Πηγή εικόνας
Ο Νίκος έσπρωξε με προσοχή την πόρτα του κήπου λες και φοβόταν μην τη σπάσει. «Περίεργο,» σκέφτηκε, «είναι ανοιχτή.»
Πέρασε μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, το ίδιο προσεχτικά όσο την είχε ανοίξει. Έκανε δυο-τρία διστακτικά βηματάκια στο πλακοστρωμένο δρομάκι.
«Καλημέρα! Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε χωρίς όμως να πάρει κάποια απάντηση.
«Πολύ περίεργο,» σκέφτηκε. «Θα περίμενα να έχει ένα σωρό κόσμο σ’ ένα σπίτι σαν κι αυτό. Αν μη τι άλλο, έναν σεκιουριτά στην πόρτα. Μήπως έχω κάνει κάποιο λάθος;»
---
Ο κύριος Κ άνοιξε αργά τα μάτια. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο στα χρυσά αστεράκια που ήταν κεντημένα στον ουρανό του κρεβατιού. «Επιτέλους κατάφερα να τους ξεφορτωθώ όλους,» σκέφτηκε. «Κάποια πράγματα πρέπει κανείς να τα κάνει μόνος.»
Παραμέρισε τα σατέν σεντόνια κι έσυρε απρόθυμα τα πόδια του ως το μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση και κοίταξε μέσα στον καθρέφτη. Ένας φαλακρός τύπος με μεγάλη κοιλιά και θλιμμένο ύφος τον κοίταξε πίσω.
«Τι με κοιτάς έτσι;,» είπε απευθυνόμενος στο είδωλό του. «Το ξέρεις πολύ καλά ότι εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει άλλη λύση.» Κι έχωσε το κεφάλι του κάτω από το κρύο νερό.
---
Ο Νίκος έριξε μερικές διακριτικές ματιές τριγύρω μήπως ανακαλύψει κάποιον άνθρωπο. Κανείς. Εγκατέλειψε το πλακόστρωτο και πάτησε στο γκαζόν που ήταν παχύ και μαλακό σαν ακριβή μοκέτα. Τα πόδια βούλιαξαν ελαφρά – ακριβώς τόσο, όσο έπρεπε. «Χλιδή,» σκέφτηκε. Περπάτησε ως την πισίνα. Η μυρωδιά του χλωρίου του έφερε μια ελαφριά αναγούλα. Ίσως να έφταιγε που ήταν νηστικός. Ποτέ δε μπορούσε να φάει πριν από μια σημαντική συνάντηση. Τον έπιανε το στομάχι του.Ένιωσε ένα ελαφρό τρέμουλο στα χέρια.
«Δε γίνεται, πρέπει να χαλαρώσω. Χρειάζομαι επειγόντως ένα τσιγάρο. Εξάλλου, έχω χρόνο. Είναι ακόμα νωρίς,» σκέφτηκε και ψηλάφισε την τσέπη του σακακιού του. Έβγαλε ένα τσαλακωμένο πακέτο. Το γύρισε ανάποδα και το τίναξε προς τα κάτω με ανυπομονησία. Το μοναδικό τσιγάρο που υπήρχε μέσα, απελευθερώθηκε από τα χάρτινα δεσμά του και γλίστρησε στον αέρα. Πριν προλάβει να το αρπάξει, αυτό έκανε δυο τούμπες και προσγειώθηκε απαλά πάνω στο υγρό γκαζόν.
«Σκατά!» ψιθύρισε καθώς έσκυβε για να το πιάσει. Κι επειδή ήταν λιγάκι προληπτικός το πήρε για κακό σημάδι.
