18 Ιαν 2009
Τελεία
Πηγή εικόνας
(Σημείωση: Οι λέξεις που αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα - εκτός από τα κύρια ονομάτα - αποτελούν ταυτόχρονα την τελευταία λέξη μιας πρότασης και την πρώτη της αμέσως επόμενης)
Θέλω να σας διηγηθώ μια Ιστορία, κάπως αλλόκοτη, μα πέρα για πέρα Αληθινή, όσο και το βιβλίο που αυτή τη στιγμή κρατάτε στα χέρια Σας υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος και να μη σας κουράσω με Λεπτομέρειες, τις οποίες για να είμαι ειλικρινής, ούτε κι εγώ καλά-καλά δε Θυμάμαι κυρίως σκηνές θολές με χρώματα ξεβαμμένα, λες κι ήταν κάποιο Όνειρο, όμως δεν πρέπει να ήταν, αφού έχω ακόμα στο μάγουλό μου αδιάψευστη απόδειξη το Σημάδι, που όπως θα δείτε παρακάτω, έγινε εκείνο το παράξενο Βράδυ κρύο και σκοτεινό ήταν, στα μέσα του Γενάρη, κι Έβρεχε καταρρακτωδώς λες κι η θάλασσα είχε πάρει τη θέση τ’ ουρανού κι έπεφτε πάνω στα κεφάλια των Ανθρώπων που έτρεχαν πανικόβλητοι σαν τρομαγμένα ποντίκια, αναζητώντας κάποιο πρόσκαιρο Καταφύγιο έψαχνα κι εγώ, κι έτσι όταν είδα να αχνοφέγγει ένα φως πίσω από το βρώμικο τζαμάκι της πόρτας, χωρίς να το πολυσκεφτώ την έσπρωξα και μπήκα Μέσα σε κάποιο χώρο που δεν ήμουν σίγουρος τι ακριβώς ήταν, αλλά έμοιαζε με κάποιου είδους Βιβλιοπωλείο, από εκείνα τα παλιά, με τις σκαλισμένες ξύλινες βιβλιοθήκες και το χάλκινο κουδουνάκι κρεμασμένο πάνω από την πόρτα ν’ αναγγέλλει τους Πελάτες πάντως δεν υπήρχαν άλλοι εκτός από Εμένα αυτό δε μου φάνηκε και πολύ περίεργο, καθώς δε θα μπορούσα να φανταστώ και πολλούς που θα αισθάνονταν άνετα μέσα σ’ αυτόν τον ανατριχιαστικό Χώρο, που έμοιαζε ξεχασμένος από τους ανθρώπους αλλά και από τον ίδιο το Χρόνο, λόγω της καταιγίδας, είχα πολύ στη διάθεσή μου, καθώς και μπόλικη Περιέργεια ν’ ανακαλύψω τι πραγματικά ήταν αυτό το παράξενο μέρος με τα σκοροφαγωμένα Βιβλία υπήρχαν παντού, στα ράφια, στα τραπέζια, ακόμα και στο πάτωμα ήταν Στοιβαγμένα και θαμμένα κάτω από ένα παχύ στρώμα λευκής Σκόνης που σε κάθε μου βήμα, σε κάθε μου ανάσα, ανασηκωνόταν στον αέρα κι έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βαριά και Αποπνικτική ήταν κι η έντονη μυρωδιά της μούχλας που νόμιζες πως θα μπορούσες να την κόψεις με το Μαχαίρι δεν είχα φυσικά μαζί, οπότε προσπαθούσα, όσο αυτό ήταν δυνατόν, να κρατάω την αναπνοή Μου πήρε κάποια ώρα να συνηθίσω, αλλά μετά από λίγο δεν είχα πλέον κανένα Πρόβλημα βέβαια ήταν ότι δεν ήξερα αν είχα το δικαίωμα να βρίσκομαι εκεί, ή αν άθελά μου είχα παραβιάσει το σπίτι κάποιου άγνωστου Ανθρώπου ίσως ηλικιωμένου, που λόγω άνοιας είχε ξεχάσει να κλειδώσει την πόρτα ή ακόμα χειρότερα κάποιου παρανοϊκού Δολοφόνου που χρησιμοποιούσε τη μέθοδο αυτή για να παγιδεύει τ’ ανυποψίαστα θύματά του, σκοτεινές και κρύες νύχτες σαν κι Αυτή η τελευταία σκέψη μ’ έκανε ν’ αναριγήσω από φόβο και να αποφασίσω να φύγω, αλλά άλλαξα γρήγορα γνώμη όταν άκουσα τα δυνατά μπουμπουνητά από την καταιγίδα που καλά κρατούσε Ακόμα κι αν έβγαινα έξω δε θα μπορούσα να πάω πολύ μακριά, οπότε πολύ πιθανόν να κατέληγα σε κάποιο άλλο μέρος σαν κι Αυτό τουλάχιστον, προς το παρόν, φαινόταν ήσυχο και ασφαλές, δίχως κάποιον ορατό Κίνδυνο πραγματικό, γιατί στο μυαλό μου είχα ήδη δολοφονηθεί με περισσότερους τρόπους απ’ όσους Ήξερα, ότι αυτό που θα έπρεπε να είχα κάνει εξαρχής, ήταν να πω κάτι φωναχτά, ίσως κάποιο «συγνώμη» ή οποιαδήποτε άλλη Λέξη που θα δήλωνε ανοιχτά την παρουσία μου, μην αφήνοντας περιθώριο για οποιαδήποτε Παρεξήγηση βλέπετε, μπορεί να συμβεί εύκολα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ειδικά αν η πόρτα έχει ξεχαστεί ανοιχτή από Λάθος μου λοιπόν, το παραδέχομαι, που δε μίλησα, αλλά ευτυχώς δε μου βγήκε σε Κακό ήταν που, όταν τελικά αποφάσισα ν’ απλώσω το χέρι μου σ’ ένα βιβλίο, διάλεξα εκείνο το Μεγάλο και βαρύ, με δερματόδετο εξώφυλλο, έντεχνα τοποθετημένο στον πάτο μιας μεγάλης Στοίβας ψηλής και θεόστραβης σαν της Πίζας τον Πύργο έκαναν τα βιβλία κι εγώ για κάποιο απροσδιόριστο λόγο διάλεξα να πιάσω αυτό που ήταν η βάση – γιατί μην το Ψάχνετε κάτι; με ρώτησε, μόλις το άγγιξα, μια λεπτή, τρεμάμενη, Φωνή που έκανε τα ύπατά μου να κοπούν και το χέρι μου να τιναχτεί στον αέρα Απότομα γκρεμίστηκε ευθύς κι ο πύργος με τα βιβλία που έπεσαν προς τα πάνω μου, αλλά εγώ, μες την τρομάρα μου, καθόλου δεν Κουνήθηκα όμως για τα καλά όταν, πέφτοντας, χαράκωσε βαθιά το μάγουλό μου ένα από Αυτά συνέβησαν μέσα σε μια στιγμή, αλλά εμένα μου φάνηκε ότι διήρκεσαν Ώρες, ώρες, με τσούζει ακόμα η πληγή κι έτσι δε μ’ αφήνει να τα Ξεχνώ μόνο τι ήταν αυτό που απάντησα, τι ήταν το πρώτο πράγμα που Είπα σίγουρα κάτι για τη βροχή, κάτι για τον καιρό, κι ύστερα θυμάμαι ρώτησα για τα Βιβλία που δε φαινόταν να τα χρησιμοποιεί κανείς, ούτε να τα έχει πρόσφατα ξεφυλλίσει κάποιος θέλοντας ν’ αποφασίσει αν θ’ αγοράσει κάποιο Ίσως τότε να πρέπει να μένουν κλειστά, μου είχε πει, γιατί όποιος τα διαβάζει Αλλάζει για πάντα κι αυτό δεν είναι ξέρεις για όλους Καλό ή κακό, του απάντησα, δε με νοιάζει καθόλου Εμένα το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να ξέρω τι κρύβουν μέσα τους κι Εγώ πάντως σε προειδοποίησα, ψιθύρισε αυτός, και ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του, κάτι που εγώ θεώρησα ως νεύμα που με άφηνε Ελεύθερο να μυηθώ σ’ αυτό το απόκρυφο μυστικό που βρέθηκε στο δρόμο μου τόσο Τυχαία, λοιπόν, έπιασα κι εγώ ένα βιβλίο από το σωρό που είχε σχηματιστεί δίπλα στα πόδια μου και το Άνοιξα και τα μάτια μου διάπλατα μην πάει και μου ξεφύγει Κάτι περίεργο μου φάνηκε ότι είχε η πρώτη σελίδα που Κοίταξα, ξανακοίταξα, κι ύστερα κοίταξα και την προηγούμενη και την επόμενη κι ακόμα Μία, μία, τις κοίταξα όλες, γιατί πριν μιλήσω ήθελα να είμαι απόλυτα Σίγουρος ότι τα μάτια ή το μυαλό μου δε με Γελούσαν όμως τα λευκά μουστάκια του γέρου, όσο εγώ άνοιγα μανιωδώς ένα μετά το άλλο τα σκονισμένα βιβλία και τα κολλούσα όσο πιο κοντά μπορούσα στο πρόσωπό μου για να τα βλέπω Καλά, είπα κάποια στιγμή τελικά, γιατί κανένα από αυτά τα βιβλία δεν έχει Τελεία; επανέλαβε ο γέρος με απέχθεια, λες και είχα αναφέρει κάποια λέξη βλάσφημη ή πρόστυχη που κανείς δε θα ’πρεπε ποτέ στο στόμα του να Βάζει ο νους σου, συνέχισε να λέει, τι κακό πράμα είναι αυτή η Τελεία λέγεται της πρότασης ο θάνατος, το Τέλος οριστικό και αμετάκλητο, δίχως δικαίωμα έφεσης ή αναστολής, ή έστω μιαν ελπίδα για δεύτερη Ζωή αιώνια έχει η πρόταση δίχως τελεία, οι δρόμοι όλοι της ανοίγονται Μπροστά πηγαίνει αυτή και πίσω της η ιστορία τρέχει δίχως σταματημό και Όρια έχει μόνο των ανθρώπων το μυαλό που πήγε κι ανακάλυψε αυτό το καταραμένο μυγόχεσμα, το ανίερο Σημάδι που χρησιμοποιούν για να σφαγιάζουν κάθε νεογέννητη προοπτική και ενδεχόμενο, βάζοντας πρόωρο τέλος στα όνειρά τους – από φόβο ή βλακεία, δε Γνωρίζω, όμως πως δίχως αυτήν, πιο λεύτερος θα ήταν ο κόσμος και ίσως και πιο Ευτυχισμένος για όλα αυτά που μπορούν να γίνουν και όχι δυστυχής για ότι δεν Έγινε όμως τώρα το κακό και πώς να το πάρουμε Πίσω μόνο ο θάνατος μπορεί να πάρει κάτι, γι’ αυτό κι εγώ σε θάνατο έχω καταδικάσει την Τελεία λοιπόν δε θα βρεις ούτε για δείγμα εδώ Μέσα σου όμως έχεις πολλές Ακόμα κι αν συμφωνείς μ’ αυτά που είπα, και δε με νομίζεις για ξεμωραμένο ή τρελό, θα σου πάρει πολύ καιρό μέχρι να μάθεις όπου τη βρεις, σα σκουλήκι να τη Λιώνεις κι εσύ μαζί της στην αρχή κι όποιος δεν είναι αρκετά δυνατός, πάει, Τελείωσε όμως κι η καταιγίδα ωστόσο κι εσύ πρέπει να φύγεις Τώρα, ξέρεις ότι ξέρω και το στόμα μου, που για χρόνια κράταγα σφαλισμένο, για σένα το Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο που, ίσως να ήταν απλά η ιδέα μου, αλλά μου φάνηκε πολύ Διαφορετικός ήμουν κι εγώ βέβαια μετά από αυτή τη μυστήρια Συνάντηση που προσπάθησα να επαναλάβω, αλλά Μάταια έψαξα να βρω ξανά τη γειτονιά, το δρόμο, το σπίτι, ή τέλος πάντων Κάτι που να αποδεικνύει περίτρανα πως όλα αυτά που σας διηγήθηκα δεν ήταν απλά ένα νοσηρό παιχνίδι της φαντασίας Μου έχει περάσει φυσικά πολλές φορές απ’ το μυαλό ότι ίσως αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι αρχίζω να τα Χάνω την ψυχραιμία μου τότε και προσπαθώ να μην τα πολυσκέφτομαι, αλλά έλα που είναι κι αυτή η διαολεμένη ουλή στο μάγουλο μου που τις κρύες βροχερές νύχτες με καίει σαν Τρελή όσο κι η παρανοϊκή αλήθεια που μου αποκάλυψε ο γέρος εκείνο το καταραμένο Βράδυ που τελικά δεν ξέρω αν υπήρξε, αλλά καλού-κακού από τότε – αφού δολοφόνος εγώ δεν είμαι – τελεία δεν έχω ξαναχρησιμοποιήσει στη ζωή μου, μην πάει και σκοτώσω καμιά πρόταση χωρίς να το Θέλω να σας διηγηθώ μια Ιστορία, κάπως αλλόκοτη
14 Ιαν 2009
Ρεσάλτο
Πηγή εικόνας
Θέλω να έρθω μια νυχτιά,
Την ώρα που το Τίποτα στα μάτια σου θα σβήνει,
Κι όταν τα μαύρα σύννεφα σκεπάσουν τη σελήνη,
Ρεσάλτο να κάνω στα όνειρά σου.
Να τα οδηγήσω σε μέρη μακρινά,
Εκεί που δεν τολμάς εσύ, ποτέ να ταξιδέψεις,
Γιατί από παιδί, φοβάσαι να γυρέψεις,
Αυτό που κάνει κάθε Πρέπει να δακρύζει.
Μαύρη σημαία πειρατική,
Στο μεσιανό θα ανεβάσω το κατάρτι,
Τρελή πορεία θα χαράξω μες το χάρτη,
Μήπως μπορέσουμε και βρούμε το Αλλού.
Στη λήθης θα σε ρίξω το βυθό,
Να βάψεις τα μαλλιά σου με πορφύρα,
Και το κορμί σου θα βαφτίσω με αρμύρα,
Για να γυρίσεις πίσω στου Είναι την αρχή.
Ανίερους θα στήνουμε χορούς,
Στα μούτρα θα τον φτύνουμε το Χρόνο,
Με τις Σειρήνες αγκαλιά θα σβήνουμε τον πόνο,
Η θάλασσα θα ’ναι για μας του Σήμερα η γιορτή.
Κι αν τύχει κι άλλα όνειρα βρεθούν,
Στου καραβιού μας την αλλόκοτη τη ρότα,
Εμείς θα σβήσουμε της πλώρης μας τα φώτα,
Και στο σκοτάδι θα γλιστρήσουμε κοντά.
Με γάντζους θα τα πιάσουμε γερά,
Στα δόντια μας ανάμεσα θα σφίξουμε λεπίδες,
Φτιαγμένες από σύννεφα κι ανείπωτες ελπίδες,
Και έφοδο θα κάνουμε, πιασμένοι απ’ της νύχτας τις σιωπές.
Ένα με ένα, όλα θα γίνουνε δικά μας,
Κάθε ανάσα μας θα είναι προσταγή τους,
Κι αγκαλιασμένοι μέσα στην κοιλιά του κήτους,
Στόλο θα φτιάξουμε από ονείρου υλικό.
Κι όταν το χάραμα τη νύχτα τη φιλήσει,
Με μία σπίθα απ’ το φιλί, δαυλό θ’ ανάψω,
Και τα καράβια ένα – ένα θα τα κάψω,
Να μη μπορούμε να γυρίσουμε Πίσω ποτέ ξανά.
5 Ιαν 2009
Άσκοπος Σκοπός
Σε μια έρημη σκοπιά,
Κουμπωμένος ως τ’ αυτιά,
Μ΄ ένα όπλο σκουριασμένο,
Να φυλάω το πεπρωμένο.
Είμαι άσκοπος σκοπός,
Στο σκοτάδι δίχως φως,
Θέατρο του παραλόγου,
Άνευ λογικής και λόγου.
Ψέμα και υποκρισία,
Σαν με πόρνη συνουσία.
Και μια πάγια διαταγή,
Σαν πλαστή επιταγή.
Είμαι άσκοπος σκοπός,
Και του τίποτα φρουρός,
Ένα κλάμα δίχως δάκρυ,
Ένα νήμα δίχως άκρη,
Μια καρδιά χωρίς αγάπη...
Σημείωση: Το ποιηματάκι αυτό το είχα γράψει στο κινητό μου όταν ήμουν φαντάρος ένα βράδυ στη σκοπιά το Φθινόπωρο του 2002. Τον Ιανουάριο του 2009 πήρε έπαινο στον 27ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.).
Αταίριαστοι εραστές (υπό κατασκευή...)
Πηγή εικόνας
Σε καιρό αλλοτινό και σε τόπο μακρινό,
Μια νύχτα με φεγγάρι, που ’κατσε στραβά το ζάρι,
Μελαγχόλησε η μοίρα, κι άρχισε να πίνει μπύρα.
Τη ρουτίνα για να σπάσει και τις έγνοιες να ξεχάσει.
Κι όπου αρχίζει να κεφίζει, μια ιδέα της καθίζει,
Ιστορία να υφάνει, τέτοια που ο νους δε βάνει.
Δίχως να καθυστερήσει, μην κι η έμπνευσή της σβήσει,
Κάθεται στον αργαλειό της για να φτιάξει το πλεχτό της.
Μα όπως είναι μεθυσμένη, κι απ’ τη μπύρα ζαλισμένη,
Το δεξί της χέρι τρέμει και της πέφτει η ανέμη.
Σκύβει για να τη μαζέψει – δίχως την, αχ πως να γνέψει;
Μα μπερδεύεται στο νήμα – πείτε μου δεν είναι κρίμα;
Έτσι – από συγκυρία – πλέκεται μια ιστορία,
Άκρως συναρπαστική, κωμική και τραγική,
Όλο έρωτες και πάθη, μα με γκάφες και με λάθη,
Για έν’ αταίριαστο ζευγάρι, ένα βράδυ με φεγγάρι...
---------------------------------------------------
Η πλανεύτρα η Σελήνη, με γοβάκια και με μίνι,Είχε βγει να σουλατσάρει και αέρα για να πάρει,
Γιατί είχε έρθει θέρος – η εποχή π’ ανθίζει ο έρως –
Κι απ’ τη ζέστη είχε βράσει κι είπε λίγο να ξεσκάσει.
Όπως νυχτοπερπατούσε και τη λάμψη της σκορπούσε,
Φως πλημμύριζε την πλάση - κάμπους, λίμνες, όρη, δάση.
Της σφυρίζανε τ’ αστέρια και απλώνανε τα χέρια,
Και μ’ ένα δικό της χάδι, άναβαν μες στο σκοτάδι.
Κάτω από τη φεγγαράδα, βάτραχοι έκαναν καντάδα,
Τζιτζιρίζαν τα τζιτζίκια και βελάζαν τα κατσίκια.
Ευωδιάζαν τα λουλούδια, χωρικοί λέγαν τραγούδια,
Στις αυλές και στα μπαλκόνια κελαηδούσανε αηδόνια.
Όλη αυτή η συγκυρία, έδινε την ευκαιρία,
Σ’ όσους έψαχναν για ταίρι, πριν χαθεί το καλοκαίρι,
Ραντεβού τυφλό να δώσουν και τυχαία ν’ ανταμώσουν,
Κι ύστερα ότι και να γίνει, να το ρίξουν στη σελήνη...
---------------------------------------------------
Στην ολάνθιστη πεδιάδα, σμίγει ταύρος με γελάδα,
Και στο ξεραμένο στάρι, προβατίνα με κριάρι.
Μες στο γάργαρο ποτάμι, που φυτρώνει τ’ ασφαντάμι,
Βάτραχος με βατραχίνα κι ένας χήνος με μια χήνα.
Όλα ήτανε εντάξει, μια χαρά τα είχε φτιάξει,
Η τρανή υφάντρα η μοίρα – είχε, βλέπετε, και πείρα.
«Μία μέσα, δύο έξω, να προσέχω μην τα μπλέξω»,
κάθε τόσο μουρμουρούσε, μα η μπύρα δε βοηθούσε...
«Μία μέσα, δύο έξω, το πλεχτό μου θα το πλέξω»,
έλεγ’ αποφασισμένη, μα έλα που ’ταν μεθυσμένη.
Κι από το πολύ πιοτό, όπως ήταν φυσικό,
Ένας λόξυγγας την πιάνει και τα λόγια της τα χάνει.
«Μία έξω, δυο μέσα, έγια μόλα, έγια λέσα»,
τώρα σιγοτραγουδάει, και το μέτρημα χαλάει...
«Και τι έγινε;» θα πείτε. Περιμένετε, θα δείτε,
στη συνέχεια παρακάτω, να ’ρχονται τα πάνω κάτω!
---------------------------------------------------
Σε μια θάλασσα καθρέφτη, ξάφνου έν’ αστέρι πέφτει
Και μια ευαίσθητη ψυχή κάνει αμέσως μιαν ευχή.
