2 Ιαν 2009
Κωνσταντίνος Κουάξ
Πηγή εικόνας
«Άντε βρε Κωνσταντίνε, βούτα. Το νερό είναι φανταστικό», του φώναξαν οι φίλοι του κι άρχισαν τα μακροβούτια.
«Εμ, είμαι λιγάκι κρυωμένος σήμερα», δικαιολογήθηκε αυτός. Θα καθίσω εδώ στο βραχάκι να κάνω πρόβα γιατί έχω συναυλία το βράδυ», συμπλήρωσε κι άρχισε να βγάζει πολύ δυνατές και απελπιστικά φάλτσες κορώνες.
Μια μεγάλη πέτρα προσγειώθηκε στο ημίψηλο καπέλο του και το έριξε στο χώμα.
«Μας ξεκούφανες ψωνάρα», του φώναξαν οι φίλοι του μέσα από το νερό.
Αυτός, απτόητος, μάζεψε το καπέλο, το ξεσκόνισε και το σφήνωσε γερά στο μεγάλο πράσινο κεφάλι του. Ύστερα, καθρεφτίστηκε στα γαλήνιο νερό της λίμνης και ίσιωσε το μαύρο σατέν παπιγιόν του που είχε στραβώσει λιγάκι.
«Καλά, καλά, γελάτε όσο θέλετε τώρα», σιγοψιθύρισε, «όταν όμως με φιλήσει η Πριγκίπισσα και μεταμορφωθώ σε Πριγκιπόπουλο, να δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος.»
Ο ήχος μιας τρομπέτας αντήχησε στη λίμνη.
«Η Πριγκίπισσα, η Πριγκίπισσα έρχεται για το μπάνιο της,» φώναξαν με ενθουσιασμό τα υπόλοιπα βατράχια και κάνοντας μεγάλες απλωτές κολύμπησαν προς το μικρό νησί στο κέντρο της λίμνης. Εκεί ήταν το κάστρο που ζούσε η Πριγκίπισσα. Κάθε πρωί, στις δώδεκα ακριβώς, φορούσε το χρυσαφένιο μαγιό της κι έβγαινε από τις πύλες του κάστρου μαζί με ολόκληρη τη συνοδεία της, για να παίξει και να κολυμπήσει στη λίμνη.
«Αχ και βαχ και πάλι αχ,» αναστέναξε ο Κωνσταντίνος Κουάξ. «Πως θα καταφέρω να φτάσω στο κέντρο της λίμνης που δεν ξέρω κολύμπι; Μόνο που βλέπω το νερό μπροστά μου τρέμω από φόβο. Και πώς να μάθω; Αν τολμήσω να πω το μυστικό μου στα υπόλοιπα βατράχια θα με κοροϊδεύουν για την υπόλοιπη ζωή μου. Άσε που αν το μάθει η Πριγκίπισσα αποκλείεται να με φιλήσει ποτέ…»
«Καταραμένη λίμνη, εσύ φταις για όλα,» είπε θυμωμένος κι άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε με δύναμη στο νερό. Αντί όμως ν’ ακουστεί το «πλαφ!» που περίμενε, ακούστηκε ένα δυνατό «ωχ!».
Ο Κωνσταντίνος έξυσε απορημένος το κεφάλι του. «Τι στο καλό;» σκέφτηκε. «Μίλησε η λίμνη;»
Η απορία του λύθηκε σχεδόν αμέσως καθώς ξεπρόβαλε από το νερό πρώτα ένα μεγάλο κόκκινο καρούμπαλο κι αμέσως μετά το ακολούθησε το κεφάλι μιας μικρής νεροχελώνας.
«Ρε φίλε, τι σου έκανα και μου πετάς πέτρες;» είπε κουνώντας το χέρι της με θυμό.
«Πω, πω, τι έκανα. Συ-συγνώμη. Δεν το έκανα επίτηδες. Ήταν ένα ατύχημα,» δικαιολογήθηκε ο Κωνσταντίνος και τα φουσκωτά πράσινα μάγουλά του βάφτηκαν κόκκινα από ντροπή.
«Δεν πειράζει μωρέ, δεν έγινε και τίποτα, θα μου περάσει,» είπε η νεροχελώνα που τον λυπήθηκε. «Μα πες μου μόνο γιατί πετάς πέτρες στη λίμνη; Τι σου έκανε;»
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να πει μυστικό του στη νεροχελώνα, μια που δεν άντεχε να το κουβαλά άλλο μέσα του. Της είπε λοιπόν για το νερό και το κολύμπι, για τη Πριγκίπισσα στο κέντρο της λίμνης και το φιλί που λαχταρούσε.
