπτη αιωρείται πάνω από το ολοκαίνουριο αστραφτερό αμάξι του (το οποίο έχει ήδη πλημμυρίσει) και το καταβρέχει ασταμάτητα.

Για μια στιγμή ο κύριος Διευθυντής κοντοστέκεται αμίλητος καθώς από το μυαλό του περνάνε αστραπιαία ένα σωρό εικόνες:
Αυτός στο τιμόνι του αυτοκινήτου του να οδηγεί στον ανοιχτό δρόμο έχοντας στο ένα χέρι το τιμόνι και στο άλλο τη Ζουζουνίτσα του.
Η γυναίκα και η πεθερά του να τον δένουν πισθάγκωνα σε μια καρέκλα, να τον φιμώνουν και μετά να τον βρίζουν και να τον κτυπούν εναλλάξ η μια με την τσάντα και η άλλη με την παντόφλα για ολόκληρο το τριήμερο.
Η φάτσα κάποιας γεροντοκόρης δικαστίνας που γελά χαιρέκακα καθώς ανακοινώνει την έκδοση του εις βάρος του διαζυγίου η οποία για να κατακυρώσει την απόφαση κτυπά το σφυρί της πάνω στο κεφάλι του.
Μια μακριά λογιστική κορδέλα με το λογαριασμό του συνεργείου για το κατεστραμμένο αυτοκίνητο που ξεχύνεται σα χείμαρρος από ένα κομπιουτεράκι, λικνίζεται σαν τεράστιο φίδι, τυλίγεται γύρω του και τον σφίγγει ασφυκτικά, ενώ ένας λιγδιασμένος μηχανικός τρίβει τα χέρια του και χαμογελά εκθέτοντας σε κοινή θέα το χρυσό του δόντι.
Και πάλι η Ζουζουνίτσα του, μέσα σε κάποιο άλλο ανοιχτό αμάξι, αυτή τη φορά όμως αγκαλιά με κάποιον άλλο!

Ο κύριος Διευθυντής κοντεύει να τρελαθεί. Για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται ότι τα έχει πραγματικά χαμένα. Το «τσακάλι» έχει βάλει την ουρά στα σκέλια και μοιάζει περισσότερο με βρεγμένη γάτα.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δέχεται και τη χαριστική βολή από την κυρά-Τασία η οποία περπατώντας αργά φτάνει κοντά του και του λέει με διδακτικό τόνο: «Εγώ στο έλεγα γιόκα μου, ποτέ μην εκνευρίζεις ένα συννεφογλύπτη γιατί θα το πληρώσεις ακριβά!»

Ο κύριος Διευθυντής που είναι από ώρα έτοιμος να εκραγεί, πάει να ξεστομίσει κάτι βαρύ, πολύ βαρύ, αλλά δεν προλαβαίνει, καθώς ένα γαλάζιο συννεφάκι που μοιάζει εκπληκτικά με την κυρά-Τασία καταφθάνει με μεγάλη ταχύτητα από το πουθενά, σταματά ακριβώς πάνω από το κεφάλι του και αρχίζει να τον καταβρέχει!

ΤΕΛΟΣ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Our site is at APN Greece Directory