«Ασημένιο πεφταστέρι, στείλε μου κι εμέ ’να ταίρι,
να μην είμαι μοναχή, σαν ξανάρθει η βροχή.»
Και για να μη μπερδευτείτε και στην ιστορία χαθείτε,
Πρέπει να σας διευκρινίσω, κι έντονα να το τονίσω,
Πως τα λόγια παραπάνω – όρκο ιερό σας κάνω -
Δεν τα είπε κοπελούδα, μα μια ωραία πεταλούδα.
Πεταλούδα πιτσιρίκα από σπίτι και με προίκα,
Που ’χε και μυαλό και σώμα, και πολλά καλά ακόμα.
Μάτια στρόγγυλα, γαλάζια, όλο τσαχπινιά και νάζια,
Γαλλικά έκανε και πιάνο και τραγούδαγε σοπράνο.
Μόνη της λοιπόν καθόταν κι έρωτες ονειρευόταν,
Μέσα στο ζεστό το βράδυ, αγκαλιά με το σκοτάδι.
Κι έμοιαζε με οπτασία κι ας την έλεγαν Τασία…
---------------------------------------------------
Κάπου λίγο παρακάτω, κάποιος είχε πιάσει πάτο,
Κι έπινε για να ξεχάσει, την αγάπη που ’χε χάσει.
«Πάει η αγάπη μου, πάει το φως μου, έφυγε κι είμαι μοναχός μου.»
«Μου ’πε πως της πέφτω λίγος, γιατί είμαι ένας μύγος»,
σιγανά μονολογούσε και τον πόνο του θρηνούσε.
«Α, δεν την ξαναπατάω, γυμναστήριο θα πάω,
Το στομάχι θα το ρίξω και τα μπράτσα μου θα σφίξω.
Το μαλλί μου θα το βάψω, και να ρεύομαι θα πάψω,
Και θ’ αρχίσω να διαβάζω κι αποσμητικό να βάζω.»
---------------------------------------------------
Είμαι σίγουρος πως τώρα, μιας και πέρασε κι η ώρα,
Κάποιοι θ’ αναρωτηθείτε – μη βιαστείτε, κρατηθείτε,
Ποια μπορεί να είναι η σχέση, ποια η αρχή και ποια η μέση,
Σ’ όλα αυτά που αναφέρω και πιστά σας μεταφέρω.
Ε, λοιπόν δεν το αντέχω, σας το λέω κι ας προτρέχω.
Τούτα ’δω τα δυο ζουζούνια – δίχως μαγικά ματζούνια,
Ξέφρενα θα ερωτευτούνε, μόλις θα συναντηθούνε.
Θα μου πείτε τώρα πάλι, το ξερό σας το κεφάλι,
Δε μπορεί να το χωρέσει, πως η ιστορία θα δέσει.
Κι όμως έγινε στ’ αλήθεια, δε σας λέω παραμύθια,
θα το δείτε αμέσως τώρα, μόλις θα ξεσπάσει η μπόρα.
---------------------------------------------------
Μέσα στο γλυκό μεθύσι, που ‘χε η Μοίρα αρχινίσει,
Άκουσε, κάπου στο βάθος, κάποιους να μιλούν για πάθος.
«Να μια ωραία ευκαιρία», σκέφτηκε λοιπό’ η κυρία,
«δυο υπάρξεις να ενώσω κι απ’ τον πόνο να λυτρώσω!»
Και μες τον ενθουσιασμό της, του οινοπνεύματος δεσμώτης,
Ούτε σκέφτηκε καθόλου – δίχως όμως ίχνος δόλου,
Να τσεκάρει, να ελέγξει, πριν τον Έρωτα να μπλέξει,
Αν θα ήταν δυνατό – χωρίς χάπια και ποτό,
Να ενωθούν και ν’ αγαπιούνται, δύο κόσμοι που μισιούνται.
Κι έτσι αποφασισμένη, και για όλα ετοιμασμένη,
Δυο κλωστές αμέσως πιάνει και σφιχτό κόμπο τις κάνει.
---------------------------------------------------
«Πάω στη λίμνη να βουτήξω, τους καημούς μου για να πνίξω»,
Σκέφτηκε ευθύς ο Μύγος, και τον έπιασ’ ένα ρίγος.
«Πάω στη λίμνη για ένα σπα, που τα νεύρα μου ξεσπά»,
Είπε κι η Πεταλουδίτσα, στη μαμά της την Πιπίτσα.
Έτσι πέταξαν οι δύο τους, για να βρουν το ριζικό τους,
Δίχως όμως να γνωρίζουν, πως αυτοί δεν το ορίζουν.
Πρώτη έφτασε εκείνη, με μαγιό καυτό, μπικίνι.
Τσόκαρα ψηλά φορούσε και με χάρη περπατούσε.
Έβγαλε το παρεό της - τι κορμάρα, τι κομψότης,
Πρόβαλε μέσ’ απ΄το ρούχο, που θα κόλαζε κι ευνούχο.
Κι επειδή ‘τανε και μόνη, στα ρηχά για να πατώνει,
Αποφάσισε να μείνει, καμιά ’νάποδη μη γίνει.
Εντωμεταξύ ο Μύγος, με ζωντάνια και με σφρίγος,
Πέταγε αφηρημένος και στις σκέψεις του χαμένος.
Ξάφνου απ’ το πουθενά, μια μπόρα ξεκινά,
Που τον ουρανό γεμίζει, σύννεφα και μπουμπουνίζει.
Το νερό πέφτει με φόρα, σα χοντρός σε κατηφόρα,
Και στο διάβα του σαρώνει, ότι βρει να ξεφυτρώνει.
«Παναγιά μου τι κακό, πρέπει απ’ το νερό να βγω»
Σκέφτεται η Πεταλούδα, μα η ελπίδα είναι φρούδα.
Το νερό την παρασέρνει και προς τα βαθιά την παίρνει.
Προσπαθεί να κολυμπήσει, μήπως και την κοπανήσει,
Μα η προσπάθεια δε φτάνει, τρύπα στο νερό θα κάνει.
Πριν να χάσει κάθ’ ελπίδα, βγάζει δυνατή τσιρίδα:
«Αχ, βοήθεια σας ζητάω, ίσια στο χαμό τραβάω,
Αν μ’ ακούει κάποιος τώρα, χάνομαι μέσα στη μπόρα,
Για πολύ δε θα τ’ αντέξω, όπου να ’ναι θα τα παίξω.»
Για καλή της τύχη όμως, στο σημείο αυτό συντόμως,
Μούσκεμα θα καταφτάσει, και θα αναλάβει δράση,
Κάποιος που τον στέλνει η Μοίρα, καθώς ρεύεται τη μπύρα.
«Τι φωνή ήταν αυτή; Πρέπει να ‘ρθε από κει.»
Λέει ο Μύγος και πηγαίνει, να κοιτάξει τι συμβαίνει.
Τις φωνές ακολουθάει, προς το μέρος τους πετάει.
Το σκοτάδι είναι πυκνό, μα ευτυχώς κρατά φακό.
Μέσα στο νερό βουτάει, και το χέρι της αρπάει.
Την κρατάει κι από τη μέση, μην τυχόν κάτω του πέσει.
Η βροχή τον δυσκολεύει, τον κουράζει, τον παιδεύει,
Μα αυτός τα καταφέρνει και στο σπίτι του την παίρνει.
---------------------------------------------------
Την ξαπλώνει στο κρεβάτι – μη σας μπει στο νου σας κάτι,
Δε σκοπεύει να τη γδύσει, ούτε καν να τη φιλήσει.
Απ’ το σοκ της η Τασία, έχει πέσει σ’ αφασία.
«Αχ, έχει λιποθυμήσει. Τι να κάνω να ξυπνήσει;
Μήπως να τη χαστουκίσω ή να την ταρακουνήσω;
Τι κάνω; Τι να πράξω; Τη μαμά μου θα φωνάξω.»
Έτσι, μες την κάμαρα του, καταφθάνει η μαμά του.
Μόλις βλέπει στο κρεβάτι, την Τασία αμανάτι,
Το ματάκι της θολώνει και τον γιόκα της μαλώνει.
«Τι ‘ναι τούτη βρε ρεμάλι, που ‘φερες στο σπίτι πάλι;
Κοίταξε πως είν’ ντυμένη, τίποτα κρυφό δε μένει.
Δε σου είπα βρε μπουμπούνα, να βρεις μια καλή ζουζούνα,
Μαζεμένη, ντροπαλή, να μην είναι παρδαλή;
Με τα κάζα που μου κάνεις, κάποτε θα με ξεκάνεις,»
Λέει και αναστενάζει και την πιάνει το μαράζι.
«Μάνα ας την τραγωδία, δεν την ξέρω την κυρία»,
λέει για να την ηρεμήσει, μήπως και το στόμα κλείσει.
Μα αυτή ξανά φουντώνει και χειρότερα θυμώνει.
«Και κουβάλησες μια ξένη, που ‘ναι και μισοντυμένη;
Τι θα πούνε οι γειτόνοι; Αχ κανένας δε γλυτώνει,
έτσι και τα είδε όλα, η Σουλτάνα η κουτσομπόλα.
Θε μου τι σου έχω φταίξει, και με τιμωρείς τη δόλια έτσι;
Αχ και βαχ και πάλι αχ, θα πιστέψω στον Αλλάχ,
αφού εσύ δε με προσέχεις, κι απ’ το δράμα μου απέχεις».
«Μάνα το κορίτσι σβήνει, κοψ’ την πάρλα – μου τη δίνει.
Άσε τα πολλά το λόγια και τα μαύρα μοιρολόγια.
Σε παρακαλώ πολύ, μη μου πρήζεις τη χολή.
Κάνε κάτι να συνέρθει, πίσω στη ζωή να έρθει.»
«Τέλος πάντων, έχε χάρη, Μαρέ γιέ μου κανακάρη,
που σου έχω αδυναμία – μάνα είναι μόνο μία»,
Του απαντά τότε εκείνη και αρχίζει να τη φτύνει.
«Φτου σου σκόρδα και κρεμμύδια, όπως στο βουνό τα γίδια,
Σου ζητάω να ξυπνήσεις κι όρθια πάνω να πηδήσεις.»
«Τι συμβαίνει; Ποιος με φτύνει. Μούσκεμα καλέ ‘χω γίνει»,
Η Τασία ξεφωνίζει και τη φάτσα της σκουπίζει.
«Μα που είμαι;» συμπληρώνει και τα χείλη της σουφρώνει.
«Μη φοβάστε δεσποινίς, τώρα είστε ασφαλής,»
Λέει ο Μύγος που γελάει και το χέρι της φυλάει.
«Μάνα ώρα να πηγαίνεις, δε χρειάζεται να μένεις,
Θ’ αναλάβω εγώ τώρα, να βοηθήσω τη σινιόρα».
Κι οσονούπω με τη βία, πριν την πέσει στην Τασία,
Τη μανούλα του τη διώχνει, κι όξω από την πόρτα σπρώχνει.
«Μα, ποια ήταν η κυρία;», λέει στο Μύγο η Τασία,
Που ‘χει τώρα πια συνέλθει, και στα ίσια έχει έρθει.
«Εναλλακτική γιατρός», απαντά με στόμφο αυτός.
«Είναι λίγο ξεματιάστρα, ξέρει κάτι κι από άστρα,
Κι αν της δώσεις και φλιτζάνι, στο διαβάζει μάνι-μάνι.»
---------------------------------------------------
Εντωμεταξύ η Μοίρα, άνοιξε άλλη μια μπύρα,
Και τα βλέπει όλα διπλά, και τα δύσκολα απλά.
«Άντε γεια μας», ξεφωνίζει και μονάχη της τσουγκρίζει.
«Έλα μην καθυστερείτε, πρέπει αμέσως να τα βρείτε,»
Ορμηνεύει και διατάζει, πλέκει και αναστενάζει.
---------------------------------------------------
«Μα τι παίδαρος είν’ τούτος και δε φαίνεται τοιούτος»,
σκέφτεται τώρα η Τασία, και δε δίνει σημασία,
που δεν έχουν ίδιο χρώμα και ψηφίζουν άλλο κόμμα.
«Ήρωα μου, Ηρακλή μου, σου χρωστάω τη ζωή μου.
Έλα εδώ να σ’ αγκαλιάσω και τα μπράτσα σου να πιάσω.»
Μα κι ο Μύγος απ’ την άλλη, έχει ανάψει σα μαγκάλι,
Και θωρεί την Πεταλούδα, σα το μέλι η αρκούδα.
Έτσι, γίναν τα δυο ένα, όμορφα κι αγαπημένα,
Κι ένωσαν στόμα με στόμα, και πολλά άλλα ακόμα.
Όμως δε θα αναφέρω, τι συνέβη περαιτέρω,
Μη φιρί-φιρί το πάω, κάνα πρόστιμο να φάω.
Όποιος έχει φαντασία, ας σκεφτεί σαν την Τασία,
Και καλά θα καταλάβει, τι έκαναν όλο το βράδυ.
---------------------------------------------------
Το επόμενο πρωί, κικιρίκου, κικιρί,
Λάλησε ένα κοκόρι και εξύπνησε τ’ αγόρι.
Μόλις άνοιξε το μάτι κι είδε δίπλα στο κρεβάτι,
Το κορίτσι ξαπλωμένο, που ‘χε σώμα κολασμένο,
Δε μπορούσε να πιστέψει, τι λαχείο του ’χε πέσει.
«Μπας και δεν έχω ξυπνήσει, ή είμαι τύφλα στο μεθύσι,
Κι ονειρεύομαι ακόμα, ότι δίπλα μου στο στρώμα,
Ένας άγγελος κοιμάται, φάτε μάτια ψάρια, φάτε.
Μήπως βρε να τσιμπηθώ, ώστε να σιγουρευτώ,
Ότι όλ’ αυτά ειν’ αλήθεια, κι όχι ονείρου παραμύθια;»
Δίχως να καθυστερήσει, μια και είχε βρει τη λύση,
Μια τσιμπιά στο πόδι δίνει, μα το όνειρο δε σβήνει.
Βουρ λοιπόν μες στα σεντόνια, που μυρίζουνε κολόνια,
Με τη μια ξαναβουτάει, και στα σύννεφα πετάει.
---------------------------------------------------
Κάπου λίγο παραπέρα, χάραζε η νέα μέρα,
Και μια ντίβα ηλιαχτίδα, με ολόχρυση χλαμύδα,
Και σανδάλια φτερωτά, περπατά στα μουλωχτά,
Μες της Μοίρας το εργαστήρι, και πατά το ξυπνητήρι.
Να! πετάγεται η Μοίρα, – άβαφη η κακομοίρα,
Απ’ τη γη ως το ταβάνι, και ξυπνάει μάνι – μάνι.
Το κεφάλι της πονάει, κι η ανάσα της βρωμάει,
Τα μαλλιά της είν’ μπλεγμένα, και τα μάτια της κομμένα.
Κάνει παγωμένο ντους, στο μαλλί της βάζει μους,
Και στο πρόσωπο απλώνει, μάσκα ομορφιάς πεπόνι.
Όπως είναι παστωμένη, στην κουζίνα κατεβαίνει,
Τούρκικο καφέ να φτιάσει, το φλιτζάνι να διαβάσει.
Με αυτά που αντικρίζει, τα καμώματά της βρίζει,
«Θε μου τι ανοησία, έκανα με την Τασία;
Τώρα πώς να τα μπαλώσω, ένα τέλος πώς να δώσω,
Σε αυτήν την κωμωδία, πριν να γίνει τραγωδία;»
---------------------------------------------------
Συνεχίζεται...
Ετικέτες
ποίημα
2 Ιαν 2009
Το Παραμύθι της Μάικα
Καλλιτέχνης: Mayka Gonsalez
– Στο σπίτι μου στη Βενεζουέλα έχω ένα πανέμορφο άλογο, είπε το κορίτσι. Μου το έκανε δώρο πέρυσι ο πατέρας μου για τα γενέθλια μου.
– Άλογο; Τι είναι το άλογο; Ρώτησε όλο απορία το αγόρι.
– Δε σε πιστεύω, είπε το κορίτσι σουφρώνοντας τα φρύδια και κουνώντας δεικτικά το δάχτυλο του. Στ’ αλήθεια δεν ξέρεις τι είναι το άλογο;
– Αλήθεια, απήντησε το αγόρι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη λέξη.
– Ε, τότε να σου πω τι είναι το άλογο, είπε το κορίτσι χαμογελώντας με νάζι. Είναι ένα μεγάλο ζώο με τέσσερα πόδια, ατίθασο και περήφανο. Είναι ψηλό – πολύ πιο ψηλό από εμένα και σένα. Κι έχει μια μακριά χαίτη, που όταν καλπάζει ανεμίζει σαν σημαία κουρσάρικου πλοίου στον αγέρα.
– Πω, πω! θαύμασε το αγόρι. Ακούγεται πολύ όμορφο! Πόσο θα ήθελα να δω κι εγώ ένα άλογο μια φορά.
Το κορίτσι έσκυψε και μάζεψε ένα ξερό κομμάτι ξύλου που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Το χάιδεψε απαλά και το έφερε κοντά στη μύτη για να γευτεί το άρωμά του.
– Είναι παλιό, πολύ παλιό, ανακοίνωσε με ικανοποίηση. Ίσως από κάποιο ναυαγισμένο πλοίο. Ποιος ξέρει…
Μετά, χωρίς να πει κάτι άλλο, άρχισε να περπατά βιαστικά πάνω - κάτω στην παραλία και κάθε τόσο να απλώνει το χέρι για να κόψει ένα λουλούδι ή τα φύλα κάποιου περίεργου φυτού.
– Μα τι κάνεις; ρώτησε το αγόρι που έτρεχε ξωπίσω του για να το προλάβει.
– Περίμενε και θα δεις, είπε το κορίτσι καθώς αναμόχλευε μ’ ένα καλάμι τα απομεινάρια μιας φωτιάς που ακόμα κάπνιζαν. Αφού έψαξε για λίγη ώρα, με πολύ προσοχή λες και φοβόταν μη σπάσει κάτι, έσκυψε και πήρε ένα κομμάτι κάρβουνο και το έβαλε στην τσέπη. Ικανοποιημένο από τη συλλογή του, παραμέρισε με το πόδι μερικά βότσαλα και κάθισε στον παχύ ίσκιο μιας γριάς ελιάς, που ο κορμός της ήταν χιλιοτρυπημένος σαν κεντημένη δαντέλα και τα κλαδιά της απλώνονταν μέχρι τη θάλασσα.
Το αγόρι κάθισε δίπλα του χωρίς να μιλά. Μόνο παρατηρούσε γεμάτο περιέργεια και αδημονία. Το κορίτσι στερέωσε το ξύλο πάνω στα πόδια του, κράτησε σφιχτά το κάρβουνο σα μολύβι ανάμεσα στα δάχτυλα κι άρχισε να σχεδιάζει πάνω στην αδρή επιφάνεια. Πρώτα, έφτιαξε το περίγραμμα ενός αλόγου. Μετά, έφτιαξε δέντρα, λουλούδια – πολλά λουλούδια, πουλιά κι ένα ολόγιομο φεγγάρι. Κι ενώ ζωγράφιζε, κάθε τόσο σταματούσε για να σκουπίσει με το πίσω μέρος της παλάμης τον ιδρώτα που έσταζε στο μέτωπό του. Όταν δεν είχε μείνει παρά μια σπιθαμή από το κάρβουνο, το ακούμπησε στο χώμα κι άπλωσε δίπλα του τα λουλούδια και τα φυτά που είχε μαζέψει. Κι άρχισε να τα μαδά και να τα τρίβει με δύναμη πάνω στη ζωγραφιά. Κι αυτά, καθώς έλειωναν πάνω στο ξύλο, το πότιζαν με χρώματα κι αρώματα της φύσης που όμοια τους κανένας άνθρωπος δε μπορεί να φτιάξει, παρά μόνο ο ίδιος ο Θεός.
Όταν τελείωσε, ξανακοίταξε μια ακόμα φορά τη ζωγραφιά για να βεβαιωθεί ότι όλα όσα ήθελε ήταν εκεί και μετά την πήρε στα χέρια του που ήταν κι αυτά πια σα δυο μικρές ζωγραφιές.
– Να πως είναι το άλογο! είπε με περηφάνια. Και τώρα είναι δικό σου, πρόσθεσε κι άφησε το ξύλο πάνω στα πόδια του αγοριού.
– Αυτό είναι υπέροχο! αναφώνησε με ενθουσιασμό το αγόρι. Είναι το πιο όμορφο πράγμα που μου έχουν χαρίσει ποτέ! Θα το φυλάω για πάντα με προσοχή σαν πολύτιμο θησαυρό!
– Μα, αλήθεια, εσύ δεν έχεις κάποιο ζώο δικό σου; ρώτησε το κορίτσι.