---
«Που το έχω κρύψει, γαμώ το κέρατό μου;» αναρωτήθηκε θυμωμένος ο κύριος Κ, καθώς πετούσε το ένα μετά το άλλο στο πάτωμα τα εσώρουχα από το συρτάρι της σιφονιέρας. «Είμαι σίγουρος ότι εδώ το είχα βάλει. Α! Νάτο. Κοίτα που πήγε και σφήνωσε το γαμημένο.»Έπιασε το συρτάρι με τα δυο χέρια και το τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Μόλις κατάφερε να το βγάλει από τη θέση του, το σήκωσε ψηλά και το πέταξε κάτω. Μικρά κομμάτια ξύλου πετάχτηκαν παντού. Έσκυψε και μάζεψε το μικρό στριφτό τσιγάρο. Το έβαλε πίσω από το αυτί και κατευθύνθηκε προς τη ντουλάπα.
«Ελπίζω τουλάχιστον το καλό μου κουστούμι να είναι στη θέση του,» σκέφτηκε κι έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα της ντουλάπας που άνοιξε διάπλατη.
---
Ο Νίκος ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό, λες και του ήταν απαραίτητος για να μπορέσει ν’ αναπνεύσει. Πριν καλά-καλά το καταλάβει, η κάφτρα είχε ήδη φτάσει στα δάχτυλά του. Δίχως να το πολυσκεφτεί, πέταξε τη γόπα αναμμένη στο παρτέρι με τα τριαντάφυλλα.«Κι αν υπάρχουν κάμερες;» σκέφτηκε και γονάτισε να τη μαζέψει. Καθώς άπλωσε το χέρι του, το μανίκι του σακακιού μπλέχτηκε στ’ αγκάθια. Ακούστηκε ένα δυνατό «χρατς»! Μερικές σταγόνες αίμα ξεπρόβαλαν στο μέρος του αγκώνα κι έσταξαν πάνω στο γκρι παντελόνι.
«Το καλό μου κουστούμι! Σκατά!» είπε και φύλαξε τη γόπα στην τσέπη του σακακιού.
---
«Το καλό μου κουστούμι!» είπε με μια δόση μελαγχολίας ο κύριος Κ κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη. «Πολύ καλό ακόμα και για μένα! Έπρεπε να το φοράω πιο συχνά. Δεν το ευχαριστήθηκα όσο μπορούσα – όπως και πολλά άλλα πράγματα άλλωστε.»Κι έσφιξε τον κόμπο της γραβάτας στο λαιμό, λίγο περισσότερο απ’ όσο συνήθιζε.
---
Ο Νίκος χαλάρωσε λίγο τον κόμπο της γραβάτας που ένοιωθε τώρα να τον πνίγει ασφυχτικά. Μικρές μπίλιες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό του. Κοίταξε το ρολόι του, μια φτηνή απομίμηση ρόλεξ.«Έντεκα παρά δέκα. Καλά τόσο νωρίς ήρθα; Μου φαίνεται ότι είμαι εδώ ώρες. Μήπως να πάω να τελειώνουμε; Όχι, όχι, καλύτερα. Ο κύριος Κ μου είπε έντεκα ακριβώς. Ούτε λεπτό πριν, ούτε λεπτό μετά. Είναι ζήτημα Ζωής και Θανάτου, είπε. Δεν πρέπει να τα σκατώσω. Αν πάνε όλα καλά, μπορεί ν’ αλλάξει επιτέλους η κωλοζωή μου. Μα που στο διάολο πήγαν όλοι;»
---
Ο κύριος Κ κοίταξε με αγωνία το παλαιό ρολόι του τοίχου.«Έντεκα παρά δέκα! Μόλις που προλαβαίνω», σκέφτηκε και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Μπήκε στο γραφείο του κι έδωσε μια σπρωξιά στην πόρτα για να κλείσει. Ξεκλείδωσε το χρηματοκιβώτιο και πήρε από μέσα του μια κοντόκανη καραμπίνα κι ένα μακρύ κομμάτι σπάγκο. Έδεσε τη μια άκρη του στο πόμολο της πόρτας και την άλλη στη σκανδάλη του όπλου.
Κάθισε αναπαυτικά στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα. Έσφιξε την καραμπίνα στο ένα χέρι και με τον αντίχειρα του άλλου τράβηξε τον κόκορα προς τα πίσω. Ακούστηκε ένα ελαφρύ μεταλλικό «κλικ». Ο κύριος Κ ακούμπησε το όπλο στο ξύλινο γραφείο, ακριβώς απέναντι από το στήθος του.