«Καλά και γι’ αυτό χολοσκάς;» του είπε η νεροχελώνα όταν άκουσε την ιστορία του. Ανέβα στο καβούκι μου και θα σε πετάξω εγώ εκεί στο πι και φι. Θα κρυφτώ μάλιστα κάτω από το νερό για να μη με δουν οι φίλοι σου και θα νομίζουν ότι κολυμπάς. Εσύ μόνο κάνε ότι κουνάς τα χέρια και τα πόδια σου για να τους ξεγελάσεις.
«Καταπληκτικό σχέδιο!» αναφώνησε ο Κωνσταντίνος και πήδηξε στην πλάτη της χελώνας. Στην αρχή, όταν βρέθηκε περιτριγυρισμένος από το νερό τα χρειάστηκε για λίγο και ήθελε να της πει να τον γυρίσει πίσω στην ασφάλεια της ακτής. Μετά όμως σκέφτηκε ότι μάλλον δε θα του ξαναδινόταν ποτέ μια τέτοια ευκαιρία και αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε.
«Παιδιά, παιδιά κοιτάξτε. Ο Κωνσταντίνος! Έρχεται προς το μέρος μας. Μα τι παράξενα που κολυμπά,» σχολίασε το πρώτο βατράχι που τον είδε.
«Ναι, ναι, παράξενα,» είπαν τα υπόλοιπα σα χορωδία, «αλλά και πολύ γρήγορα!»
Ο Κωνσταντίνος τα άκουσε και καμάρωνε. Για να τα εντυπωσιάσει ακόμα περισσότερο, άρχισε να κάνει διάφορα κόλπα πάνω στο νερό. Έκανε ότι κολυμπάει πρόσθιο, ελεύθερο και ύπτιο. Πότε έβγαζε το ένα χέρι, πότε το άλλο, πότε και τα δυο. Μέχρι και τούμπες στον αέρα έκανε, κρατώντας με το ένα χέρι το καπέλο του για να μην του φύγει.
Τα υπόλοιπα βατράχια είχαν μείνει το στόμα ορθάνοιχτο. Σ’ ένα μάλιστα μπήκε και μια μύγα. Αυτό έκλεισε το στόμα του αμέσως και την κατάπιε. «Πω, πω, τι υπέροχη λιχουδιά,» σκέφτηκε την ώρα που έγλειφε με ικανοποίηση τα χείλια του.
«Κοιτάξτε ένα βατράχι που κάνει απίθανα κόλπα!» ακούστηκε η φωνή της Πριγκίπισσας. «Μα είναι φανταστικό!»
«Η Πριγκίπισσα! Με είδε και τη άρεσα!» σκέφτηκε ο Κωνσταντίνος και η καρδούλα του άρχισε να χτυπά δυνατά σαν ταμπούρλο. «Πρέπει να κάνω κάτι μοναδικό. Κάτι που κανένα βατράχι δεν ξανάκανε ποτέ. Το βρήκα! Θα πατήσω γερά, θα πηδήξω με δύναμη όσο πιο ψηλά μπορώ, θα κάνω τριπλή τούμπα στον αέρα και θα προσγειωθώ κατευθείαν στην αγκαλιά της Πριγκίπισσας. Κι αυτή τότε θα με φιλήσει!»
Πάτησε λοιπόν γερά στην πλάτη της χελώνας κι απογειώθηκε. Έκανε την πρώτη τούμπα κι ένα επιφώνημα θαυμασμού ακούστηκε από τη χορωδία των βατράχων. Έκανε και τη δεύτερη κι αυτή τη φορά στη χορωδία προστέθηκε και η συνοδεία της Πριγκίπισσας. Στην τρίτη τούμπα όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Το ημίψηλο καπέλο έφυγε από το κεφάλι του κι αυτός τεντώθηκε να το πιάσει, με αποτέλεσμα αντί για την αγκαλιά της Πριγκίπισσας να σκάσει με ένα δυνατό «πλουφ!» στη μέση της λίμνης, πολύ μακριά από την ακτή και από τη νεροχελώνα.
«Ωωωωω!» ακούστηκε απ’ όλο τον κόσμο, την ώρα που ο Κωνσταντίνος βυθιζόταν στο νερό.
«Και τώρα τι κάνω;» σκέφτηκε καθώς αισθανόταν το οξυγόνο να τελειώνει στα πνευμόνια του. «Αν ζητήσω βοήθεια, θα μάθουν όλοι το μυστικό μου και πρώτη-πρώτη η Πριγκίπισσα, οπότε κάθε ελπίδα για φιλί πάει περίπατο. Αν πάλι δε ζητήσω, θα πνιγώ. Καλύτερα όμως νεκρός, παρά περίγελος όλων.»
«Μα γιατί δεν κολυμπάει, να βγει από το νερό; Αφού είναι εκπληκτικός κολυμβητής;» ρώτησε το μπαμπά του ένα μικρό βατραχάκι.
«Μάλλον θα κάνει κάποιο μακροβούτι και θα βγει από εκεί που δεν τον περιμένουμε. Κόλπο θα’ ναι σίγουρα. Εγώ κάτι τέτοια δεν τα χάφτω,» του απάντησε ο μπαμπάς του προηγουμένως είχε χάψει τη μύγα.
«Ή δεν έχει μούτρα για να βγει, μετά το ντροπιαστικό πέσιμό του,» είπε χαιρέκακα ένα άλλο που πολύ τον είχε ζηλέψει.
«Ρε χαζοβατράχια! Βοηθείστε τον, πνίγεται!» τους φώναξε η νεροχελώνα που δεν άντεχε να βλέπει το φίλο της να χάνεται μπροστά στα μάτια της και να μη ζητά βοήθεια από περηφάνια.
Τα βατράχια κολύμπησαν γρήγορα στο σημείο που είχε βουλιάξει ο Κωνσταντίνος και που τώρα πια δεν υπήρχαν παρά κάποιες μπουρμπουλήθρες. Βούτηξαν το ένα μετά το άλλο στο λασπωμένο βυθό, μέχρι που τελικά βγήκε ένα στην επιφάνεια κρατώντας αγκαλιά και φωνάζοντας: «Τον βρήκα! Τον βρήκα!»
Με τη βοήθεια της νεροχελώνας τον έβγαλαν στην ακτή. Το στομάχι του ήταν σαν ένα τεράστιο μπαλόνι από το πολύ νερό που είχε πιει. Μια βατραχίνα ακούμπησε το αυτί της στο στήθος του. «Δεν αναπνέει,» ανακοίνωσε πένθιμα.
«Κάντε στην άκρη, κάντε στην άκρη,» είπε η Πριγκίπισσα παραμερίζοντας τα βατράχια. «Τόσα χρόνια με διδάσκουν οι γκουβερνάντες μου πρώτες βοήθειες. Επιτέλους βρήκα ευκαιρία να τις χρησιμοποιήσω και κάπου.»
«Κακόμοιρο, βατραχάκι μου. Τι σου ’μέλε να πάθεις. Μην ανησυχείς όμως, εγώ θα σε σώσω,» είπε κι έσκυψε από πάνω του. «Θα σου δώσω το φιλί της ζωής!»
Μόλις τα ρόδινα χείλη της Πριγκίπισσας ακούμπησαν τα πράσινα του Κωνσταντίνου ακούστηκε ένα δυνατό «πουφ!» κι ένα σύννεφο καπνού τύλιξε και τους δυο.
Όταν καθάρισε ο καπνός, στη θέση του Κωνσταντίνου βρισκόταν ένας πανέμορφος Πρίγκιπας με θεληματικό πηγούνι κι αθλητικό σώμα.
«Μα αυτό είναι απίθανο!» είπε ενθουσιασμένη η Πριγκίπισσα κι ετοιμάστηκε να πέσει στην αγκαλιά του. Ακριβώς όμως εκείνη τη στιγμή μια παχουλή μύγα προσγειώθηκε πάνω στη μύτη της.
Ο Κωνσταντίνος άνοιξε διάπλατα το στόμα του και μια απίστευτα μακριά γλώσσα πετάχτηκε από μέσα του σαν ελατήριο κι άρπαξε τη μύγα πριν αυτή προλάβει να αντιδράσει. Ο Κωνσταντίνος την κατάπιε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και μετά ρεύτηκε.
«Μπλιαχ! Αυτό είναι αηδιαστικό,» είπε η Πριγκίπισσα κι έτρεξε μακριά του.
«Κουάξ;» έκανε με απορία ο Κωνσταντίνος και βούτηξε με τα ρούχα στη λίμνη.
Ήταν ένα ληγμένο ξόρκι με απρόβλεπτες παρενέργειες.
Ετικέτες
παραμύθι
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μα πολύ διασκεδαστικό-δεν το περίμενα καθόλου νάχει αυτό το τέλος!
ΑπάντησηΔιαγραφή