– Ζώα έχω πολλά, αλλά δεν είναι δικά μου, είναι φίλοι μου. Είναι η Ζουζού η γάτα με τον άντρα της τον Παντελή και τα παιδιά τους τα Ζουζουνάκια που έρχονται στην αυλή μου όταν καθαρίζω τα ψάρια που έχω πιάσει, ο Σεβάχ και η Χαλιμά, ένα ζευγάρι χελιδόνια που έρχονται κάθε άνοιξη από την Αίγυπτο και φτιάχνουν τη φωλιά τους στα κεραμίδια της καλύβας μου, η Μαριγούλα, η θαλάσσια χελώνα, που κολυμπάει στον πέρα κόλπο και βουτάμε μαζί τα καλοκαίρια για όστρακα και καλαμάρια, η Μόμο η μικρή φώκια που ζει στη σπηλιά της νεράιδας, ο Απόλλωνας το αγαπημένο μου δελφινάκι με το σημαδεμένο πτερύγιο κι ένα σωρό ακόμα ζώα που συναντώ κάθε τόσο… Μα εξήγησέ μου μόνο. Πως μπορείς να έχεις κάποιο ζώο δικό σου; Τα ζώα δεν είναι πράγματα να τα φυλάξεις στην τσέπη σου ή μέσα σ’ ένα σεντούκι. Έχουν ψυχή και μυαλό, όπως εμείς οι άνθρωποι και κάνουν ότι θέλουν.
– Μα τι αστείος που είσαι χαζούλη, είπε χαμογελώντας το κορίτσι. Φυσικά και μπορείς να τα έχεις δικά σου. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά ακόμα και ανθρώπους μπορείς να έχεις άμα θέλεις! Ο μπαμπάς μου – που είναι στρατηγός – έχει ένα σωρό υπηρέτες και σωματοφύλακες. Και είναι δικοί του. Είναι πάντα στο πλάι του και κάνουν μόνο ότι τους πει αυτός. Η ίδια τους η ζωή κρέμεται από μια του λέξη. Εγώ πάλι, όπως σου είπα και πριν, έχω ένα άλογο τον Μπολίβαρ, αλλά κι έναν παπαγάλο τον Ρίκο που μιλάει όταν του δώσεις φιστίκι, μια μαϊμού την Τερέσα που ξέρει να κάνει ένα σωρό αστεία κόλπα με αντάλλαγμα μια μπανάνα κι ένα ζευγάρι χρυσόψαρα, τον Αλόνσο και τη Μαρία, που λαμπυρίζουν όταν πέφτει πάνω τους ο ήλιος.
– Μα δεν καταλαβαίνω όμως, τι θα πει είναι δικά σου; παραπονέθηκε το αγόρι.
– Θα πει πως δεν μπορούν να φύγουν. Είναι μαζί μου για πάντα.
– Και πως γίνεται αυτό;
– Μα είναι απλό. Το άλογο ζει στο σταύλο και δε μπορεί να βγει έξω αν δεν του ανοίξω εγώ. Κι όταν είναι να βγει του φοράω δερμάτινη σέλα και γκέμια και το έχω σφιχτά δεμένο και δε μπορεί να πάει παρά μόνο όπου θέλω εγώ. Ο παπαγάλος ζει μέσα σε ένα μεγάλο κλουβί και καμιά φορά, όταν όλα τα παράθυρα είναι σφαλισμένα, του ανοίγω το πορτάκι και τον αφήνω να πετάει μέσα στο δωμάτιο μου. Η μαϊμού έχει στο πόδι μια ασημένια αλυσίδα και την περνώ στο χέρι μου όταν πηγαίνουμε μαζί βόλτα. Κι όσο για τα χρυσόψαρα, ζουν σε μια μεγάλη γυάλα δίπλα από το κρεβάτι μου. Όπως βλέπεις λοιπόν, τα ζώα αυτά είναι δικά μου.
– Μα όχι, τότε δεν είναι στ’ αλήθεια δικά σου. Είναι απλά φυλακισμένα! είπε το αγόρι θυμωμένο.
– Δεν είναι φυλακισμένα, διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. Εγώ τα αγαπώ πολύ και είμαι σίγουρη ότι με αγαπούν και αυτά.
– Τότε θα έπρεπε να τα αφήσεις ελεύθερα, είπε το αγόρι. Όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να τον αφήνεις ελεύθερο. Αν σ’ αγαπάει κι αυτός θα γυρίζει πάντοτε κοντά σου, ακόμα κι αν πρέπει να φεύγει που και που, όπως τα χελιδόνια που ζουν στα κεραμίδια μου. Αν δε σ’ αγαπάει, τότε δεν έχει σημασία ακόμα κι αν είναι κάθε μέρα στο πλάι σου.
– Δεν ξέρω, είπε το κορίτσι. Μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά θα πρέπει να το σκεφτώ καλά πριν κάνω κάτι. Πιστεύω ότι ο πατέρας θα θύμωνε πολύ μαζί μου αν άφηνα να φύγει κάποιο από τα ζώα που έδωσε τόσα χρήματα για να μου αγοράσει. Ναι, ναι, είμαι σίγουρη ότι θα στεναχωριόταν πολύ, παρόλο που είναι τόσο πλούσιος.
– Πλούσιος; τη διέκοψε το αγόρι. Τι θα πει πάλι αυτό;
– Ε, είσαι απίστευτος, είπε το κορίτσι κάνοντας μια θεατρινίστικη έκφραση αγανάκτησης. Πώς να στο εξηγήσω αυτό τώρα; Πλούσιος είναι αυτός που έχει πολλά λεφτά… Ή μάλλον καλύτερα, πλούσιος είναι αυτός που μπορεί να έχει πάντα ότι θελήσει. Ναι, ναι, αυτό θα πει πλούσιος!
– Ε, τότε κι εγώ πλούσιος είμαι! φώναξε το αγόρι και σήκωσε ψηλά τα χέρια του όλο χαρά.
– Μα, όχι, όχι! είπε το κορίτσι χτυπώντας με πείσμα το πόδι στα βότσαλα της παραλίας που κροτάλισαν. Πως μπορεί να είσαι εσύ πλούσιος που φοράς ρούχα μπαλωμένα με κουρέλια, είσαι ξυπόλυτος και δεν έχεις ούτε ένα χρυσό νόμισμα στις τρύπιες σου τσέπες;
– Μα - σάστισε το αγόρι - εσύ μου είπες μόλις τώρα ότι πλούσιος είναι αυτός που μπορεί να έχει πάντα ότι θελήσει, έτσι δεν είναι;
– Ε, ναι, είπε το κορίτσι. Και λοιπόν;
– Εγώ έχω πάντα ότι θελήσω. Όταν πεινάω πηγαίνω με το καλάμι μου στην ακροθαλασσιά και πιάνω όσα ψάρια τραβάει η ψυχή μου ή, αν έχει κακοκαιριά, κόβω ζουμερά λαχανικά και φρούτα απ’ την αυλή μου. Όταν διψάω, βουτάω το κεφάλι μου στην πηγή που αναβλύζει εδώ πιο κάτω από το βράχο και πίνω δροσερό νερό. Κι άμα νυστάξω, αν είναι μέρα, πάντα υπάρχει ένα δέντρο να με προστατέψει με τη φυλλωσιά του από τον καυτό ήλιο, ενώ το βράδυ, αν κάνει κρύο, πηγαίνω στο καλύβι μου και στρώνω μια κουρελού δίπλα από τη χόβολη που σιγοκαίει. Αν θέλω να παίξω έχω τόσους φίλους, όσα ζωντανά υπάρχουν στη φύση κι αν πάλι χρειαστώ βοήθεια, όλοι οι άνθρωποι που ζουν εδώ στο νησί βρίσκονται αμέσως δίπλα μου πριν καν ακόμη το ζητήσω, κι ας μην είναι «δικοί μου», όπως οι υπηρέτες του πατέρα σου. Τα ρούχα μου μπορεί να είναι τρύπια και ξεθωριασμένα, μα δε χρειάζομαι και κάτι παραπάνω. Δεν έχω λόγο να στολιστώ, για να κάνω τον ωραίο ή τον σπουδαίο. Όλοι εδώ ξέρουν καλά ποιος είμαι κι όσο κι αν μασκαρευτώ δεν πρόκειται να ξεγελάσω κανέναν. Και τα παπούτσια που μου λες, τι να τα κάνω; Δε μπορώ εγώ να θάψω τα ποδάρια μου σ’ αυτά τα παράξενα κουτιά λες κι έχουνε πεθάνει. Γιατί, άμα τα κλείσεις εκεί μέσα αυτό παθαίνουνε – πεθαίνουν και δεν καταλαβαίνουνε πια που πατούνε – μήτε αν είναι χορτάρι δροσερό, μήτε πέτρα που καίει από τον ήλιο. Κι όσο για τα χρυσά νομίσματα, πες μου, τι να τα θέλω; Ούτε να τα φάω μπορώ, ούτε να τα φορέσω. Άμα θέλω χρυσό εγώ, πάω το βράδυ στο βουνό, ψηλά - πολύ ψηλά, πιο πάνω ακόμα κι από τα σύννεφα. Εκεί έχει έναν πλάτανο. Χίλια χρόνια κάποιοι λένε ότι είναι εκεί, μπορεί και παραπάνω. Και σκαρφαλώνω στο πιο ψηλό κλαδί, που άμα το δεις, θαρρείς ότι αγγίζει τον ουρανό. Ξαπλώνω εκεί πάνω, απλώνω το χέρι μου και πιάνω πεφταστέρια, που λάμπουνε πιότερο κι από το καθαρότερο χρυσάφι. Και κάνω ευχές, πολλές ευχές, κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του κοριτσιού. Για να το κρύψει, σηκώθηκε και βάδισε βιαστικά προς στη θάλασσα.
– Κλαις; Γιατί κλαις; ρώτησε το αγόρι που έτρεξε κοντά του.
– Γιατί είμαι φτωχή - δεν έχω τίποτα που να είναι πραγματικά δικό μου, είπε ανάμεσα σε αναφιλητά το κορίτσι.
– Φτωχός είναι μονάχα αυτός που δεν έχει τίποτα να δώσει, είπε το αγόρι σκουπίζοντας με τον αντίχειρα το δάκρυ από το μάγουλο του κοριτσιού. Και είμαι σίγουρος ότι εσύ έχεις μέσα σου τόσα πολλά να δώσεις που είσαι πιο πλούσια ακόμη κι από έμενα, συμπλήρωσε χαμογελώντας.
– Πιστεύω ότι σε αγαπώ, είπε το κορίτσι και το σταρένιο πρόσωπό του έλαμψε σαν ήλιος.
– Τότε κι εγώ θα είμαι για πάντα δικός σου, είπε το αγόρι. Και καθώς πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά του, ένα μικρό πεφταστέρι γλίστρησε από την τρύπια τσέπη του κι έβαψε χρυσή τη θάλασσα κάτω από τα πόδια τους.
ΤΕΛΟΣ
Ετικέτες
παραμύθι
Ο Δαίμονας
Το παραμύθι του κυρ-Σταύρου
Πηγή εικόνας
Κάθε πρωί χειμώνα – καλοκαίρι, πολύ πριν ακόμη να φέξει, ο κυρ-Σταύρος έμπαινε στο μικρό βαρκάκι του, την «κυρά Μάρω» (από το όνομα της μακαρίτισσας της γυναίκας του) κι ανοιγόταν βαθιά στο πέλαγος για να απλώσει τα δίχτυα του. Και την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα ο κυρ-Σταύρος, πιο πολύ κι από την ίδια του τη ζωή. «Είναι η μάνα όλων μας», του άρεσε να λέει, όταν έπιανε κουβεντούλα με κάνα ξένο στο μικρό καφενεδάκι του χωριού. Είχε πατήσει πλέον τα εβδομήντα, και ο χρόνος, ο ήλιος κι η θάλασσα είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο πρόσωπο και στο κορμί του. Τα πυκνά μαλλιά του, που ήταν κάποτε πιο μαύρα κι από την πίσσα που άλειφε τη βάρκα του, είχαν γίνει κάτασπρα σαν τα θαλασσοδαρμένα βράχια της ακτής. Και το λυγερό κορμί του είχε γείρει σαν κυπαρίσσι που το δέρνει χρόνια ο άνεμος. Το μελαμψό δέρμα του είχε σμιλευτεί από την αρμύρα και τις κακουχίες και ήταν ποτισμένο από τη μυρωδιά της θάλασσας και των ψαριών.
Παρόλα αυτά, ο κυρ-Σταύρος δεν έλεγε να σταματήσει τα μικρά του ταξίδια. «Άμα σταματήσω να ψαρεύω, θα σταματήσω και να ζω», έλεγε στο γιο του κάθε φορά που προσπαθούσε να τον πείσει να φύγει από το χωριό και να πάει να ζήσει ήσυχα μαζί με αυτόν και την οικογένειά του στην πόλη. «Και τι δουλειά έχω εγώ στην πόλη;», συνέχιζε, «εκεί μωρέ τα ψάρια τα βάζουνε για στολίδια στα σαλόνια τους».
Δυστυχώς όμως, όσο περνούσε ο καιρός, η θάλασσα όλο και λιγότερο του έδειχνε την αγάπη της. Τα ψάρια στα δίχτυα του όλο και λιγόστευαν και υπήρχαν μέρες που ο κυρ-Σταύρος γυρνούσε σπίτι με αδειανά τα χέρια. Και ήταν πολύ περήφανος για να ζητήσει βοήθεια από το γιο του για να τα βγάλει πέρα. Πήγαινε στη μικρή του παράγκα, που ήταν χτισμένη σχεδόν εκεί που σκάει το κύμα - «για να μπορούν να μπαίνουν μέσα τα πνέματα της θάλασσας και να ΄χω παρέα τα βράδια», όπως έλεγε - άναβε το τσιμπούκι του και τραγουδούσε με τις ώρες για να ξεγελάσει την πείνα του και να ξεχάσει τη στενοχώρια του.
Και τραγουδούσε για γοργόνες και κρυμμένους θησαυρούς, για βυθισμένα πειρατικά καράβια και μυστικές σπηλιές, για τρανές θαλασσομαχίες και για μεγάλα ταξίδια δίχως γυρισμό. Μα πιο πολύ του άρεσε να λέει ένα τραγούδι που το είχε πρωτοτραγούδησει 18 χρονώ παλικάρι, κάτω από το παραθύρι της μακαρίτισσας της γυναίκας του, λίγο πριν την κλέψει :
«Νεράιδα είσαι μάτια μου και το γιαλό ορίζεις,
θέλεις μου παίρνεις την καρδιά, θέλεις μου τη χαρίζεις.
Κοράλλια είναι τα χείλη σου, κύματα τα μαλλιά σου,
κι η θάλασσα ολόκληρη είναι η αγκαλιά σου.
Στην άμμο που καθόμουνα ήταν δικό μου κρίμα,
και τ΄ όνομα σου έγραφα και το ΄σβηνε το κύμα.
Ένα καράβι αρμάτωσα να ΄ρθω να σε γυρέψω,
κι αν δε με θες, νεράιδα μου, μια νύχτα θα σε κλέψω.
Νεράιδα είσαι μάτια μου …»
Και πριν να τελειώσει το τραγούδι του αποκοιμιόταν νηστικός. Και τ΄ άλλο πρωί ανοιγόταν και πάλι στο πέλαγος, με την ελπίδα ότι η θάλασσα, η αγαπημένη του θάλασσα, θα ΄ταν την επόμενη φορά πιο καλή μαζί του.
Τι έφταιγε για τούτη τη συμπεριφορά της θάλασσας δε μπορούσε να το καταλάβει. Κι όσο να μαζέψει τα δίχτυα του σκεφτότανε: «Μπορεί να φταίει που γέρασα κι ασκήμεψα και δε της αρέσω πια. Ίσως να φυλάει τα ψάρια της και να τα δίνει σ΄ έμορφα παλικάρια π΄ ολημερίς της γλυκοτραγουδούν και την κανακεύουν. Εξάλλου, εμένα το μερτικό μου, μου το ΄χει δώσει τόσα χρόνια και με το παραπάνω.»
Που ν΄ ακούσει ο κυρ-Σταύρος για υπεραλίευση και λαθροθηρία, για μόλυνση του περιβάλλοντος και εξαφάνιση των ειδών, αφού γράμματα δεν ήξερε – «Που καιρός για σκολειό και γράμματα, από 5 χρονώ στη θάλασσα μέσα. Με ξεμυάλισε από μωρό παιδί κι έμεινα κοντά της για πάντα», έλεγε – και νέα από τον υπόλοιπο κόσμο είχε πάψει ν΄ ακούει γιατί έλεγε πως «μόνο για δυστυχία και πολέμους μιλάνε. Δε θέλω πια ν΄ ακούω κακά μαντάτα. Άμα θέλω στενοχώριες έχω τις δικές μου.»
Κι έτσι, μέσα στο απλό μυαλό του έφτιαξε έναν καινούριο εχθρό που του ΄φταιγε για τις κακές ψαριές του. Οπότε, όταν κάποιες φορές μάζευε τρύπια τα δίχτυα του ή τα ψάρια μέσα τους ήταν μισοφαγωμένα, έλεγε «πάλι μωρέ με χτύπησε ο Δαίμονας». Ο «Δαίμονας» ήταν ένα δελφίνι μεγάλο ίσαμε το βαρκάκι του, ίσως και μεγαλύτερο. Και το μισούσε ο κυρ-Σταύρος ετούτο το πλάσμα. Όσο πολύ αγαπούσε τη θάλασσα, τόσο πολύ το μισούσε. «Πάλι μου πήρε τη μπουκιά από το στόμα το καταραμένο», έλεγε μέσα από τα δόντια του όποτε έβρισκε τρύπια τα δίχτυα του. Αχ, πόσο ήθελε να το ξεκάμει. Έτσι και ξεπρόβαλε κοντά στη βάρκα του προσπαθούσε να το χτυπήσει με το κουπί. Κάποιες φορές μάλιστα είχε καταφέρει να του δώσει μερικά δυνατά χτυπήματα.
Τα σημάδια τούτων των αναμετρήσεων είχαν μείνει πάνω στο κορμί τού δελφινιού και με τα χρόνια γινόταν όλο και περισσότερα. Όμως, πάντα κατάφερνε και ξεγλιστρούσε κι ανοιγόταν στο πέλαγο πηδώντας «κοροϊδευτικά», όπως πίστευε ο κυρ-Σταύρος, ψηλά πάνω από τα κύματα. «Την επόμενη φορά δε θα μου γλυτώσεις», υποσχόταν ο κυρ-Σταύρος, καθόταν στα κουπιά και κωπηλατούσε αργά, αποκαμωμένος από τη μάταιη μάχη του, πίσω στο μικρό του αραξοβόλι. Κι έτσι περνούσε ο καιρός.
Τα καλοκαίρια, μερικά Σαββατοκύριακα, ερχόταν στο χωριό ο γιος του κυρ-Σταύρου με τη γυναίκα του και το δικό του το γιο. Το λάτρευε τούτο το παιδί, ο κυρ-Σταύρος. Ο γιος του ήθελε να το βαφτίσουν Σταύρο σαν κι αυτόν, αλλά ο κυρ-Σταύρος το ΄χε τάξει στον Αϊ-Νικόλα σε μια μεγάλη φουρτούνα, πως έτσι και γλύτωνε, το πρώτο του εγγόνι θα το ΄βγαζε Νικόλα. Κι έτσι γίνηκε.
Ένα καλοκαίρι, που ο μικρός Νικόλας ήταν δεν ήταν τριών χρονών και ο πατέρας του έλειπε στην πόλη για δουλειές, ο κυρ-Σταύρος αποφάσισε να πάρει το εγγόνι του για να του δείξει το βασίλειό του, τη θάλασσα. Στην αρχή, η μάνα του μικρού είχε αντιρρήσεις γιατί φοβόταν μη συμβεί κανένα κακό, αλλά τελικά ο κυρ-Σταύρος, που παρόλο το άγριο παραστατικό του ήταν γλυκομίλητος σαν ποιητής κι είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες, την κατάφερε. «Να προσέχετε», τους ορμήνεψε η μάνα κι έκαμε το σταυρό της καθώς έβλεπε την «κυρά Μάρω» να χάνεται στον ορίζοντα.
Ο κυρ-Σταύρος ένιωθε σαν άρχοντας ολάκερου του κόσμου. Με το ΄να χέρι κρατούσε σφιχτά το Νικόλα στην αγκαλιά του και με τ΄ άλλο του ΄δειχνε τη θάλασσα και του ΄λεγε: «Βλέπεις Νικόλα τούτο το απέραντο γαλάζιο χωράφι; Αυτή είναι η κληρονομιά που σου αφήνω. Όλο δικό σου. Αυτό κι όλοι οι θησαυροί που κρύβει μέσα του». Κι άρχισε να του μιλάει για όλων των λογιών τα ψάρια και πώς να τα ψαρεύει, για το πώς βουτούν για σφουγγάρια στην Κάλυμνο, για τα όστρακα που κρύβουν πολύτιμα μαργαριτάρια μα που μπορούν να σε παγιδεύσουν μέσα τους για πάντα αν δε προσέξεις. Και μετά του μίλησε και για το Δαίμονα και πώς του κλέβει τα ψάρια. Κι έλεγε, κι έλεγε, και τελειωμό δεν είχε κι όλο ο μικρός Νικόλας του χαμογελούσε. Κι όσο χαμογελούσε ο Νικόλας η καρδιά του κυρ-Σταύρου κόντευε να σπάσει από χαρά.
Μα η ώρα περνούσε κι ο κυρ-Σταύρος ήταν τόσο απορροφημένος με τις ιστορίες του, που δεν είδε το μπουρίνι που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Ξαφνικά, ο καταγάλανος ουρανός γέμισε μαβιά σύννεφα κι θάλασσα έγινε μαύρη κι άγρια. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό στα δυο κι η βάρκα σείστηκε από τη βροντή. Ο μικρός Νικόλας έβαλε τα κλάματα. Μόνο τότε ο κυρ-Σταύρος κατάλαβε τι γινόταν και σα να ξύπνησε απότομα από όνειρο πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Παναγιά μου κι Άγιε Νικόλα, βάλτε το χέρι σας» και σταυροκοπήθηκε. Ευθύς, ακούμπησε το Νικόλα απαλά πάνω στην κουπαστή κι έπιασε και με τα δυο του χέρια τα κουπιά.
Η θάλασσα φούσκωνε όλο και περισσότερο και τα κύματα έπαιζαν με το μικρό βαρκάκι σα να ΄ταν καρυδότσουφλο. Και ξαφνικά έγινε το κακό! Ένα πελώριο κύμα αγκάλιασε τη βάρκα, άρπαξε το Νικόλα και τον πήρε μαζί του στα βάθη της θάλασσας. Ο κυρ-Σταύρος παράτησε τα κουπιά, έσκισε στα δυο τη φθαρμένη φανέλα του και ρίχτηκε στα αγριεμένα νερά για να σώσει το μωρό. Βούτηξε, ξαναβούτηξε αλλά μάταια. Η θάλασσα το είχε κρύψει για τα καλά στην απέραντη αγκαλιά της. Ο κυρ-Σταύρος συνέχισε μολαταύτα να βουτάει μέχρι που δεν είχε άλλη αναπνοή και λιποθύμησε.
Έφτασε το βράδυ κι ο γιος του κυρ-Σταύρου γύρισε από την πόλη. Η γυναίκα του κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία. «Μην ανησυχείς», προσπάθησε να την καθησυχάσει, «ο πατέρας ξέρει καλά τη θάλασσα και τα χούγια της. Κάπου θα έχει βρει καταφύγιο μέχρι να περάσει η καταιγίδα και να δεις που πριν χαράξει θα δούμε την «κυρά Μάρω» ν΄ αράζει μπροστά στην καλύβα του πατέρα.»
Έφτασε όμως το πρωί κι αντί για τη βάρκα, οι χωριανοί βρήκαν τον κυρ-Σταύρο αναίσθητο στην ακροθαλασσιά. Μόλις τον συνέφεραν, με τη λιγοστή δύναμη που του είχε απομείνει τους διηγήθηκε τι έγινε. Όταν το άκουσε η μάνα του Νικόλα λιποθύμησε. Όσοι στο χωριό είχαν βάρκα ξεχύθηκαν στη θάλασσα μπας και βρουν το παιδί. Ειδοποίησαν την ακτοφυλακή και το λιμενικό. Το είπαν και στις ειδήσεις.
Τρία μερόνυχτα έψαχναν το Νικόλα, αλλά μάταια. Η μάνα του έκλαιγε ασταμάτητα και με αναφιλητά παρακαλούσε μια την Παναγιά και μια τη θάλασσα να της δώσουν πίσω το μοναχοπαίδι της. Κι ο γερό-Σταύρος ξαπλωμένος στο χορταρένιο στρώμα του μέσα στην καλύβα αρνιόταν να φάει και να κοιμηθεί προσπαθώντας να τιμωρήσει τον εαυτό του γιατί «όλα ήταν δικό του φταίξιμο», σύμφωνα με τα λεγόμενά του.
Και την τέταρτη μέρα, πριν καλά-καλά να φέξει, ο κυρ-Σταύρος το αποφάσισε. Μάζεψε τις λιγοστές δυνάμεις που του ΄χαν απομείνει, μπήκε στην «κυρά Μάρω» και ξανοίχτηκε στο πέλαγο. «Θα βρω το Νικόλα ή θ΄ αφήσω την τελευταία μου πνοή στη θάλασσα ψάχνοντας. Πάντως πίσω δε γυρίζω». Ετούτη η σκέψη τριγύριζε συνέχεια στο μυαλό του. Και ξάφνου, η θάλασσα που ΄ταν γαλήνια σαν μια απέραντη λίμνη, αναρίγησε, άφρισε, σκίστηκε στα δυο κι από μέσα της ξεπρόβαλε το δελφίνι, ο Δαίμονας. Ο κυρ-Σταύρος δίχως να σκεφτεί καθόλου άρπαξε το ένα κουπί με χέρια που έτρεμαν από την αδυναμία, το σήκωσε ψηλά στον αέρα και φώναξε: «Μέσα στη δυστυχία μου εσύ μόνο μου έλειπες, καταραμένε. Τώρα δε μου τη γλυτώνεις!»
Όμως, καθώς πήγε να κατεβάσει το κουπί με ορμή, πάγωσε. Ένα παιδικό γέλιο ακουγόταν μέσα από το στόμα του δελφινιού. Ο γέρος πέταξε το κουπί μέσα στη βάρκα κι ο Δαίμονας πλησίασε γλιστρώντας σαν αερικό μέσα στα διάφανα νερά. Άνοιξε το πελώριο στόμα του και μέσα ήταν ξαπλωμένος ο μικρός Νικόλας. Είχε για στρώμα τη γλώσσα του δελφινιού κι έμοιαζε σαν το μικρό Χριστό μέσα στη φάτνη. Τα μάγουλα του ήταν πιο ροδαλά από ποτέ και χαμογελούσε. Ο κυρ-Σταύρος έσκυψε με προσοχή, άπλωσε τα χέρια του και πήρε το Νικόλα στην αγκαλιά του.
«Σ΄ ευχαριστώ, σ΄ ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε στο δελφίνι καθώς μεγάλα δάκρυα κυλούσαν από τα κουρασμένα μάτια του. «Κι εγώ που σε έλεγα Δαίμονα. Εγώ ήμουν ο Δαίμονας που ΄θελα να σε σκοτώσω, ενώ εσύ μου ΄δωσες πίσω τη δική μου τη ζωή και τη ζωή του Νικόλα. Εσύ ‘σαι ένας άγγελος. Εγώ, εγώ είμαι ο Δαίμονας. Σ΄ ευχαριστώ».
Το δελφίνι, σαν απάντηση ίσως στο γέρο, άφησε μια δυνατή διαπεραστική κραυγή – κάτι ίσως σαν «παρακαλώ» ή σαν «αντίο» – πήδηξε ψηλά στον αέρα πάνω από τη βάρκα του κυρ-Σταύρου, βούτηξε στα γαλανά νερά και χάθηκε. «Στο καλό, άγγελε μου, στο καλό…», συνέχισε ο κυρ-Σταύρος.
Το μονόλογο του γέρου διέκοψε η κόρνα από το ταχύπλοο του Λιμενικού. Μέσα του ήταν ο γιος του που είχε δει τη βάρκα του πατέρα του να ξεμακραίνει κι ερχόταν να τον πάρει πίσω στο χωριό. Μόλις όμως πλησίασε και είδε το Νικόλα στην αγκαλιά του κυρ-Σταύρου δε μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του.
Πατέρας, γιος και εγγονός επέστρεψαν σφιχταγγαλιασμένοι στην ακτή. Εκεί τους περίμενε η μάνα του Νικόλα μαζί με όλο το υπόλοιπο χωριό που είχε μάθει την αλλόκοτη τούτη ιστορία από τον ασύρματο του Λιμενικού, πολύ πριν εκείνοι φθάσουν.
Και λίγο πριν να πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, ο κυρ-Σταύρος έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του εγγονού του: «Ένα πράμα να θυμάσαι σ΄ όλη σου τη ζωή Νικόλα κι αυτό το μάθαμε σήμερα μαζί: Η θάλασσα μόνο αγγέλους και θάματα κρύβει κι όχι δαίμονες. Ο μόνος δαίμονας στη θάλασσα είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος Νικόλα, ο άνθρωπος».
ΤΕΛΟΣ
Πηγή εικόνας
Κάθε πρωί χειμώνα – καλοκαίρι, πολύ πριν ακόμη να φέξει, ο κυρ-Σταύρος έμπαινε στο μικρό βαρκάκι του, την «κυρά Μάρω» (από το όνομα της μακαρίτισσας της γυναίκας του) κι ανοιγόταν βαθιά στο πέλαγος για να απλώσει τα δίχτυα του. Και την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα ο κυρ-Σταύρος, πιο πολύ κι από την ίδια του τη ζωή. «Είναι η μάνα όλων μας», του άρεσε να λέει, όταν έπιανε κουβεντούλα με κάνα ξένο στο μικρό καφενεδάκι του χωριού. Είχε πατήσει πλέον τα εβδομήντα, και ο χρόνος, ο ήλιος κι η θάλασσα είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο πρόσωπο και στο κορμί του. Τα πυκνά μαλλιά του, που ήταν κάποτε πιο μαύρα κι από την πίσσα που άλειφε τη βάρκα του, είχαν γίνει κάτασπρα σαν τα θαλασσοδαρμένα βράχια της ακτής. Και το λυγερό κορμί του είχε γείρει σαν κυπαρίσσι που το δέρνει χρόνια ο άνεμος. Το μελαμψό δέρμα του είχε σμιλευτεί από την αρμύρα και τις κακουχίες και ήταν ποτισμένο από τη μυρωδιά της θάλασσας και των ψαριών.
Παρόλα αυτά, ο κυρ-Σταύρος δεν έλεγε να σταματήσει τα μικρά του ταξίδια. «Άμα σταματήσω να ψαρεύω, θα σταματήσω και να ζω», έλεγε στο γιο του κάθε φορά που προσπαθούσε να τον πείσει να φύγει από το χωριό και να πάει να ζήσει ήσυχα μαζί με αυτόν και την οικογένειά του στην πόλη. «Και τι δουλειά έχω εγώ στην πόλη;», συνέχιζε, «εκεί μωρέ τα ψάρια τα βάζουνε για στολίδια στα σαλόνια τους».
Δυστυχώς όμως, όσο περνούσε ο καιρός, η θάλασσα όλο και λιγότερο του έδειχνε την αγάπη της. Τα ψάρια στα δίχτυα του όλο και λιγόστευαν και υπήρχαν μέρες που ο κυρ-Σταύρος γυρνούσε σπίτι με αδειανά τα χέρια. Και ήταν πολύ περήφανος για να ζητήσει βοήθεια από το γιο του για να τα βγάλει πέρα. Πήγαινε στη μικρή του παράγκα, που ήταν χτισμένη σχεδόν εκεί που σκάει το κύμα - «για να μπορούν να μπαίνουν μέσα τα πνέματα της θάλασσας και να ΄χω παρέα τα βράδια», όπως έλεγε - άναβε το τσιμπούκι του και τραγουδούσε με τις ώρες για να ξεγελάσει την πείνα του και να ξεχάσει τη στενοχώρια του.
Και τραγουδούσε για γοργόνες και κρυμμένους θησαυρούς, για βυθισμένα πειρατικά καράβια και μυστικές σπηλιές, για τρανές θαλασσομαχίες και για μεγάλα ταξίδια δίχως γυρισμό. Μα πιο πολύ του άρεσε να λέει ένα τραγούδι που το είχε πρωτοτραγούδησει 18 χρονώ παλικάρι, κάτω από το παραθύρι της μακαρίτισσας της γυναίκας του, λίγο πριν την κλέψει :
«Νεράιδα είσαι μάτια μου και το γιαλό ορίζεις,
θέλεις μου παίρνεις την καρδιά, θέλεις μου τη χαρίζεις.
Κοράλλια είναι τα χείλη σου, κύματα τα μαλλιά σου,
κι η θάλασσα ολόκληρη είναι η αγκαλιά σου.
Στην άμμο που καθόμουνα ήταν δικό μου κρίμα,
και τ΄ όνομα σου έγραφα και το ΄σβηνε το κύμα.
Ένα καράβι αρμάτωσα να ΄ρθω να σε γυρέψω,
κι αν δε με θες, νεράιδα μου, μια νύχτα θα σε κλέψω.
Νεράιδα είσαι μάτια μου …»
Και πριν να τελειώσει το τραγούδι του αποκοιμιόταν νηστικός. Και τ΄ άλλο πρωί ανοιγόταν και πάλι στο πέλαγος, με την ελπίδα ότι η θάλασσα, η αγαπημένη του θάλασσα, θα ΄ταν την επόμενη φορά πιο καλή μαζί του.
Τι έφταιγε για τούτη τη συμπεριφορά της θάλασσας δε μπορούσε να το καταλάβει. Κι όσο να μαζέψει τα δίχτυα του σκεφτότανε: «Μπορεί να φταίει που γέρασα κι ασκήμεψα και δε της αρέσω πια. Ίσως να φυλάει τα ψάρια της και να τα δίνει σ΄ έμορφα παλικάρια π΄ ολημερίς της γλυκοτραγουδούν και την κανακεύουν. Εξάλλου, εμένα το μερτικό μου, μου το ΄χει δώσει τόσα χρόνια και με το παραπάνω.»
Που ν΄ ακούσει ο κυρ-Σταύρος για υπεραλίευση και λαθροθηρία, για μόλυνση του περιβάλλοντος και εξαφάνιση των ειδών, αφού γράμματα δεν ήξερε – «Που καιρός για σκολειό και γράμματα, από 5 χρονώ στη θάλασσα μέσα. Με ξεμυάλισε από μωρό παιδί κι έμεινα κοντά της για πάντα», έλεγε – και νέα από τον υπόλοιπο κόσμο είχε πάψει ν΄ ακούει γιατί έλεγε πως «μόνο για δυστυχία και πολέμους μιλάνε. Δε θέλω πια ν΄ ακούω κακά μαντάτα. Άμα θέλω στενοχώριες έχω τις δικές μου.»
Κι έτσι, μέσα στο απλό μυαλό του έφτιαξε έναν καινούριο εχθρό που του ΄φταιγε για τις κακές ψαριές του. Οπότε, όταν κάποιες φορές μάζευε τρύπια τα δίχτυα του ή τα ψάρια μέσα τους ήταν μισοφαγωμένα, έλεγε «πάλι μωρέ με χτύπησε ο Δαίμονας». Ο «Δαίμονας» ήταν ένα δελφίνι μεγάλο ίσαμε το βαρκάκι του, ίσως και μεγαλύτερο. Και το μισούσε ο κυρ-Σταύρος ετούτο το πλάσμα. Όσο πολύ αγαπούσε τη θάλασσα, τόσο πολύ το μισούσε. «Πάλι μου πήρε τη μπουκιά από το στόμα το καταραμένο», έλεγε μέσα από τα δόντια του όποτε έβρισκε τρύπια τα δίχτυα του. Αχ, πόσο ήθελε να το ξεκάμει. Έτσι και ξεπρόβαλε κοντά στη βάρκα του προσπαθούσε να το χτυπήσει με το κουπί. Κάποιες φορές μάλιστα είχε καταφέρει να του δώσει μερικά δυνατά χτυπήματα.
Τα σημάδια τούτων των αναμετρήσεων είχαν μείνει πάνω στο κορμί τού δελφινιού και με τα χρόνια γινόταν όλο και περισσότερα. Όμως, πάντα κατάφερνε και ξεγλιστρούσε κι ανοιγόταν στο πέλαγο πηδώντας «κοροϊδευτικά», όπως πίστευε ο κυρ-Σταύρος, ψηλά πάνω από τα κύματα. «Την επόμενη φορά δε θα μου γλυτώσεις», υποσχόταν ο κυρ-Σταύρος, καθόταν στα κουπιά και κωπηλατούσε αργά, αποκαμωμένος από τη μάταιη μάχη του, πίσω στο μικρό του αραξοβόλι. Κι έτσι περνούσε ο καιρός.
Τα καλοκαίρια, μερικά Σαββατοκύριακα, ερχόταν στο χωριό ο γιος του κυρ-Σταύρου με τη γυναίκα του και το δικό του το γιο. Το λάτρευε τούτο το παιδί, ο κυρ-Σταύρος. Ο γιος του ήθελε να το βαφτίσουν Σταύρο σαν κι αυτόν, αλλά ο κυρ-Σταύρος το ΄χε τάξει στον Αϊ-Νικόλα σε μια μεγάλη φουρτούνα, πως έτσι και γλύτωνε, το πρώτο του εγγόνι θα το ΄βγαζε Νικόλα. Κι έτσι γίνηκε.
Ένα καλοκαίρι, που ο μικρός Νικόλας ήταν δεν ήταν τριών χρονών και ο πατέρας του έλειπε στην πόλη για δουλειές, ο κυρ-Σταύρος αποφάσισε να πάρει το εγγόνι του για να του δείξει το βασίλειό του, τη θάλασσα. Στην αρχή, η μάνα του μικρού είχε αντιρρήσεις γιατί φοβόταν μη συμβεί κανένα κακό, αλλά τελικά ο κυρ-Σταύρος, που παρόλο το άγριο παραστατικό του ήταν γλυκομίλητος σαν ποιητής κι είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες, την κατάφερε. «Να προσέχετε», τους ορμήνεψε η μάνα κι έκαμε το σταυρό της καθώς έβλεπε την «κυρά Μάρω» να χάνεται στον ορίζοντα.
Ο κυρ-Σταύρος ένιωθε σαν άρχοντας ολάκερου του κόσμου. Με το ΄να χέρι κρατούσε σφιχτά το Νικόλα στην αγκαλιά του και με τ΄ άλλο του ΄δειχνε τη θάλασσα και του ΄λεγε: «Βλέπεις Νικόλα τούτο το απέραντο γαλάζιο χωράφι; Αυτή είναι η κληρονομιά που σου αφήνω. Όλο δικό σου. Αυτό κι όλοι οι θησαυροί που κρύβει μέσα του». Κι άρχισε να του μιλάει για όλων των λογιών τα ψάρια και πώς να τα ψαρεύει, για το πώς βουτούν για σφουγγάρια στην Κάλυμνο, για τα όστρακα που κρύβουν πολύτιμα μαργαριτάρια μα που μπορούν να σε παγιδεύσουν μέσα τους για πάντα αν δε προσέξεις. Και μετά του μίλησε και για το Δαίμονα και πώς του κλέβει τα ψάρια. Κι έλεγε, κι έλεγε, και τελειωμό δεν είχε κι όλο ο μικρός Νικόλας του χαμογελούσε. Κι όσο χαμογελούσε ο Νικόλας η καρδιά του κυρ-Σταύρου κόντευε να σπάσει από χαρά.
Μα η ώρα περνούσε κι ο κυρ-Σταύρος ήταν τόσο απορροφημένος με τις ιστορίες του, που δεν είδε το μπουρίνι που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Ξαφνικά, ο καταγάλανος ουρανός γέμισε μαβιά σύννεφα κι θάλασσα έγινε μαύρη κι άγρια. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό στα δυο κι η βάρκα σείστηκε από τη βροντή. Ο μικρός Νικόλας έβαλε τα κλάματα. Μόνο τότε ο κυρ-Σταύρος κατάλαβε τι γινόταν και σα να ξύπνησε απότομα από όνειρο πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Παναγιά μου κι Άγιε Νικόλα, βάλτε το χέρι σας» και σταυροκοπήθηκε. Ευθύς, ακούμπησε το Νικόλα απαλά πάνω στην κουπαστή κι έπιασε και με τα δυο του χέρια τα κουπιά.
Η θάλασσα φούσκωνε όλο και περισσότερο και τα κύματα έπαιζαν με το μικρό βαρκάκι σα να ΄ταν καρυδότσουφλο. Και ξαφνικά έγινε το κακό! Ένα πελώριο κύμα αγκάλιασε τη βάρκα, άρπαξε το Νικόλα και τον πήρε μαζί του στα βάθη της θάλασσας. Ο κυρ-Σταύρος παράτησε τα κουπιά, έσκισε στα δυο τη φθαρμένη φανέλα του και ρίχτηκε στα αγριεμένα νερά για να σώσει το μωρό. Βούτηξε, ξαναβούτηξε αλλά μάταια. Η θάλασσα το είχε κρύψει για τα καλά στην απέραντη αγκαλιά της. Ο κυρ-Σταύρος συνέχισε μολαταύτα να βουτάει μέχρι που δεν είχε άλλη αναπνοή και λιποθύμησε.
Έφτασε το βράδυ κι ο γιος του κυρ-Σταύρου γύρισε από την πόλη. Η γυναίκα του κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία. «Μην ανησυχείς», προσπάθησε να την καθησυχάσει, «ο πατέρας ξέρει καλά τη θάλασσα και τα χούγια της. Κάπου θα έχει βρει καταφύγιο μέχρι να περάσει η καταιγίδα και να δεις που πριν χαράξει θα δούμε την «κυρά Μάρω» ν΄ αράζει μπροστά στην καλύβα του πατέρα.»
Έφτασε όμως το πρωί κι αντί για τη βάρκα, οι χωριανοί βρήκαν τον κυρ-Σταύρο αναίσθητο στην ακροθαλασσιά. Μόλις τον συνέφεραν, με τη λιγοστή δύναμη που του είχε απομείνει τους διηγήθηκε τι έγινε. Όταν το άκουσε η μάνα του Νικόλα λιποθύμησε. Όσοι στο χωριό είχαν βάρκα ξεχύθηκαν στη θάλασσα μπας και βρουν το παιδί. Ειδοποίησαν την ακτοφυλακή και το λιμενικό. Το είπαν και στις ειδήσεις.
Τρία μερόνυχτα έψαχναν το Νικόλα, αλλά μάταια. Η μάνα του έκλαιγε ασταμάτητα και με αναφιλητά παρακαλούσε μια την Παναγιά και μια τη θάλασσα να της δώσουν πίσω το μοναχοπαίδι της. Κι ο γερό-Σταύρος ξαπλωμένος στο χορταρένιο στρώμα του μέσα στην καλύβα αρνιόταν να φάει και να κοιμηθεί προσπαθώντας να τιμωρήσει τον εαυτό του γιατί «όλα ήταν δικό του φταίξιμο», σύμφωνα με τα λεγόμενά του.
Και την τέταρτη μέρα, πριν καλά-καλά να φέξει, ο κυρ-Σταύρος το αποφάσισε. Μάζεψε τις λιγοστές δυνάμεις που του ΄χαν απομείνει, μπήκε στην «κυρά Μάρω» και ξανοίχτηκε στο πέλαγο. «Θα βρω το Νικόλα ή θ΄ αφήσω την τελευταία μου πνοή στη θάλασσα ψάχνοντας. Πάντως πίσω δε γυρίζω». Ετούτη η σκέψη τριγύριζε συνέχεια στο μυαλό του. Και ξάφνου, η θάλασσα που ΄ταν γαλήνια σαν μια απέραντη λίμνη, αναρίγησε, άφρισε, σκίστηκε στα δυο κι από μέσα της ξεπρόβαλε το δελφίνι, ο Δαίμονας. Ο κυρ-Σταύρος δίχως να σκεφτεί καθόλου άρπαξε το ένα κουπί με χέρια που έτρεμαν από την αδυναμία, το σήκωσε ψηλά στον αέρα και φώναξε: «Μέσα στη δυστυχία μου εσύ μόνο μου έλειπες, καταραμένε. Τώρα δε μου τη γλυτώνεις!»
Όμως, καθώς πήγε να κατεβάσει το κουπί με ορμή, πάγωσε. Ένα παιδικό γέλιο ακουγόταν μέσα από το στόμα του δελφινιού. Ο γέρος πέταξε το κουπί μέσα στη βάρκα κι ο Δαίμονας πλησίασε γλιστρώντας σαν αερικό μέσα στα διάφανα νερά. Άνοιξε το πελώριο στόμα του και μέσα ήταν ξαπλωμένος ο μικρός Νικόλας. Είχε για στρώμα τη γλώσσα του δελφινιού κι έμοιαζε σαν το μικρό Χριστό μέσα στη φάτνη. Τα μάγουλα του ήταν πιο ροδαλά από ποτέ και χαμογελούσε. Ο κυρ-Σταύρος έσκυψε με προσοχή, άπλωσε τα χέρια του και πήρε το Νικόλα στην αγκαλιά του.
«Σ΄ ευχαριστώ, σ΄ ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε στο δελφίνι καθώς μεγάλα δάκρυα κυλούσαν από τα κουρασμένα μάτια του. «Κι εγώ που σε έλεγα Δαίμονα. Εγώ ήμουν ο Δαίμονας που ΄θελα να σε σκοτώσω, ενώ εσύ μου ΄δωσες πίσω τη δική μου τη ζωή και τη ζωή του Νικόλα. Εσύ ‘σαι ένας άγγελος. Εγώ, εγώ είμαι ο Δαίμονας. Σ΄ ευχαριστώ».
Το δελφίνι, σαν απάντηση ίσως στο γέρο, άφησε μια δυνατή διαπεραστική κραυγή – κάτι ίσως σαν «παρακαλώ» ή σαν «αντίο» – πήδηξε ψηλά στον αέρα πάνω από τη βάρκα του κυρ-Σταύρου, βούτηξε στα γαλανά νερά και χάθηκε. «Στο καλό, άγγελε μου, στο καλό…», συνέχισε ο κυρ-Σταύρος.
Το μονόλογο του γέρου διέκοψε η κόρνα από το ταχύπλοο του Λιμενικού. Μέσα του ήταν ο γιος του που είχε δει τη βάρκα του πατέρα του να ξεμακραίνει κι ερχόταν να τον πάρει πίσω στο χωριό. Μόλις όμως πλησίασε και είδε το Νικόλα στην αγκαλιά του κυρ-Σταύρου δε μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του.
Πατέρας, γιος και εγγονός επέστρεψαν σφιχταγγαλιασμένοι στην ακτή. Εκεί τους περίμενε η μάνα του Νικόλα μαζί με όλο το υπόλοιπο χωριό που είχε μάθει την αλλόκοτη τούτη ιστορία από τον ασύρματο του Λιμενικού, πολύ πριν εκείνοι φθάσουν.
Και λίγο πριν να πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, ο κυρ-Σταύρος έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του εγγονού του: «Ένα πράμα να θυμάσαι σ΄ όλη σου τη ζωή Νικόλα κι αυτό το μάθαμε σήμερα μαζί: Η θάλασσα μόνο αγγέλους και θάματα κρύβει κι όχι δαίμονες. Ο μόνος δαίμονας στη θάλασσα είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος Νικόλα, ο άνθρωπος».
ΤΕΛΟΣ
Ετικέτες
παραμύθι
Κωνσταντίνος Κουάξ
Πηγή εικόνας
«Άντε βρε Κωνσταντίνε, βούτα. Το νερό είναι φανταστικό», του φώναξαν οι φίλοι του κι άρχισαν τα μακροβούτια.
«Εμ, είμαι λιγάκι κρυωμένος σήμερα», δικαιολογήθηκε αυτός. Θα καθίσω εδώ στο βραχάκι να κάνω πρόβα γιατί έχω συναυλία το βράδυ», συμπλήρωσε κι άρχισε να βγάζει πολύ δυνατές και απελπιστικά φάλτσες κορώνες.
Μια μεγάλη πέτρα προσγειώθηκε στο ημίψηλο καπέλο του και το έριξε στο χώμα.
«Μας ξεκούφανες ψωνάρα», του φώναξαν οι φίλοι του μέσα από το νερό.
Αυτός, απτόητος, μάζεψε το καπέλο, το ξεσκόνισε και το σφήνωσε γερά στο μεγάλο πράσινο κεφάλι του. Ύστερα, καθρεφτίστηκε στα γαλήνιο νερό της λίμνης και ίσιωσε το μαύρο σατέν παπιγιόν του που είχε στραβώσει λιγάκι.
«Καλά, καλά, γελάτε όσο θέλετε τώρα», σιγοψιθύρισε, «όταν όμως με φιλήσει η Πριγκίπισσα και μεταμορφωθώ σε Πριγκιπόπουλο, να δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος.»
Ο ήχος μιας τρομπέτας αντήχησε στη λίμνη.
«Η Πριγκίπισσα, η Πριγκίπισσα έρχεται για το μπάνιο της,» φώναξαν με ενθουσιασμό τα υπόλοιπα βατράχια και κάνοντας μεγάλες απλωτές κολύμπησαν προς το μικρό νησί στο κέντρο της λίμνης. Εκεί ήταν το κάστρο που ζούσε η Πριγκίπισσα. Κάθε πρωί, στις δώδεκα ακριβώς, φορούσε το χρυσαφένιο μαγιό της κι έβγαινε από τις πύλες του κάστρου μαζί με ολόκληρη τη συνοδεία της, για να παίξει και να κολυμπήσει στη λίμνη.
«Αχ και βαχ και πάλι αχ,» αναστέναξε ο Κωνσταντίνος Κουάξ. «Πως θα καταφέρω να φτάσω στο κέντρο της λίμνης που δεν ξέρω κολύμπι; Μόνο που βλέπω το νερό μπροστά μου τρέμω από φόβο. Και πώς να μάθω; Αν τολμήσω να πω το μυστικό μου στα υπόλοιπα βατράχια θα με κοροϊδεύουν για την υπόλοιπη ζωή μου. Άσε που αν το μάθει η Πριγκίπισσα αποκλείεται να με φιλήσει ποτέ…»
«Καταραμένη λίμνη, εσύ φταις για όλα,» είπε θυμωμένος κι άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε με δύναμη στο νερό. Αντί όμως ν’ ακουστεί το «πλαφ!» που περίμενε, ακούστηκε ένα δυνατό «ωχ!».
Ο Κωνσταντίνος έξυσε απορημένος το κεφάλι του. «Τι στο καλό;» σκέφτηκε. «Μίλησε η λίμνη;»
Η απορία του λύθηκε σχεδόν αμέσως καθώς ξεπρόβαλε από το νερό πρώτα ένα μεγάλο κόκκινο καρούμπαλο κι αμέσως μετά το ακολούθησε το κεφάλι μιας μικρής νεροχελώνας.
«Ρε φίλε, τι σου έκανα και μου πετάς πέτρες;» είπε κουνώντας το χέρι της με θυμό.
«Πω, πω, τι έκανα. Συ-συγνώμη. Δεν το έκανα επίτηδες. Ήταν ένα ατύχημα,» δικαιολογήθηκε ο Κωνσταντίνος και τα φουσκωτά πράσινα μάγουλά του βάφτηκαν κόκκινα από ντροπή.
«Δεν πειράζει μωρέ, δεν έγινε και τίποτα, θα μου περάσει,» είπε η νεροχελώνα που τον λυπήθηκε. «Μα πες μου μόνο γιατί πετάς πέτρες στη λίμνη; Τι σου έκανε;»
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να πει μυστικό του στη νεροχελώνα, μια που δεν άντεχε να το κουβαλά άλλο μέσα του. Της είπε λοιπόν για το νερό και το κολύμπι, για τη Πριγκίπισσα στο κέντρο της λίμνης και το φιλί που λαχταρούσε.
«Καλά και γι’ αυτό χολοσκάς;» του είπε η νεροχελώνα όταν άκουσε την ιστορία του. Ανέβα στο καβούκι μου και θα σε πετάξω εγώ εκεί στο πι και φι. Θα κρυφτώ μάλιστα κάτω από το νερό για να μη με δουν οι φίλοι σου και θα νομίζουν ότι κολυμπάς. Εσύ μόνο κάνε ότι κουνάς τα χέρια και τα πόδια σου για να τους ξεγελάσεις.
«Καταπληκτικό σχέδιο!» αναφώνησε ο Κωνσταντίνος και πήδηξε στην πλάτη της χελώνας. Στην αρχή, όταν βρέθηκε περιτριγυρισμένος από το νερό τα χρειάστηκε για λίγο και ήθελε να της πει να τον γυρίσει πίσω στην ασφάλεια της ακτής. Μετά όμως σκέφτηκε ότι μάλλον δε θα του ξαναδινόταν ποτέ μια τέτοια ευκαιρία και αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε.
«Παιδιά, παιδιά κοιτάξτε. Ο Κωνσταντίνος! Έρχεται προς το μέρος μας. Μα τι παράξενα που κολυμπά,» σχολίασε το πρώτο βατράχι που τον είδε.
«Ναι, ναι, παράξενα,» είπαν τα υπόλοιπα σα χορωδία, «αλλά και πολύ γρήγορα!»
Ο Κωνσταντίνος τα άκουσε και καμάρωνε. Για να τα εντυπωσιάσει ακόμα περισσότερο, άρχισε να κάνει διάφορα κόλπα πάνω στο νερό. Έκανε ότι κολυμπάει πρόσθιο, ελεύθερο και ύπτιο. Πότε έβγαζε το ένα χέρι, πότε το άλλο, πότε και τα δυο. Μέχρι και τούμπες στον αέρα έκανε, κρατώντας με το ένα χέρι το καπέλο του για να μην του φύγει.
Τα υπόλοιπα βατράχια είχαν μείνει το στόμα ορθάνοιχτο. Σ’ ένα μάλιστα μπήκε και μια μύγα. Αυτό έκλεισε το στόμα του αμέσως και την κατάπιε. «Πω, πω, τι υπέροχη λιχουδιά,» σκέφτηκε την ώρα που έγλειφε με ικανοποίηση τα χείλια του.
«Κοιτάξτε ένα βατράχι που κάνει απίθανα κόλπα!» ακούστηκε η φωνή της Πριγκίπισσας. «Μα είναι φανταστικό!»
«Η Πριγκίπισσα! Με είδε και τη άρεσα!» σκέφτηκε ο Κωνσταντίνος και η καρδούλα του άρχισε να χτυπά δυνατά σαν ταμπούρλο. «Πρέπει να κάνω κάτι μοναδικό. Κάτι που κανένα βατράχι δεν ξανάκανε ποτέ. Το βρήκα! Θα πατήσω γερά, θα πηδήξω με δύναμη όσο πιο ψηλά μπορώ, θα κάνω τριπλή τούμπα στον αέρα και θα προσγειωθώ κατευθείαν στην αγκαλιά της Πριγκίπισσας. Κι αυτή τότε θα με φιλήσει!»
Πάτησε λοιπόν γερά στην πλάτη της χελώνας κι απογειώθηκε. Έκανε την πρώτη τούμπα κι ένα επιφώνημα θαυμασμού ακούστηκε από τη χορωδία των βατράχων. Έκανε και τη δεύτερη κι αυτή τη φορά στη χορωδία προστέθηκε και η συνοδεία της Πριγκίπισσας. Στην τρίτη τούμπα όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Το ημίψηλο καπέλο έφυγε από το κεφάλι του κι αυτός τεντώθηκε να το πιάσει, με αποτέλεσμα αντί για την αγκαλιά της Πριγκίπισσας να σκάσει με ένα δυνατό «πλουφ!» στη μέση της λίμνης, πολύ μακριά από την ακτή και από τη νεροχελώνα.
«Ωωωωω!» ακούστηκε απ’ όλο τον κόσμο, την ώρα που ο Κωνσταντίνος βυθιζόταν στο νερό.
«Και τώρα τι κάνω;» σκέφτηκε καθώς αισθανόταν το οξυγόνο να τελειώνει στα πνευμόνια του. «Αν ζητήσω βοήθεια, θα μάθουν όλοι το μυστικό μου και πρώτη-πρώτη η Πριγκίπισσα, οπότε κάθε ελπίδα για φιλί πάει περίπατο. Αν πάλι δε ζητήσω, θα πνιγώ. Καλύτερα όμως νεκρός, παρά περίγελος όλων.»
«Μα γιατί δεν κολυμπάει, να βγει από το νερό; Αφού είναι εκπληκτικός κολυμβητής;» ρώτησε το μπαμπά του ένα μικρό βατραχάκι.
«Μάλλον θα κάνει κάποιο μακροβούτι και θα βγει από εκεί που δεν τον περιμένουμε. Κόλπο θα’ ναι σίγουρα. Εγώ κάτι τέτοια δεν τα χάφτω,» του απάντησε ο μπαμπάς του προηγουμένως είχε χάψει τη μύγα.
«Ή δεν έχει μούτρα για να βγει, μετά το ντροπιαστικό πέσιμό του,» είπε χαιρέκακα ένα άλλο που πολύ τον είχε ζηλέψει.
«Ρε χαζοβατράχια! Βοηθείστε τον, πνίγεται!» τους φώναξε η νεροχελώνα που δεν άντεχε να βλέπει το φίλο της να χάνεται μπροστά στα μάτια της και να μη ζητά βοήθεια από περηφάνια.
Τα βατράχια κολύμπησαν γρήγορα στο σημείο που είχε βουλιάξει ο Κωνσταντίνος και που τώρα πια δεν υπήρχαν παρά κάποιες μπουρμπουλήθρες. Βούτηξαν το ένα μετά το άλλο στο λασπωμένο βυθό, μέχρι που τελικά βγήκε ένα στην επιφάνεια κρατώντας αγκαλιά και φωνάζοντας: «Τον βρήκα! Τον βρήκα!»
Με τη βοήθεια της νεροχελώνας τον έβγαλαν στην ακτή. Το στομάχι του ήταν σαν ένα τεράστιο μπαλόνι από το πολύ νερό που είχε πιει. Μια βατραχίνα ακούμπησε το αυτί της στο στήθος του. «Δεν αναπνέει,» ανακοίνωσε πένθιμα.
«Κάντε στην άκρη, κάντε στην άκρη,» είπε η Πριγκίπισσα παραμερίζοντας τα βατράχια. «Τόσα χρόνια με διδάσκουν οι γκουβερνάντες μου πρώτες βοήθειες. Επιτέλους βρήκα ευκαιρία να τις χρησιμοποιήσω και κάπου.»
«Κακόμοιρο, βατραχάκι μου. Τι σου ’μέλε να πάθεις. Μην ανησυχείς όμως, εγώ θα σε σώσω,» είπε κι έσκυψε από πάνω του. «Θα σου δώσω το φιλί της ζωής!»
Μόλις τα ρόδινα χείλη της Πριγκίπισσας ακούμπησαν τα πράσινα του Κωνσταντίνου ακούστηκε ένα δυνατό «πουφ!» κι ένα σύννεφο καπνού τύλιξε και τους δυο.
Όταν καθάρισε ο καπνός, στη θέση του Κωνσταντίνου βρισκόταν ένας πανέμορφος Πρίγκιπας με θεληματικό πηγούνι κι αθλητικό σώμα.
«Μα αυτό είναι απίθανο!» είπε ενθουσιασμένη η Πριγκίπισσα κι ετοιμάστηκε να πέσει στην αγκαλιά του. Ακριβώς όμως εκείνη τη στιγμή μια παχουλή μύγα προσγειώθηκε πάνω στη μύτη της.
Ο Κωνσταντίνος άνοιξε διάπλατα το στόμα του και μια απίστευτα μακριά γλώσσα πετάχτηκε από μέσα του σαν ελατήριο κι άρπαξε τη μύγα πριν αυτή προλάβει να αντιδράσει. Ο Κωνσταντίνος την κατάπιε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και μετά ρεύτηκε.
«Μπλιαχ! Αυτό είναι αηδιαστικό,» είπε η Πριγκίπισσα κι έτρεξε μακριά του.
«Κουάξ;» έκανε με απορία ο Κωνσταντίνος και βούτηξε με τα ρούχα στη λίμνη.
Ήταν ένα ληγμένο ξόρκι με απρόβλεπτες παρενέργειες.
Ετικέτες
παραμύθι
Το μαγικό πατίνι
Πηγή εικόνας
Ο μικρός Σαλίγκαρος γλίστρησε αργά, αργά πάνω στο χορτάρι, που ήταν ακόμη υγρό από την πρωινή πάχνη. Σήμερα, είχε φορέσει το πιο καλό του καβούκι και πρόσεχε πολύ να μην το λερώσει.
«Τι ωραία μέρα!», σκέφτηκε και τρεμόπαιξε τις κεραίες του με ικανοποίηση. «Έχω ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο και το ωραιότερο δώρο στον κόσμο. Είμαι σίγουρος ότι, απόψε το βράδυ στο χορό, η Πριγκίπισσα Χρυσάνα θα εντυπωσιαστεί και θα διαλέξει εμένα για καβαλιέρο της. Κι όλα τα ζώα του δάσους θα σκάσουν από τη ζήλια τους!»
Μια κι ήταν ακόμη νωρίς, δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Ο χορός ξεκινούσε αργά το βράδυ κι αυτός είχε ξεκινήσει πριν καλά-καλά ξεπροβάλουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Και το παλάτι ήδη αχνοφαινόταν στον ορίζοντα.
«Καλημέρα ωραιότατη μου κυρία,» φώναξε καθώς περνούσε έξω από το σπίτι της Πασχαλίτσας.
«Για πού το’ βαλες πρωί-πρωί Επαμεινώντα;» τον ρώτησε αυτή βγάζοντας το κεφάλι από το παράθυρο της κουζίνας.
«Πάω στο παλάτι, στο χορό της Πριγκίπισσας Χρυσάνας. Κι έχω για να της χαρίσω ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο και το ωραιότερο δώρο στον κόσμο!»
«Μπράβο πολύ χαίρομαι,» είπε η Πασχαλίτσα, «μα είναι ακόμα χαράματα,» σχολίασε.
«Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι,» απήντησε χαμογελαστά ο Σαλίγκαρος και συνέχισε το δρόμο του.
Κι αφού δε βιαζόταν καθόλου, άρχισε να χαζεύει τριγύρω του. Εξερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή το χωράφι για να δει μήπως είχε ξεφυτρώσει κάποιο καινούριο λουλούδι που δεν είχε ξαναδεί. Μετά, σήκωσε τις κεραίες του ψηλά κι άρχισε να μετρά πόσα σύννεφα υπήρχαν στον ουρανό.
«Ένα, δυο, τρία…». Έτσι όμως καθώς κοίταζε ψηλά και προχωρούσε, δεν είδε μια γέρικη βελανιδιά που ήταν ακριβώς μπροστά του και κουτούλησε στον κορμό της κάνοντας ένα δυνατό «Γντούπ!».
«Ωχ, ουχ, αχ!», φώναξε μόλις βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο χώμα κι ένα τεράστιο κόκκινο καρούμπαλο ξεφύτρωσε στο κεφαλάκι του.
«Τι ήταν αυτό που με χτύπησε;», αναρωτήθηκε. «Έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μου;»
«Όχι χαζούλη,» του απάντησε η Βελανιδιά με τρεμάμενη φωνή. «Έτσι όπως χάζευες, έπεσες πάνω στον κορμό μου. Κι έχω κι αρθριτικά γριά γυναίκα…»
«Χι-χίλια συγνώμη κυρία,» απολογήθηκε ντροπαλά ο Σαλίγκαρος ενώ ξεσκόνιζε το καβούκι του.
«Αχ, αυτή η σημερινή νεολαία», παραπονέθηκε η Βελανιδιά. «Εμείς στις μέρες μου… »
«Λυπάμαι, αλλά βιάζομαι», δικαιολογήθηκε ο Σαλίγκαρος για να γλυτώσει το κήρυγμα. «Δε μπορώ να μείνω να σας ακούσω, γιατί πρέπει να πάω στο χορό της Πριγκίπισσας Χρυσάνας. Κι έχω για να της χαρίσω ένα… Μια στιγμή! Που είναι το τριαντάφυλλο; Και το δώρο μου; Αχ, που πήγαν;»
«Μήπως εννοείς αυτά που πήρε ο Λαγός κι έφυγε τρέχοντας;» τον ρώτησε με απόλυτη φυσικότητα η Βελανιδιά.
«Ο Λαγός; Όχι! Όχι! Όχι, δε θα μου τη φέρει πάλι,» φώναξε ο Σαλίγκαρος.
«Και τι μπορείς να κάνεις εσύ γι’ αυτό;» ξαναρώτησε η Βελανιδιά.
«Εγώ όχι και πολλά, αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορεί να με βοηθήσει η νονά μου, η καλή νεράιδα», είπε ο Σαλίγκαρος και χαμογέλασε πλατιά.
«Λυπάμαι πολύ, αλλά Τρίτες και Παρασκευές έχω ρεπό!» ακούστηκε να λέει μια γυναικεία φωνή από το πουθενά.
«Νονά;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο μικρός Σαλίγκαρος. «Τώρα αποκλείεται να προλάβω τον Λαγό», συμπλήρωσε και κατσούφιασε.
«Πσσστ, πσσττ. Μη στεναχωριέσαι,» ψιθύρισε ένα σκιουράκι που παρακολουθούσε τη σκηνή κρυμμένο στη ρίζα της Βελανιδιάς. «Να, πάρε το πατίνι μου. Είναι μαγικό. Αρκεί να σκεφτείς που θες να πας, κι αυτό θα σε πάει.»
«Σοβαρά;, Ευχαριστώ! Με σώζεις,» είπε ο Σαλίγκαρος και πήδηξε με μιας πάνω στο πατίνι. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε τον Λαγό. Και «πουφ!» το πατίνι τινάχτηκε στον αέρα κι άρχισε να τρέχει σαν τρελό μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
Ο Σαλίγκαρος τα χρειάστηκε. Ποτέ του δεν είχε ταξιδέψει τόσο γρήγορα. Και να, που τώρα έτρεχε σαν τον άνεμο. Ο ήλιος, τα σύννεφα, το χορτάρι, όλα έμοιαζαν να τρέχουν κι αυτά.
Λουλούδι – δέντρο – βράχος – λακκούβα – κι άλλο λουλούδι – κι άλλος βράχος, όλα περνούσαν μπροστά από τα μάτια του με κινηματογραφική ταχύτητα. Μετά από λίγο, δε μπορούσε καν να διακρίνει εικόνες. Όλα έγιναν ένα. Ήταν σα να βρισκόταν στο μάτι ενός μεγάλου ανεμοστρόβιλου.
«Άτιμε λαγέ,» σκέφτηκε. «Δεν έχεις καμιά ελπίδα. Θα σε τσακώσω και θα σε κανονίσω μια και καλή. Κι ύστερα θα πάω στο χορό της Πριγκίπισσας Χρυσάνας και θα της χαρίσω το …»
Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη σκέψη του καθώς κουτούλησε για μια ακόμα φορά στον κορμό της γέρικης Βελανιδιάς μ’ ένα ακόμη πιο δυνατό «Γντούπ!».
Ήταν ένα ελαττωματικό μαγικό πατίνι!
Ετικέτες
παραμύθι
Το καρφί
Πηγή εικόνας
Ήταν ένα καρφί. Ένα απλό ατσαλένιο καρφί, πάνω σ’ έναν παλιό άδειο τοίχο. Κάποιος το κάρφωσε εκεί πριν από χρόνια και το ξέχασε. Δεν είχε καμία απολύτως χρήση ή ρόλο. Απλά υπήρχε.
Πόσο πολύ ζήλευε τα υπόλοιπα πράγματα μέσα στο δωμάτιο. Όλα χρησίμευαν σε κάτι. Ακόμα και τα πιο άσχημα ή άχρηστα είχαν χρησιμοποιηθεί από κάποιον τουλάχιστον μια φορά. Αυτό ποτέ.
Κάποια ατελείωτα, μοναχικά βράδια, θυμόταν τις ιστορίες που του διηγούνταν τα παλιά εργαλεία στο εργοστάσιο που γεννήθηκε. Ιστορίες για σπουδαία καρφιά που είχαν φτιαχτεί εκεί, στο ίδιο ακριβώς μέρος. Καρφιά που πάνω τους είχαν κρεμαστεί διάσημοι πίνακες, θαυματουργές εικόνες, σπάνια κειμήλια μέχρι και άνθρωποι! Το πιο διάσημο απ’ όλα ήταν αυτό που κρεμόταν η Μόνα Λίζα στο Λούβρο. Διακόσια χρόνια στεκόταν ακλόνητο στη θέση του. Όλα τα νέα καρφιά το θαύμαζαν κι ονειρευόταν μια μέρα να του μοιάσουν!
Τούτο δω το καρφί βέβαια δεν ονειρευόταν τέτοια μεγαλεία. Θα του αρκούσε έστω για μια μοναδική φορά κάποιος να κρεμάσει κάτι σε αυτό – οτιδήποτε κι αν ήταν. Στο κάτω-κάτω, θα ήταν ευχαριστημένο ακόμη κι αν απλά κάποιος παρατηρούσε ότι υπήρχε, ότι ήταν εκεί.
Μια μέρα, όταν τα παιδιά γύρισαν από το σχολείο, τα άκουσε να μιλάνε για τα καρφιά που κράτησαν τον Χριστό πάνω στο σταυρό κι αγιάστηκαν με το θείο αίμα του. Αχ, πόσο πολύ θα ’θελε κι αυτό ν’ αλλάξει τη μίζερη ζωή του, ή έστω να την τερματίσει. Δυστυχώς όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτε από τα δυο. Ήταν καταδικασμένο να στέκεται καρφωμένο εκεί και να υπομένει καρτερικά την ανούσια μοίρα του.
Τα χρόνια έρχονταν κι έφευγαν αργά και βασανιστικά το ένα μετά το άλλο, σα βαριεστημένες αμαξοστοιχίες που αντί για ατμομηχανή τις σέρνουν γέρικες χελώνες. Μέχρι και η σκουριά φαινόταν να αγνοεί την ύπαρξή του, αφού παρόλο που τα είχε τα χρονάκια του, λόγω της αχρησίας του έμοιαζε σχεδόν ολοκαίνουριο.
Μέχρι που ένα πρωί – ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα – ο κόσμος του ταρακουνήθηκε για τα καλά. Στην κυριολεξία!
«Σεισμός! Σεισμός!» άκουσε να φωνάζουν οι άνθρωποι στο σπίτι, ενώ αυτό ακόμα χουζούρευε νωχελικά. Δεν είχε, εδώ που τα λέμε, άλλωστε και κανένα λόγο να βιάζεται να ξυπνήσει.
Στην αρχή, αισθάνθηκε μια έντονη δόνηση. Κάτι ανάμεσα σε τρέμουλο και γαργαλητό. Μετά, ακούστηκε ένα δυνατό βουητό κι ένιωσε να παρασύρεται με φόρα προς τα κάτω, μέσα σ’ ένα ποτάμι από σοβάδες, πέτρες κι ασβέστη.
Τα μάτια του έκαιγαν σα να είχαν πάρει φωτιά. Τα ρουθούνια και ο λαιμός του έφραξαν από τη σκόνη. Και λιποθύμησε.
Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, μα ένα έντονο φως το τύφλωσε και τα ξανάκλεισε αμέσως. «Πέθανα,» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. «Επιτέλους,» συμπλήρωσε με αγαλλίαση.
Περίμενε υπομονετικά να δει τι θα γίνει παρακάτω. Εξάλλου, αν υπήρχε ένα πράγμα στον κόσμο το οποίο ήξερε να κάνει καλά ήταν να περιμένει.
Περίμενε κι άλλο. Και λίγο ακόμα. Τίποτα…
Αποφάσισε να ξανανοίξει τα μάτια. Το φως ήταν ακόμη εκεί, μα ήταν λιγότερο έντονο τώρα. Δεν είχε πεθάνει τελικά, ήταν ο ήλιος. «Ο ήλιος! Μα τότε δεν είμαι πια μέσα, είμαι έξω!» αναφώνησε ενθουσιασμένο, ενώ οι απογευματινές ηλιαχτίδες αγκάλιαζαν το κορμί του με πρωτόγνωρη θαλπωρή.
Έγειρε τα μάτια προς τα κάτω και κοίταξε το υπόλοιπο σώμα του. Είχε στραβώσει λιγουλάκι στην άκρη και το ασημένιο του χρώμα είχε ξεφλουδίσει σε κάποια σημεία. Κατά τα άλλα όμως δεν είχε καμιά σοβαρή ζημιά.
Ξαφνικά, ένιωσε μια έντονη ρίγη. Το σώμα του συσπάστηκε. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, αλλά μια ανεξέλεγκτη δύναμη είχε κυριεύσει το κορμί του και το έκανε ότι ήθελε. Ένα δυνατό «Ααααατσού!» έσκισε σα βέλος τον αέρα. Κι αμέσως το ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε. «Γιατί αισθάνομαι σαν κάποιος να μου γαργαλάει τη μύτη; Για μια στιγμή! Μυρωδιά είναι αυτό που τρυπάει σα χίλιες βελόνες τα ρουθούνια μου; Είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι, τόσα χρόνια που ήταν φραγμένη μέσα στον τοίχο! Δεν το πιστεύω, αναπνέω!», μονολόγησε κι ένιωσε ένα νέο κύμα ενθουσιασμού να το πλημυρίζει.
Κοίταξε τριγύρω και είδε ότι πλέον βρισκόταν πάνω σ’ ένα μικρό βουνό από χαλάσματα, που κάποτε ήταν ο τοίχος που το φιλοξενούσε. Αυτό, ήταν σκαρφαλωμένο στην κορυφή του, καρφωμένο ακόμη σ’ ένα κομμάτι ξύλο που δε θα πρέπει να ήταν και πολύ παχύ, αφού ήξερε ότι η μύτη του είχε ξεπροβάλει από την πίσω του πλευρά.
«Ωραία,» σκέφτηκε, «αν ήμουν άχρηστο όσο ήμουν πάνω στον τοίχο, τι ελπίδες έχω τώρα που χάθηκε κι αυτός; Πάνω που πίστευα ότι τα πράγματα δε μπορούσαν να πάνε χειρότερα, να που ήρθε η ζωή να με διαψεύσει πανηγυρικά…» Κι ο αρχικός ενθουσιασμός του άρχισε σιγά-σιγά να δίνει τη θέση του στην παλιά γνώριμη κατάθλιψη.
Ο ήλιος έδυσε στον ορίζοντα χαρίζοντας στον κόσμο ένα φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα. Το καρφί δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ήξερε ότι αυτό το θέαμα θα το ξανάβλεπε πάρα πολλές φορές ακόμα.
«Τουλάχιστον ας βρέξει, μπας και σκουριάσω κι εγώ να τελειώνουμε επιτέλους,» ήταν οι τελευταίες του σκέψεις πριν κοιμηθεί.
Ο ύπνος του όμως δεν κράτησε για πολύ. «Τι φασαρία είναι πάλι αυτή;» είπε και τεντώθηκε αγουροξυπνημένο. Ένα συνονθύλευμα από σειρήνες, μηχανές αυτοκινήτων, ανθρώπινες φωνές και γαυγίσματα γέμισε τον αέρα.
«Ψάξτε, ψάξτε καλά. Ίσως υπάρχουν ακόμα επιζώντες,» άκουσε να λέει μια φωνή. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω κρατώντας φακούς κι εργαλεία.
«Βρήκαμε έναν εδώ! Φέρτε το φορείο γρήγορα!» , φώναζε που και που κάποιος.
Το καρφί παρακολουθούσε με αγωνία. Παρόλο που οι άνθρωποι του σπιτιού δεν του είχαν δώσει ποτέ σημασία, αυτό τους αγαπούσε κι ένιωθε ότι - με το δικό του τρόπο - αποτελούσε ένα κομμάτι της οικογένειας. Είχε βέβαια κι εκείνη την κρυφή ελπίδα, ότι ίσως μια μέρα κάποιος θα το πρόσεχε.
Η αναταραχή κράτησε μέχρι το ξημέρωμα. «Ώρα να φεύγουμε! Κάναμε ότι μπορούσαμε,» ανακοίνωσε απρόθυμα κάποιος. «Άντε παιδιά, πρέπει να ξεκουραστείτε γιατί μας περιμένει δύσκολη μέρα πάλι αύριο.»
Όσοι ήταν τριγύρω άρχιζαν να μαζεύουν τα εργαλεία και να πηγαίνουν προς τα αυτοκίνητα που τους περίμεναν λίγο πιο κει με τους προβολείς και τις μηχανές αναμμένες.
Το καρφί ένιωσε κάτι να κινείται από κάτω του. «Όχι πάλι!» σκέφτηκε πιστεύοντας ότι ήταν ένας ακόμη σεισμός. Όμως αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Κόλλησε το αυτί του πάνω στις πέτρες για ν’ αποκλείσει το θόρυβο που ερχόταν από γύρω του. Και τότε το άκουσε. Ναι, ήταν ξεκάθαρο. Ήταν ο χτύπος μιας καρδιάς. Κάποιος ήταν θαμμένος στα χαλάσματα ακριβώς από κάτω του και ζούσε ακόμα. Έπρεπε να κάνει κάτι. Αλλά τι; Δε μπορούσε να φωνάξει, ούτε να κινηθεί. Ήταν απλώς ένα καρφί.
Ένας μετά τον άλλο, οι άνθρωποι εγκατέλειπαν το χώρο βιαστικά.
Άκουσε τον ήχο που έκαναν οι μπότες ενός διασώστη καθώς περπατούσε προς το μέρος του. Μια μαύρη δερμάτινη μπότα πάτησε στα δεξιά του. Κοίταξε ψηλά και είδε ότι η δεύτερη μπότα αιωρούταν ακριβώς από πάνω του. Κρατήθηκε στο ξύλο με όλη του τη δύναμη, τη στιγμή που η λαστιχένια σόλα προσγειωνόταν πάνω του. Η ακονισμένη του μύτη τρύπησε εύκολα το καουτσούκ και τη μάλλινη κάλτσα κι έφτασε βαθιά ως τη σάρκα του πέλματος. Το καρφί λούστηκε με αίμα – «Σαν τα καρφιά του Χριστού,» σκέφτηκε.
«Ααααχ! Κάτι πάτησα!» φώναξε σφαδάζοντας από πόνο ο διασώστης και χοροπήδησε πάνω στα χαλάσματα.
«Μισό λεπτό! Μην κινείσαι, θα χτυπήσεις! Έρχομαι να σε βοηθήσω,» του είπε κάποιος άλλος που ήταν εκεί κοντά.
Ο διασώστης κάθισε πάνω στο σωρό από τις πέτρες για να βγάλει τη μπότα του. Άρχισε να λύνει τα κορδόνια του. Ο πιστός του σκύλος έτρεξε αμέσως κοντά του. Αντί όμως να πάει σ’ αυτόν, άρχισε να μυρίζει τις πέτρες δίπλα του και να σκάβει σαν τρελός.
«Μα τι συμβαίνει, εδώ;» ρώτησε ο δεύτερος διασώστης που είχε έρθει για βοήθεια.
«Δεν ξέρω,» του είπε ο πρώτος, «αλλά μάλλον κάποιον βρήκε.» Και ξεχνώντας εντελώς το πονεμένο του πόδι έπεσε στα τέσσαρα δίπλα στο σκύλο κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια.
«Σ’ αυτό το καρφί χρωστάω τη ζωή μου,» είπε ο νεαρός με τους επιδέσμους στο κεφάλι κι άπλωσε την παλάμη του προς τους δημοσιογράφους που είχαν μαζευτεί έξω από το νοσοκομείο. Οι κάμερες έκαναν ζουμ στο μισοστραβωμένο ατσαλένιο καρφί που, αν και αρκετά ταλαιπωρημένο, έλαμπε από περηφάνια. Η εικόνα του γέμισε τις τηλεοράσεις όλου του κόσμου.
«Αυτή είναι ζωή,» είπε με ζήλια όταν είδε το ρεπορτάζ το καρφί απ’ όπου κρεμόταν η Μόνα Λίζα στο Λούβρο. «Κι εγώ θα ’πρεπε να είμαι ήρωας! Όχι να στέκω εδώ διακόσια χρόνια ακίνητο για να βαστάω ένα κομμάτι μπογιατισμένο ξύλο και να βγάζουν φωτογραφίες οι τουρίστες. Βαρέθηκα πια!» Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επισκεπτών κι ενός γέρου φύλακα, με μια θεαματική βουτιά εγκατέλειψε τον τοίχο και πήδηξε στο κενό.
Από εκείνη τη μέρα, τα παλιά εργαλεία στο εργοστάσιο που είχε γεννηθεί το ατσαλένιο καρφί, πρόσθεσαν στις ιστορίες που διηγούνταν κι αυτή του καρφιού που μια φορά έσωσε έναν άνθρωπο. Κι όλα τα νέα καρφιά το θαύμαζαν πολύ κι ονειρευόταν μια μέρα να του μοιάσουν!
Ετικέτες
παραμύθι
Το πρώτο δάκρυ
Πηγή εικόνας
Ήταν απλώς ένα δάκρυ. Από χημικής απόψεως, τίποτα το σπουδαίο δηλαδή. Ένα καθαρό υγρό, λίγο αλμυρό, προϊόν αλκαλικής αντίδρασης που παράγεται από τις εκκρίσεις των δακρυϊκών αδένων των ματιών. Κι όσο για τη διάρκεια της ζωής του, τι να πει κανείς; Όπως θα το έθετε κάποιος μαθηματικός ίσως, ευθέως ανάλογη του μεγέθους του προσώπου πάνω στο οποίο κυλάει. Κι αυτό φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για το πρόσωπο κάποιου αναίσθητου, ο οποίος θα το σκουπίσει αμέσως πριν καλά-καλά ξεπροβάλει.
Το συγκεκριμένο δάκρυ όμως, είχε κάτι το ιδαίτερο. Το ίδιο, δεν είχε ιδέα γι’ αυτό. Ούτε και θα το μάθαινε ποτέ. Ήταν το πρώτο δάκρυ που έβγαινε από τα μάτια του μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια. Όχι, όχι, δεν είχε κλάψει ποτέ ξανά. Ούτε καν τη μέρα που εγκατέλειψε την κοιλιά της μητέρας του για να έρθει σ’ έναν κόσμο που - αν μη τι άλλο - δεν του φέρθηκε τελικά και με τον καλύτερο τρόπο. Να λοιπόν, που μετά από τόσα πολλά χρόνια, ένα μοναδικό δάκρυ είχε επιτέλους την ευκαιρία να ποτίσει το πρόσωπό του.
Ο δακρυϊκός αδένας που το δημιούργησε ήταν εξαιρετικά περήφανος. Επιτέλους, πάνω που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ήταν εντελώς άχρηστος, ή ίσως κι ελαττωματικός ακόμα, να που τα είχε καταφέρει. Και όπως όλοι οι νέοι γονείς, είχε μεγάλες προσδοκίες για το μοναχοπαίδι του. Δυστυχώς όμως, η διαδρομή που θα ακολουθούσε το δάκρυ, θα ήταν πολύ πιο σύντομη απ’ όσο αυτός ονειρευόταν.
Γεννήθηκε μέσα στο δεξί μάτι. Στην αρχή, δεν ήταν παρά μια τόση δα μικροσκοπική σταγόνα – όχι μεγαλύτερη από το κεφάλι μιας καρφίτσας. Όμως, με τη στοργική φροντίδα του δακρυϊκού αδένα που το τάιζε αδιάκοπα, το δάκρυ φούσκωνε και θέριευε συνεχώς, καθώς περνούσαν το ένα μετά το άλλο τα χιλιοστά του δευτερολέπτου.
Όταν μεγάλωσε αρκετά, ο αδένας του έδωσε την ευχή του. Μαζί, του έδωσε και μια γερή σπρωξιά για να μπορέσει να σκαρφαλώσει πάνω στο ορθάνοιχτο βλέφαρο. Σαν έφτασε στην κορυφή, κοντοστάθηκε κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον κόσμο.
Είχε βραδιάσει. Ψηλά στον ουρανό, ένα ασθενικό θολό φεγγάρι φώτιζε μετά βίας το νυχτερινό τοπίο, λες και προσπαθούσε να κρύψει κάτι. Τριγύρω υπήρχαν δέντρα, πολλά δέντρα. Ελιές μάλλον. Το μουντό φεγγαρόφωτο έβαφε ασημένια τα μακρόστενα φύλλα τους, ενώ η δροσερή αύρα τα χάιδευε τρυφερά κάνοντάς τα να κροταλίζουν από ευχαρίστηση. Ένα παχύ στρώμα πάχνης είχε κατακαθίσει στο πυκνό χορτάρι, δημιουργώντας μια απόκοσμη εικόνα. Ουρανός και γη είχαν γίνει ένα κι οι ρίζες των δέντρων χάνονταν βαθιά μέσα σ’ ένα μεγάλο πουπουλένιο σύννεφο. Λίγο πιο πέρα, διαγράφονταν αχνά στο σκοτάδι οι σκιές μιας παρέας ανθρώπων που ετοιμάζονταν να κοιμηθούν. Δε θα πρέπει να ήταν περισσότεροι από καμιά δεκαριά.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τούτο το βράδυ δεν ήταν σαν τα άλλα. Το δάκρυ φυσικά δε μπορούσε να το καταλάβει αυτό, αφού ήταν μόλις το πρώτο (και παρεμπιπτόντως το τελευταίο) βράδυ της ζωής του.
«Τι όμορφα που είναι!» σκέφτηκε μολαταύτα. «Μακάρι να μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ πάνω.»
Κάπου στο βάθος, ακούστηκε βαρύ ποδοβολητό και μεταλλικές κλαγγές. Αν δεν υπήρχαν ψίθυροι κι ανθρώπινες λαλιές, θα πίστευε κανείς πως ήταν κάποιος βοσκός με το κοπάδι του που ερχόταν προς το μέρος του.
Το βλέφαρο κινήθηκε νευρικά. Το δάκρυ έκανε να κρατηθεί, μα ήξερε πως ήταν μάταιο κι αφέθηκε στη μοίρα του. Διέσχισε βιαστικά το σταρένιο μάγουλο. Του έκανε μεγάλη εντύπωση πόσο απρόσμενα ζεστό ήταν αυτό το ωχρό κομμάτι σάρκας.
Η ταχύτητά του αυξανόταν συνεχώς. Όταν έφτασε λίγο πριν από την άκρη της μύτης προσπάθησε να ελέγξει την ξέφρενη πορεία του, αλλά η κλίση του προσώπου άλλαξε απότομα. Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μετέωρο στο κενό. Μα όχι για πολύ. Η σύντομη πτώση του διακόπηκε από ένα πυκνό στρώμα, από σκληρά μαύρα γένια. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Άρχισε να διαλύεται.
Και καθώς έσβηνε, άκουσε – σαν σε όνειρο – μια βαθιά φωνή να ψιθυρίζει με αγωνία λόγια που, αν μπορούσε να μιλήσει, ίσως να τα είχε πει και το ίδιο: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.»
Ετικέτες
παραμύθι
Ένα μικρό παγάκι
Πηγή εικόνας
Ήταν ένα παγάκι. Για την ακρίβεια, ήταν ένα μικρό παγάκι. Θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερο. Χώρος στην παγοθήκη υπήρχε πολύς. Απλά κάποιος είχε βάλει κατά λάθος λιγότερο νερό απ’ όσο έπρεπε. Και σα να μην έφτανε αυτό, είχε και μια τρύπα στη μέση!
Βέβαια, αυτό δεν ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο ζούσε στην παγοθήκη. Κυρίως γιατί δε φαινόταν και πολύ. Ή μάλλον, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινής, η αλήθεια είναι ότι δε φαινόταν καθόλου. Όλα τα γειτονικά παγάκια πίστευαν ότι αυτή η θέση είχε μείνει για κάποιο λόγο άδεια. Κι επομένως δεν του έδινε κανένας σημασία...
Έτσι λοιπόν περνούσαν ήσυχα οι μέρες του, πιστεύοντας ότι είναι ολομόναχο στον κόσμο. Και στεναχωριόταν πολύ γι’ αυτό. Αχ, πόσο θα ‘θελε να υπήρχε έστω κι ένα μόνο ακόμα παγάκι για να μπορεί να κουβεντιάζει μαζί του τ’ ατελείωτα κρύα και σκοτεινά βράδια – που ήταν πάρα πολλά, μια και ζούσε μέσα σ’ ενα παλιό ξύλινο ψυγείο!
Ώσπου μια μέρα, ένα δυνατό φως πλημμύρισε το χώρο. Το παγάκι κατατρόμαξε! Δεν είχε αντικρίσει ποτέ ξανά φως. Ένιωσε μια περίεργη ζεστασιά που έκανε το κορμί του να ριγήσει.
«Τι μου συμβαίνει;» αναρωτήθηκε.
Ξαφνικά αισθάνθηκε να πετά στον αέρα. «Αχ, τι ωραία!» αναφώνησε. «Πάντα ήθελα να ταξιδέψω!»
Ο ενθουσιασμός του όμως κόπηκε μονομιάς όταν ένιωσε ένα γερό τράνταγμα, καθώς η παγοθήκη χτύπησε με φόρα στο τραπέζι. Προσπάθησε να κρατηθεί με όλη του τη δύναμη, αλλά ακολούθησε σχεδόν αμέσως και δεύτερο τράνταγμα και πριν προλάβει να συνέλθει απ’ το σοκ, ακολούθησε κι άλλο ένα.
Μ’ ένα μικρό «πλοπ!» το παγάκι ξεκόλλησε από τη θέση του και πήδησε στον αέρα. Τότε είδε για πρώτη φορά και τα υπόλοιπα παγάκια που χοροπηδούσαν χαρούμενα τριγύρω του, σαν μικρά παιδιά πάνω σε τραμπολίνο. Και συνειδητοποίησε πόσο μικρό ήταν. Αρκούσε μόνο μια σύντομη ματιά – δε χρειαζόταν παραπάνω.
Όλα τ’ άλλα παγάκια ήταν μεγάλα, καλοθρεμμένα και κυρίως ολόκληρα! Μόνο αυτό ήταν μικρό, αναιμικό και τρύπιο. Αχ, πόσο πολύ ντράπηκε. Τα ολόλευκα μαγουλάκια του βάφτηκαν κόκκινα κι η καρδούλα του άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Κι αυτή τη φορά ευχήθηκε να ήταν το μόνο παγάκι πάνω στη Γη και να μην υπήρχε κανένα άλλο. Ήθελε τόσο πολύ να μείνει μόνο.
Η ευχή του όμως δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς, αμέσως μετά το τελευταίο τράνταγμα, αντί να επιστρέψει στη γνώριμή θέση του στην παγοθήκη, κατέληξε σ’ ένα χαμηλό γυάλινο ποτήρι ανάμεσα σε άλλα τρία πολύ μεγαλύτερα παγάκια.
«Κάνε πιο κει σπόρε, με στριμώχνεις,» του είπε το ένα θυμωμένα και του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά.
«Τι κάνεις εδώ ρε μισή μερίδα; Το ‘σκασες απ’ το νηπιαγωγείο;» το κορόιδεψε ένα άλλο.
«Ρε μάγκες, μην το πειράζετε γιατί μπορεί να φωνάξει τη μαμά του και να μας μαλώσει», συμπλήρωσε καγχάζοντας το τρίτο.
Το μικρό παγάκι δεν ήθελε τη ζωή του. «Θεέ μου κάνε να τελειώσουν όλα γρήγορα γιατί δεν αντέχω άλλο», προσευχήθηκε σιωπηλά.
Η απάντηση στην προσευχή του ήρθε με τη μορφή ενός παχύρρευστου κίτρινου υγρού με έντονη μυρωδιά που περιέλουσε μονομιάς και τα τέσσερα παγάκια.
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε το μικρό παγάκι που δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Μας σερβίρουν, μπόμπιρα – ουίσκι ον δε ροκς αν δεν κάνω λάθος. Αλλά μην ανησυχείς. Εσύ, έτσι μικρός που είσαι, θα λιώσεις πριν καν το καταλάβεις. Εμείς βέβαια θα το γλεντήσουμε λιγάκι ακόμα. Έτσι, δεν είναι μάγκες;»
Τα άλλα δυο παγάκια έγνεψαν καταφατικά, αλλά το χαμόγελο στα χείλη τους είχε μάλλον παγώσει.
«Μα δε θέλω να λιώσω ακόμα», παραπονέθηκε το μικρό παγάκι. «Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν έχω προλάβει να κάνω στη ζωή μου.»
«Λυπάμαι μικρέ, αλλά όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, ή μάλλον λιώνουν», του απάντησε φιλοσοφώντας το μεγάλο παγάκι και γέλασε τόσο έντονα που ράγισε ελαφρά.
Το μικρό παγάκι ένιωσε να μικραίνει ακόμα περισσότερο. Αυτό ήταν λοιπόν το τέλος. Εντάξει, η ζωή του δεν ήταν και κάτι το σπουδαίο, αλλά ήταν τουλάχιστον ζωή. Σίγουρα, πολύ καλύτερη από το τίποτα...
«Ρε ψαρομούρη, πόσες φορές σου έχω πει ότι δε θέλω παγάκια στο ουίσκι μου;» ούρλιαξε ο καπετάνιος κι έδωσε ένα δυνατό σκαμπίλι στο δίσκο του εμβρόντητου καμαρότου. Το ποτήρι τινάχτηκε στον αέρα, πέταξε πάνω από το κατάστρωμα και βούτηξε με τη χάρη ολυμπιονίκη καταδύτη στα μαύρα νερά του Ατλαντικού. Μαζί του πήρε και το μικρό παγάκι – ή μάλλον ότι είχε απομείνει από αυτό. Και τα μεγάλα παγάκια φυσικά.
Η έντονη κίνηση στο νερό τράβηξε την προσοχή ενός πολύ μεγάλου – μα όχι και τόσο έξυπνου – μπακαλιάρου. Μόλις είδε τα μεγάλα παγάκια που έλαμπαν σα διαμάντια μέσα στο νερό, όρμηξε καταπάνω τους και τα έκανε μια χαψιά. Το μικρό παγάκι ούτε που το πρόσεξε.
«Τελικά, μερικές φορές δεν είναι κακό να είσαι μικρός και να περνάς απαρατήρητος», σκέφτηκε αυτό με ικανοποίηση. Η χαρά του όμως μετριάστηκε λίγο, όταν αναλογίστηκε τη μοίρα από τα μεγάλα παγάκια, που – αν και δεν τα πολυσυμπαθούσε – δεν ήθελε το κακό τους.
Μέσα στην παγωμένη θάλασσα, το μικρό παγάκι άρχισε να παίρνει τα πάνω του. Αντί να μικραίνει, άρχισε να μεγαλώνει. Το νερό που ακουμπούσε πάνω του γινόταν σιγά-σιγά κι αυτό πάγος, που με τη σειρά βοηθούσε να παγώσει κι άλλο νερό, που γινόταν πάγος, κ.ο.κ. Κι ολοένα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα.
Τώρα πια είχε μεγαλώσει τόσο πολύ που μπορούσε να βλέπει και πάνω και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Και υπήρχαν ένα σωρό υπέροχα πράγματα και πλάσματα τριγύρω. Το πιο ωραίο όμως ήταν ότι, αντί να είναι σφηνωμένο σε μια θέση, όπως είχε συνηθίσει όταν ζούσε στην παγοθήκη, τώρα μπορούσε να ταξιδεύει. Δεν πήγαινε βέβαια όπου ήθελε. Ο αέρας και τα κύματα φρόντιζαν γι’ αυτό. Αλλά το παγάκι δεν το ένοιαζε καθόλου. Τώρα πια ήταν ελεύθερο, δεν είχε τρύπα και ήταν μεγάλο – ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ!
Ένα κρύο βράδυ του Απρίλη, ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Μαύρα σύννεφα έκρυβαν τ’ αστέρια και το φεγγάρι, ενώ φοβερά μπουμπουνητά αντηχούσαν σα τεράστια πολεμικά τύμπανα στον γκρίζο ουρανό. Μετά από πολύ καιρό, το μικρό παγάκι – που δεν ήταν πια μικρό – ένιωσε και πάλι μόνο. Αχ, πόσο θα ‘θελε να είχε λίγο παρέα. Δεν τον ένοιαζε ποιον. Οποιονδήποτε, ακόμα κι εκείνα τ’ αντιπαθητικά μεγάλα παγάκια.
Κάποια στιγμή, ο θόρυβος από τα μπουμπουνητά ανακατεύτηκε με μια γλυκιά μελωδία που ερχόταν από μακριά. «Κάποιος έρχεται!» σκέφτηκε το παγάκι κι η στεναχώρια του μετριάστηκε κάπως.
Το σκοτάδι ήταν πηχτό, οπότε δε μπορούσε να δει και πολλά, αλλά κατάφερε να διακρίνει ένα αμυδρό φως στον ορίζοντα. Θυμήθηκε με κάποια δόση νοσταλγίας εκείνη την πρώτη φορά που είχε αντικρίσει φως στη ζωή του.
Το φως ολοένα και μεγάλωνε, ενώ, ταυτόχρονα, η μουσική δυνάμωνε. «Τι να ’ναι άραγε τούτο το περίεργο πράγμα;» αναρωτήθηκε το παγάκι.
Το φως είχε φτάσει τώρα τόσο κοντά που το τύφλωνε. Αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια. Και τότε, ένοιωσε ένα πολύ γερό τράνταγμα. Πολύ πιο δυνατό από τότε που είχε ξεκολλήσει από την παγοθήκη. Ένα κομμάτι του κόπηκε.
Η μουσική που άκουγε τόση ώρα σταμάτησε απότομα κι έδωσε τη θέση της στον ήχο μιας σειρήνας που στρίγγλιζε δαιμονισμένα. Άνοιξε τα μάτια. Μια μεγάλη δίνη είχε σχηματιστεί τώρα δίπλα του και κατάπινε λαίμαργα το φως. Η θάλασσα γέμισε φωνές, ξύλινες βάρκες κι ανθρώπους – πάρα πολλούς ανθρώπους – που πάλευαν με τα κύματα. Κάποιος μέσα στην απελπισία του πιάστηκε πάνω από το παγάκι και το αγκάλιασε. Φορούσε μάλιστα ένα ολοστρόγγυλο κόκκινο σωσίβιο που έγραφε με κεφαλαία άσπρα γράμματα: «ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ».
Το μικρό παγάκι – που δεν ήταν πια μικρό – ένοιωσε πολύ ευτυχισμένο. Ήταν ελεύθερο, δεν είχε τρύπα, ήταν ΜΕΓΑΛΟ και είχε βρει επιτέλους παρέα για να περάσει αυτή τη σκοτεινή, κρύα νύχτα.
Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, αυτή ήταν η ωραιότερη σκοτεινή, κρύα νύχτα της ζωής του!
Ετικέτες
παραμύθι
Τι χρώμα είναι ο Θεός;
Πηγή εικόνας
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μυθικό, ανάμεσα σε τέσσερις πελώριες κι αιώνια χιονισμένες οροσειρές, απλωνόταν η Εχθρική Κοιλάδα. Εκεί ζούσαν εφτά φυλές. Στο νότιο άκρο της κοιλάδας βρισκόταν ένας τεράστιος ογκόλιθος, τόσο ψηλός, που έμοιαζε να τρυπά το ουρανό. Όλες οι φυλές πίστευαν ότι στην κορυφή του ογκόλιθου κατοικούσε ο ίδιος ο Θεός κι έτσι ήταν αυστηρά απαγορευμένο σε όλους ακόμη και να τον πλησιάσουν.
Το έδαφος ήταν χωρισμένο σε 7 ισοπαχείς οριζόντιες ζώνες, κάθε μια από τις οποίες εκτεινόταν κατά μήκος της κοιλάδας από τη μια της άκρη ως την άλλη. Όλες οι ζώνες ήταν ακριβώς ίδιες σε μέγεθος, λες και κάποιο θεϊκό χέρι τις είχε μοιράσει με ένα πελώριο μαχαίρι. Σε κάθε ζώνη ζούσε και μια από τις 7 φυλές.
Στη ζώνη που βρισκόταν στο βορινό άκρο της κοιλάδας ζούσαν οι Κόκκινοι. Όπως φαίνεται και από το όνομά τους το δέρμα τους είχε κόκκινο χρώμα. Οι αρχαίες γραφές των προφητών τους έλεγαν πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Επομένως, σύμφωνα με αυτούς, ο Θεός θα πρέπει να ήταν κόκκινος, αφού αυτοί – τα παιδιά του – ήταν κόκκινοι.
Στη διπλανή ζώνη ζούσαν οι Πορτοκαλί οι οποίοι είχαν πορτοκαλί δέρμα. Οι αρχαίες γραφές των προφητών τους έλεγαν πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Επομένως σύμφωνα με αυτούς, ο Θεός θα πρέπει σίγουρα να ήταν πορτοκαλί, αφού αυτοί – τα παιδιά του – ήταν πορτοκαλί.
Μετά τους Πορτοκαλί ήταν η ζώνη των Κίτρινων. Κατά μυστήριο τρόπο κι αυτών οι αρχαίες γραφές έλεγαν πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Άρα ο Θεός θα έπρεπε να ήταν κίτρινος, αφού αυτοί – τα παιδιά του – ήταν κίτρινοι.
Αντίστοιχα, στις υπόλοιπες τέσσερις ζώνες ζούσαν κατά σειρά οι Πράσινοι, οι Γαλάζιοι, οι Λουλακί και οι Μοβ. Και φυσικά οι αρχαίες γραφές όλων έλεγαν ότι όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του. Άρα ο Θεός θα πρέπει να ήταν πράσινος σύμφωνα με τους πρώτους, γαλάζιος σύμφωνα με τους δεύτερους, λουλακί σύμφωνα με τους τρίτους και μοβ σύμφωνα με τους τελευταίους.
Η Εχθρική Κοιλάδα ήταν ένας πολύ εύφορος τόπος που φρόντιζε να μοιράζει πάντα εξίσου απλόχερα σε όλες τις φυλές πλούσιες σοδιές, γάργαρα καθαρά νερά, ήπιους χειμώνες και γλυκά καλοκαίρια, σαν καλός πατέρας που φροντίζει εξίσου όλα τα παιδιά του, δίχως ποτέ να αδικεί κανένα. Έτσι και οι 7 φυλές απολάμβαναν ακριβώς τα ίδια «προνόμια» και δεν υπήρχε λόγος για κάποια από αυτές να επιβουλευτεί το έδαφος ή την ευζωία κάποιας άλλης, αφού ως προς αυτά δεν υπήρχε καμιά απολύτως διαφορά μεταξύ τους.
Παρόλο λοιπόν που δεν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές ούτε και λόγοι διαμάχης μεταξύ των φυλών, οι 7 ζώνες ήταν χωρισμένες μεταξύ τους με βαθιές τάφρους, ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και θανατηφόρα ναρκοπέδια. Φρουροί οπλισμένοι σαν αστακοί φύλαγαν τα κάθε σύνορα και η διακίνηση πολιτών, αγαθών και ιδεών από κάθε ζώνη στις διπλανές της απαγορευόταν αυστηρά. Γι’ αυτό άλλωστε είχε ονομαστεί έτσι η Εχθρική Κοιλάδα. Επίσης, όλα τα μέλη κάθε φυλής φορούσαν υποχρεωτικά μονόχρωμες στρατιωτικές στολές και όλα τα σπίτια ήταν βαμμένα με το ίδιο χρώμα.
Ο λόγος για όλον αυτό τον παραλογισμό δεν ήταν άλλος, από το θέμα του χρώματος του Θεού, το οποίο με τα χρόνια είχε αναχθεί σε μείζονα αιτία πολέμου και αδυσώπητων εχθροπραξιών καθώς και σε μια καλή δικαιολογία για τη διεξαγωγή πλήθους ανίερων και απάνθρωπων πράξεων από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Έτσι, κάθε τόσο, οι Κόκκινοι επιτίθονταν στους Πορτοκαλί, οι οποίοι έκαναν σαμποτάζ στους Κίτρινους, οι οποίοι με τη σειρά τους έβρισκαν ευκαιρία να προξενήσουν δολιοφθορές στους Γαλάζιους καθώς αυτοί ήταν απασχολημένοι με τον πόλεμο στα νότια σύνορά τους με τους Λουλακί, τα κανόνια των οποίων σφυροκοπούσαν τακτικά στρατηγικές, και μη, θέσεις των Μοβ. Κι η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν κάθε τόσο απλά με παραλλαγές στους ρόλους των φυλών, ως προς το ποιος επιτιθόταν, ποιος αμυνόταν, ποιος έκανε τα σαμποτάζ, κ.ο.κ.
Οι πολύχρονες διαμάχες κι οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει να φθείρουν σοβαρά την Εχθρική Κοιλάδα. Τα περισσότερα κτίρια πριν ξαναχτιστούν γκρεμίζονταν, το νερό είχε αρχίσει να μολύνεται, οι σοδιές όσο πήγαινε και γινόταν φτωχότερες, αφού τα φυτά δε μπορούσαν να αναπτυχθούν όπως παλιά στο ταλαιπωρημένο από τα παραχωμένα στο έδαφος χημικά και βλήματα, ενώ τα κοπάδια κάθε τόσο ξεκληρίζονταν, είτε λόγω κάποιας άστοχης επίθεσης των αντιπάλων, είτε από ξεχασμένες νάρκες και βλήματα.
Καθώς η κατάσταση πλέον έδειχνε να έχει φτάσει στο απροχώρητο, οι Αρχηγοί και οι Ανώτατοι Ιεράρχες των εφτά φυλών αποφάσισαν για πρώτη φορά στην ιστορία της Εχθρικής Κοιλάδας να συναντηθούν όλοι μαζί μήπως μπορέσουν και βρουν μια οριστική λύση στο πρόβλημα του χρώματος του Θεού, η οποία θα ήταν ικανοποιητική για όλους. Η συνάντηση ορίστηκε να γίνει στο νότιο άκρο της κοιλάδας κοντά στους πρόποδες του ογκόλιθου, γιατί εκεί το έδαφος θεωρούνταν ιερό και κάθε είδους εχθροπραξία απαγορευόταν αυστηρά από τους νόμους όλων των φυλών.
Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει, όλοι οι Αρχηγοί κι οι Ιεράρχες κατέφθασαν στον προκαθορισμένο τόπο ντυμένοι με εντυπωσιακές – μονόχρωμες φυσικά – στολές, κραδαίνοντας επιβλητικά λάβαρα με το χρώμα της φυλής τους. Μαζί τους όλοι είχαν κουβαλήσει επίσης αντίγραφα από τις αρχαίες γραφές των προφητών τους καθώς και τεράστιους τόμους με βαθυστόχαστες αναλύσεις και σχετικούς νόμους και πορίσματα. Με τελετουργικά βήματα σχημάτισαν έναν κύκλο και κάθισαν για να συζητήσουν. Για την αποφυγή οποιασδήποτε νέας διαμάχης έριξαν κλήρο για τη σειρά με την οποία θα μιλούσαν.
Στην αρχή, οι πρώτοι ομιλητές προσπάθησαν να πείσουν τους υπόλοιπους ότι ο Θεός έχει το χρώμα που αυτοί υποστήριζαν πιστεύοντας ότι αυτός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος επίλυσης του προβλήματος. Αυτό βέβαια δημιούργησε έντονες αντιδράσεις από τους υπόλοιπους. Έτσι, επειδή η διάσκεψη κινδύνευε να τιναχθεί στον αέρα και να μετατραπεί σε γενική σύρραξη πριν καλά - καλά αρχίσει, η τακτική αυτή γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Στη συνέχεια, ένας από τους Αρχηγούς πρότεινε να συμφωνήσουν όλοι ότι δεν υπάρχει ένας Θεός, αλλά εφτά – ένας στο χρώμα κάθε φυλής – κι έτσι να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Η πρόταση αυτή φάνηκε λογική στους υπόλοιπους Αρχηγούς, αλλά όλοι οι Ιεράρχες, ανεξαρτήτου φυλής και χρώματος, δήλωσαν με μια φωνή πως οι αρχαίες γραφές των προφητών τους έλεγαν καθαρά και ξάστερα ότι ο Θεός είναι ένας κι ότι όταν έφτιαξε τον κόσμο, δημιούργησε τα παιδιά του κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Επομένως, η λύση αυτή αν και θα ήταν πολιτικώς αποδεκτή, από θρησκευτικής άποψης θα ήταν αιρετική, ανυπόστατη κι επικίνδυνη.
Έτσι λοιπόν, η ώρα περνούσε δίχως να φαίνεται κάποια λύση στον ορίζοντα. Είχε πλέον σχεδόν σουρουπώσει, κι οι Αρχηγοί χασμουριόντουσαν ασταμάτητα και τα στομάχια τους γουργούριζαν, ενώ οι Ιεράρχες κοίταζαν με αγωνία τον ήλιο που ετοιμαζόταν να δύσει, από φόβο μήπως και δεν προλάβουν να κάνουν την εσπερινή τους προσευχή.
- Και τώρα τι κάνουμε; ρώτησε τελικά ο Κόκκινος Αρχηγός.
- Απ’ ότι φαίνεται αν δεν ανακαλύψουμε τι χρώμα είναι ο Θεός, οι μάχες δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ, του απάντησε ο Πράσινος Ιεράρχης.
- Και πως θα το κάνουμε αυτό; ρώτησε ο Γαλάζιος Ιεράρχης.
- Ναι, πως θα έχουμε αδιάψευστα στοιχεία, έτσι ώστε να μην υπάρχει αντίλογος και αμφιβολίες; συμπλήρωσε ο Κίτρινος Αρχηγός.
Τις ερωτήσεις αυτές ακολούθησε η σιωπή. Κανείς δε μπορούσε να απαντήσει. Όσο κι αν έσπαγαν όλοι το κεφάλι τους, κανείς δεν είχε διαβάσει ή έστω ακούσει κάποιο ιερό κείμενο ή νόμο που να προέβλεπε κάτι τέτοιο. Κι άρχισαν όλοι να μελετάνε από την αρχή τις γραφές και να ξεφυλλίζουν τα βιβλία που είχαν κουβαλήσει μαζί τους. Ώσπου ξαφνικά ακούστηκε μια λεπτή φωνούλα να λέει:
- Καλά, γιατί δεν πάτε να ρωτήσετε τον ίδιο;
Όλοι έστρεψαν το κεφάλι τους και είδαν ένα μικρό παιδάκι, το χρώμα του οποίου κανείς δε μπορούσε να διακρίνει μέσα στο σούρουπο, να στέκεται λίγο πέρα από τον κύκλο τους, μπροστά από τον ήλιο που βασίλευε, και να τους κοιτά με απορία.
- Τι χαζή ιδέα, βιάστηκε να πει ο Μοβ Αρχηγός. Άκου να ρωτήσουμε τον ίδιο. Χα, χα!
- Άντε πήγαινε σπιτάκι σου γρήγορα παιδί μου, εδώ έχουμε σοβαρή συζήτηση, δεν παίζουμε, μάλωσε αυστηρά ο Κίτρινος Αρχηγός το παιδάκι που τρόμαξε κι έφυγε τρέχοντας.
- Μια στιγμή! πετάχτηκε ο Πορτοκαλί Ιεράρχης, νομίζω ότι αυτή είναι καταπληκτική ιδέα!
- Δηλαδή; ρώτησαν εν χορώ οι υπόλοιποι Ιεράρχες και Αρχηγοί.
- Να, θα πάμε όλοι μαζί να συναντήσουμε τον Θεό και θα δούμε με τα ίδια μας τα μάτια τι χρώμα είναι. Και μετά κανείς δε θα μπορεί πλέον να αμφιβάλει, τους εξήγησε με ενθουσιασμό ο Πορτοκαλί Ιεράρχης.
- Και πως θα το κάνουμε αυτό; απόρησε ο Λουλακί Αρχηγός.
- Θα αναρριχηθούμε όλοι μαζί αύριο την αυγή στην κορυφή του ογκόλιθου. Θα πάμε να κάνουμε επίσκεψη στο σπίτι του ίδιου του Θεού!
Η τελευταία αυτή πρόταση δημιούργησε ένα κύμα μουρμουρητών. Άλλοι αναρωτιόνταν αν θα έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο αφού απαγορευόταν αυστηρά από τα κείμενα και τους νόμους, άλλοι φοβόταν γιατί το εγχείρημα φαινόταν πολύ επικίνδυνο και άλλοι είχαν αμφιβολίες για το αν τελικά θα συναντούσαν τελικά τον Θεό εκεί πάνω.
Τελικά τη λύση έδωσε ο Κόκκινος Αρχηγός, ο οποίος αναφώνησε αποφασιστικά:
- Καταπληκτική ιδέα! Δεν υπάρχει άλλη λύση. Ας το δοκιμάσουμε.
- Ναι, ναι, πολύ καλή ιδέα, μπράβο! συμφώνησαν τελικά κι οι υπόλοιποι ο ένας μετά τον άλλον κι έτσι η βραδιά κατέληξε σε ένα αξέχαστο τσιμπούσι μέσα σε ένα κλίμα αισιοδοξίας, ομόνοιας και συμφιλίωσης.
Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου έκαναν την εμφάνισή τους η πολύχρωμη πλέον πομπή ήταν ήδη έτοιμη για το παράτολμο εγχείρημα. Δέθηκαν όλοι μεταξύ τους με σκοινιά και άρχισαν να σκαρφαλώνουν τα απότομα βράχια βοηθώντας ο ένας τον άλλο. Κι αυτό τους έκανε να αισθάνονται τόσο ωραία!
Δυστυχώς όμως, η αναρρίχηση αποδείχτηκε πολύ δυσκολότερη απ’ ότι φαινόταν αρχικά. Ο ήλιος τους τύφλωνε και τους ζέσταινε αφόρητα καθώς ανέβαινε όλο και ψηλότερα στον ουρανό, ενώ κάθε τόσο όλο και κάποιος κινδύνευε να παρασυρθεί από τα δυνατά ρεύματα του αέρα. Οι βράχοι γλιστρούσαν πάρα πολύ κι οι ακμές τους έκοβαν σαν ξυράφια. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχαν και όλα εκείνα τα βιβλία που κουβαλούσαν μαζί και τους βάραιναν, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τα αφήσει πίσω.
Είχε φτάσει πλέον μεσημέρι κι απ’ όσο μπορούσαν να δουν, δεν είχαν ακόμη φτάσει ούτε καν μέχρι τη μέση του ογκόλιθου. Έτσι, αποφάσισαν να σταματήσουν για λίγο σε ένα μικρό πλάτωμα για να πάρουν μιαν ανάσα και να συζητήσουν για τη συνέχεια της αποστολής. Η κούραση, η δίψα και η ταλαιπωρία είχαν αρχίσει να καταπονούν τα σώματα αλλά και το ηθικό της ομάδας.
- Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να φτάσουμε στην κορυφή. Ας γυρίσουμε πίσω όσο έχει ακόμα φως και είμαστε όλοι σώοι και αβλαβείς, πρότεινε ο Μοβ Αρχηγός.
- Νομίζω ότι αυτό είναι σοφή ιδέα, συμφώνησε μαζί του ο Γαλάζιος Αρχηγός.
- Α, όχι, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και να χάσουμε τη μοναδική ελπίδα για ειρήνη, διαφώνησε ο Κόκκινος Αρχηγός.
- Δίκιο έχει, πετάχτηκε ο Κίτρινος Ιεράρχης.
- Μα είναι τρέλα, θα σκοτωθούμε όλοι, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Πράσινος Ιεράρχης.
- Ούτως ή άλλως, αν δε μάθουμε τι χρώμα έχει ο Θεός, αργά η γρήγορα θα σκοτωθούμε όλοι σε κάποια μάχη ή ακόμα χειρότερα μέσα στα ίδια μας τα σπίτια σαν τα ποντίκια από κάποια βόμβα, αντιτάχθηκε ο Λουλακί Ιεράρχης.
- Καλύτερα να πεθάνω στη μάχη σαν ήρωας, παρά πάνω στα βράχια σα σαύρα, αναφώνησε με έπαρση ο Πορτοκαλί Αρχηγός.
Η συζήτηση πλέον εξελισσόταν σε τρικούβερτο καυγά και το πνεύμα της ομόνοιας και συμφιλίωσης της προηγούμενης μέρας φαινόταν να έχει κάνει φτερά, αφήνοντας τη θέση του στη διχόνοια. Αρχηγοί και Ιεράρχες άρχισαν να φωνάζουν και να λένε λόγια ανάρμοστα για τη θέση και τα αξιώματά τους κι ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια όταν ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε και γέμισε με πυκνά μαύρα σύννεφα.
- Ο Θεός θύμωσε που σπιλώσαμε το σπίτι του με εχθροπραξίες! αναφώνησε ο Γαλάζιος Ιεράρχης.
- Ναι, ναι! Είναι σημάδι θεϊκής οργής, συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι κι έπεσαν στα γόνατα κι άρχισαν να προσεύχονται, άλλος στον κόκκινο Θεό, άλλος στον πράσινο, κ.ο.κ.
Και τότε ξέσπασε μια ανεπανάληπτη νεροποντή. Κι έβρεχε ασταμάτητα για ώρες ολόκληρες. Όταν πια είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, η βροχή σταμάτησε. Οι Αρχηγοί κι οι Ιεράρχες ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο και τουρτούριζαν. Μην έχοντας άλλη λύση πια, αποφάσισαν να μαζέψουν σε ένα μεγάλο σωρό όσα βιβλία και γραφές είχαν γλιτώσει από τη βροχή και ν’ ανάψουν φωτιά για να μην πουντιάσουν. Μετά έβγαλαν τις βρεγμένες στολές τους και τις άπλωσαν στα γύρω βράχια για να στεγνώσουν.
Κι ήταν τόσο αστείο το θέαμα, καθώς όλοι αυτοί που πριν από λίγο φάνταζαν ατρόμητοι Αρχηγοί και βλοσυροί Ιεράρχες στέκονταν εκεί, στη μέση του πουθενά, βρεγμένοι, φορώντας μόνο τα μονόχρωμα εσώρουχά τους, που όταν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους το κατάλαβαν κι οι ίδιοι κι έβαλαν τα γέλια. Και γελούσαν ασταμάτητα, όσο δεν είχαν ξαναγελάσει ποτέ στη ζωή τους, μέχρι που δεν άντεξαν άλλο κι αποκοιμήθηκαν με το χαμόγελο στα χείλη.
Το επόμενο πρωί τους περίμενε μια καινούρια έκπληξη. Ένα πελώριο σύννεφο ομίχλης είχε τυλίξει τον ογκόλιθο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δουν ούτε τη μύτη τους. Έτσι, στα τυφλά, φόρεσε ο καθένας ότι ρούχα βρήκε κοντά του, δίχως να μπορεί να διακρίνει το χρώμα τους. Στη συνέχεια κάθισαν όλοι μαζί περιμένοντας υπομονετικά να διαλυθεί το πυκνό σύννεφο για να μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία τους, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, αφού δεν έμοιαζε πια να έχει καμιά σημασία. Κι αφού δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν για να περάσει η ώρα, άρχισαν να κουβεντιάζουν ο ένας με τον άλλο, χωρίς όμως να μπορεί να διακρίνει κανείς ούτε το χρώμα, μήτε το πρόσωπό του συνομιλητή του.
Κι έτσι καθώς συζητούσαν, ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Όλοι τους αφήσει πίσω αγαπημένα πρόσωπα που τους έλειπαν και για τα οποία ανησυχούσαν, όλοι θρηνούσαν για δικούς τους που είχαν χάσει εξαιτίας των εχθροπραξιών, όλοι γελούσαν με τα καλαμπούρια, όλοι έκλαιγαν με τον πόνο τους μα και με τον πόνο των άλλων. Κι έτσι κατάλαβαν πως η αγάπη, το γέλιο και το δάκρυ δεν έχουν χρώμα. Κι αποφάσισαν να γίνουν φίλοι.
- Λοιπόν, ξέρετε τι σκέφτηκα; είπε κάποιος. Τι καλά που θα ήταν αν μπορούσαμε να παίρναμε μαζί μας στην Εχθρική Κοιλάδα τούτη δω την πηχτή ομίχλη όταν κατεβούμε από εδώ πάνω, έτσι ώστε κανένας να μη μπορεί πια να δει το χρώμα του διπλανού του, όπως ακριβώς είμαστε τώρα. Και πιστεύω ότι αν τελικά οι άνθρωποι μπορούσαν να συζητήσουν μεταξύ τους δίχως φόβο και προκατάληψη, θα καταλάβαιναν τελικά το πόσο ίδιοι είναι και τότε οι πόλεμοι κι οι εχθροπραξίες θα σταματούσαν μια για πάντα
- Ωραία θα ήταν, συμφώνησε κάποιος άλλος. Μα δεν είναι δυστυχώς παρά ένα όνειρο. Ξέχασες πολύ γρήγορα μου φαίνεται τον αρχικό σκοπό της αποστολής μας.
- Αλήθεια τι χρώμα λέτε να έχει τελικά ο Θεός; ρώτησε κάποιος με αφορμή το τελευταίο σχόλιο.
Τότε, σαν από θαύμα, η ομίχλη διαλύθηκε μονομιάς αφήνοντας τη θέση της σε ένα μοναδικό θέαμα: ένα πελώριο ουράνιο τόξο είχε σχηματιστεί πάνω από την Εχθρική Κοιλάδα. Η μια του άκρη άγγιζε τις μακρινές οροσειρές, ενώ η άλλη έμοιαζε να χάνεται ψηλά, πολύ ψηλά, κάπου στην κορυφή του ογκόλιθου, πάνω από τα κεφάλια των μονιασμένων Αρχηγών κι Αρχιερέων.
- Ω! αναφώνησαν όλοι μαζί σαν μια καλοκουρδισμένη χορωδία.
- Ο Θεός! Είναι ο Θεός! αναφώνησε κάποιος. Το ποιος ήταν, κανείς δε μπορούσε πια να καταλάβει, αλλά ούτε είχε και σημασία, καθώς όλοι φορούσαν πλέον ρούχα με διάφορα χρώματα, με αποτέλεσμα το χρώμα του δέρματός τους να μην ξεχωρίζει.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε! φώναξε κάποιος άλλος δείχνοντας προς την Εχθρική Κοιλάδα.
Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα κάτω και είδαν ότι από εκεί ψηλά, η Εχθρική Κοιλάδα έμοιαζε με ένα πελώριο ουράνιο τόξο που είχε ξαπλώσει πάνω στη γη.
- Αυτό είναι! είπε κάποιος. Ο Θεός δεν έχει ένα μόνο χρώμα αλλά όλα τα χρώματα!
- Και στ’ αλήθεια δημιούργησε τα παιδιά του «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του, όπως λένε οι αρχαίες γραφές των προφητών όλων μας, συμπλήρωσε κάποιος δείχνοντας την πολύχρωμη κοιλάδα.
- Μα καλά πως δεν το είχε σκεφτεί κανείς τόσα χρόνια; αναρωτήθηκε ένας άλλος.
- Ίσως γιατί δεν δει ποτέ κανείς τον κόσμο μας από ψηλά. Ίσως πάλι γιατί δεν είχαμε δει ποτέ μας ο ένας τον άλλον με τα μάτια μας κλειστά και την καρδιά μας ανοιχτή. Από κοντά είναι πολύ εύκολο να βλέπεις διαφορές, μα από εδώ πάνω οι λεπτομέρειες είναι τόσο ασήμαντες που σβήνουν και χάνονται.
- Επιτέλους! Τέρμα ο πόλεμος και οι σκοτωμοί. Ζήτω η ειρήνη! φώναξε κάποιος με ενθουσιασμό.
- Ζήτω η ειρήνη! φώναξαν όλοι μαζί και μετά αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν για όλους αυτούς που τόσα χρόνια είχαν χαθεί για το τίποτα, χωρίς λόγο και αιτία.
Κι όταν τα δάκρυά τους στέρεψαν και δε μπορούσαν να κλάψουν άλλο, κατέβηκαν από τον ογκόλιθο όλοι μαζί, σαν ένα σμήνος από πολύχρωμες πεταλούδες και πιασμένοι χέρι-χέρι περιπλανήθηκαν από φυλή σε φυλή αναγγέλλοντας τα χαρμόσυνα νέα, για τον πολύχρωμο Θεό, την ειρήνη και τη μοναδική φιλία που είχε γεννηθεί εκεί ψηλά, πάνω στις πλαγιές του αφιλόξενου ογκόλιθου.
Οι τάφροι παραγεμίστηκαν με χώμα και μετατράπηκαν σε παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια. Τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από θάμνους, ενώ στη θέση από τις νάρκες φυτεύτηκαν δέντρα. Επίσης, αποφασίστηκε να καταργηθούν τα σύνορα και οι στρατοί κι η Εχθρική Κοιλάδα να αλλάξει όνομα και να ονομαστεί η Κοιλάδα της Ειρήνης. Και οι φυλές αντάλλασσαν ρούχα μεταξύ τους έτσι ώστε να μη φορά κανείς δυο ρούχα με το ίδιο χρώμα.
Ύστερα στήθηκε μια μεγάλη γιορτή σε όλη την Κοιλάδα, που κράτησε εφτά ολάκερες μέρες κι εφτά νύχτες. Κι από κάπου εκεί ψηλά, ο πολύχρωμος Θεός, ξαπλωμένος νωχελικά πάνω στο Ουράνιο Τόξο, κοίταζε στοργικά τα παιδιά του και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς;
Ετικέτες
παραμύθι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)