Πήρε το τσιγάρο από το αυτί του και το άναψε. Πήρε βαθιά ρουφηξιά και κατέβασε λαίμαργα τον καπνό. Χαλάρωσε.
«Ελπίζω να μην αργήσει», σκέφτηκε. «Σιχαίνομαι να περιμένω».
---
Ο Νίκος κοίταξε ξανά το ρολόι του τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά από την εξώπορτα.«Έντεκα παρά δέκα. Ακόμα; Δε μπορεί. Κάτι δεν πάει καλά εδώ.»
Ακούμπησε το αυτί πάνω στο καντράν του ρολογιού και κράτησε την αναπνοή του. Τίποτα. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα.
«Σκατά!», σκέφτηκε. «Άργησα.»
---
«Μα που είναι αυτός ο άχρηστος; Έχει πάει έντεκα και τέταρτο. Μήπως του έτυχε κάτι; Μήπως ξέχασα ν’ αφήσω ξεκλείδωτη την εξώπορτα; Δε μπορώ να περιμένω άλλο. Πάω να δω τι συμβαίνει,» σκέφτηκε ο κύριος Κ και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.Άνοιξε την πόρτα προσέχοντας να μην τραβηχτεί ο σπάγκος και την ξανάκλεισε όσο πιο μαλακά μπορούσε.
---
«Και τώρα; Τι να κάνω; Μήπως καλύτερα να εξαφανιστώ;» ήταν οι πρώτες σκέψεις που πέρασαν απ’ το μυαλό του Νίκου, καθώς το χέρι του κατέβαζε ασυναίσθητα το πόμολο της εξώπορτας.«Για μια στιγμή! Η πόρτα δεν είναι κλειδωμένη. Κάτι τρέχει εδώ! Γι’ αυτό μάλλον δεν είδα κανέναν. Λες να’ ναι ληστές; Ή τίποτα απαγωγείς; Μου το είχε πει ο κύριος Κ. Είναι ζήτημα Ζωής και Θανάτου. Καλύτερα να μην μπω από μπροστά. Μπορεί να ‘ναι παγίδα. Φύλαγε τα ρούχα σου για να ‘ χεις τα μισά. Α! να. Εκείνο το παράθυρο είναι μισάνοιχτο.»
Ο Νίκος πέρασε σκυφτός μπροστά από τη τζαμαρία του σαλονιού κι έφτασε έξω από το παράθυρο του γραφείου. Έβαλε τις παλάμες πάνω στο περβάζι κι έδωσε μια δυνατή σπρωξιά με τα πόδια για να μπορέσει ν’ ανέβει.
---
Ο κύριος Κ διέσχισε βιαστικά το σαλόνι κι έλεγξε την πόρτα.«Καλά θυμόμουνα, ξεκλείδωτη είναι. Τότε τι στο διαβ…»
Ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε από το γραφείο του.
---
Ο Νίκος είχε πάρει λίγο περισσότερη φόρα απ’ όσο χρειαζόταν με αποτέλεσμα να βρεθεί με ένα θεαματικό πλονζόν στο ξύλινο πάτωμα του γραφείου. Καθώς έκανε να σηκωθεί, τα μάτια του καρφώθηκαν στις δίδυμες κάνες που βρίσκονταν τώρα ακριβώς απέναντι από το μέτωπό του. Για μια στιγμή πάγωσε από φόβο.---
Ο κύριος Κ έτρεξε πίσω στο γραφείο. Μέσα στη βιασύνη του ξέχασε εντελώς το σπάγκο και το όπλο. Τράβηξε απότομα την πόρτα.Ένας εκκωφαντικός κρότος τρύπησε τα τύμπανα των αυτιών του. Η μυρωδιά του καμένου μπαρουτιού πλημύρισε τα ρουθούνια του. Το δωμάτιο γέμισε με ανέμελες κόκκινες πινελιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου